Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Μας κλέβουν την ιστορία!



«Έννοιες όπως «μας κλέβουν», «αλλοιώνουν», «παραχαράσσουν» την ιστορία, παραπέμπουν στην αντίληψη μιας αποκρυσταλλωμένης ιστορίας, κάτι σαν το σύμβολο της πίστεως, με συγκεκριμένα μέρη, ερμηνείες, αξιολογήσεις. Παραπέμπουν δηλαδή σε ένα φαντασιακό αφήγημα, το οποίο κανείς δεν μπορεί να περιγράψει επαρκώς, αλλά το οποίο θα πρέπει να «διαφυλάσσουμε ως κόρην οφθαλμού» [1].
Όπως τα «πάντα ρει», έτσι και η ιστορία υπόκειται σε συνεχείς αναθεωρήσεις, επαναδιατυπώσεις και αποδομήσεις, αναλόγως με τα ερωτήματα που θέτει η κάθε γενιά.
Η ιστορική επιστήμη εξελίσσεται όπως όλες οι επιστήμες και θεωρεί ότι καμία πρόσκαιρη καταγραφή δεν πρέπει να εκλαμβάνεται με δογματικούς-θεολογικούς όρους, ως τελεσίδικη απόφαση, ως δεδικασμένο. Δεν μιλώ φυσικά για την καταγραφή των γεγονότων αλλά για την ανάλυσή τους.
Το παρόν θέμα πραγματεύεται την υποκειμενικότητα των εθνικών ιστοριογραφιών όσον αφορά τα γεγονότα των ετών 1919-1922. Προσπαθεί δηλαδή να φωτίσει την σκοτεινή πλευρά της χειραγώγησης της ιστορίας από τις –άμεσα ή έμμεσα- εμπλεκόμενες χώρες για «εθνικά» επωφελείς σκοπούς.



Κατά τα έτη που έλαβε χώρα η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή (1919-1922), στην Μέση και Άπω Ανατολή υπήρξε μια ολόκληρη αλυσίδα από επαναστατικά αντιαποικιοκρατικά γεγονότα όπως του Πατζάμ στις Ινδίες τον Απρίλιο-Μάιο του 1919, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Κίνα τον Μάιο του 1919, η εξέγερση της Κορέας τον Απρίλιο του 1919, ο πόλεμος του Αφγανιστάν ενάντια στους Άγγλους (Μάιος-Ιούνιος 1919), η εξέγερση εναντίον των άγγλων στην Περσία στα 1920, ο πόλεμος των βορείων φυλών των Ινδιών ενάντια στην αποικιακή κατοχή (1919-1922) και η απελευθέρωση της Μογγολίας (1922). Οι λαοί αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ξεσηκώνονται και διεκδικούν ένοπλα την ελευθερία τους.
Στην Τουρκία, την ίδια εποχή, επιβάλλονται οι όροι της ανακωχής της Συνθήκης του Μούδρου [2] που συνεπάγονται την ολοκληρωτική αποικιακή υποδούλωση του τουρκικού λαού ο οποίος αντιδρά και ξεσηκώνεται καθιστώντας την Τουρκία το κέντρο της αντιαποικιακής πάλης των λαών της Εγγύς Ανατολής.
Στα γεγονότα των ετών 1919-1922 στην Τουρκία, ενεπλάκησαν αρκετές χώρες.
Η καθεμία από αυτές στην εθνική της ιστοριογραφία εξέλαβε τα γεγονότα με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον» και τα ερμήνευσε με τέτοιον τρόπο ώστε να δικαιώνουν τις αντίστοιχες εθνικές «μας» πράξεις.
Ας δούμε λοιπόν πως κατέγραψαν οι εθνικές ιστοριογραφίες τα γεγονότα της περιόδου 1919-1922, λίγα χρόνια μετά από αυτά:


1) Οι αμερικάνοι ιστορικοί θεωρούν την επέμβαση των Η.Π.Α. εκεί ως μια προσπάθεια για την κατοχύρωση της διεθνούς ειρήνης [3].
Οι Αμερικάνοι παρουσιάζονται ως πιστοί φίλοι της Τουρκίας και εχθροί κάθε βίαιης επέμβασης στην Εγγύς Ανατολή [4].
Η θεωρία της αμερικανικής ανιδιοτέλειας αναπαράγεται και εδώ, σύμφωνα με την οποία οι Η.Π.Α. έχουν το δικαίωμα ελεύθερης δράσης στην Εγγύς Ανατολή, διότι είναι η μοναδική δύναμη που δεν έχει εγωιστικά συμφέροντα στην περιοχή [5].
Στην αμερικανική ιστοριογραφία υπάρχουν ακόμη και τάσεις να χαρακτηριστεί η επέμβασή τους ως ανάχωμα στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των άλλων δυτικών δυνάμεων στην Εγγύς Ανατολή[6].
Δεν λείπουν βέβαια και ιστορικοί που αναγνωρίζουν μερικές βασικές αλήθειες.
Έτσι, ο Harry O.Howard δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι τα ενδιαφέροντα των Η.Π.Α. στην Εγγύς Ανατολή ανέκαθεν ήταν οικονομικά, και αφορούσαν τα πετρέλαια της ευρύτερης περιοχής [7].


2) Οι άγγλοι ιστορικοί αντεπιτίθενται και κατηγορούν τις Η.Π.Α. για απληστία [8] και ταυτόχρονα καταβάλλουν προσπάθειες να παρουσιάσουν την Αγγλία σαν ανεύθυνη για τα αιματηρά γεγονότα στην Εγγύς Ανατολή στα 1919-1922. Ο William Miller καταλογίζει όλες τις ευθύνες στον Βενιζέλο:
«Ο Βενιζέλος πρότεινε να στείλει τον ελληνικό στρατό ενάντια στους κεμαλιστές και ο Λόυδ Τζώρτζ δέχθηκε την πρόταση, που κατ’αρχήν υποσχόταν θετικά αποτελέσματα»[9].
Οι άγγλοι παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, υπέρ του ανθρωπισμού και η στρατιωτική επέμβαση ενάντια στην τουρκική εθνική επανάσταση αποδίδεται στην ελληνική πρωτοβουλία [10].





3) Οι γάλλοι ιστορικοί αντικρούουν τους ισχυρισμούς των άγγλων συναδέλφων τους. Αποδίδουν όλη την ευθύνη στους άγγλους, τους οποίους κατηγορούν για ληστρικές πράξεις και τους θεωρούν ως αφερέγγυους συμμάχους. Υπάρχουν όμως και γάλλοι ιστορικοί που αποδίδουν μεγάλες ευθύνες στην Ελλάδα.
Ο Ε.Driault γράφει ότι τα πράγματα οδηγήθηκαν εκεί διότι η Ελλάδα «γνωρίζει μόνο μια πολιτική, την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της απελευθέρωσης της Μηδίας, της δημιουργίας της Μεγάλης Ελλάδας και της επαναφοράς του Βασιλιά στην Αγια-Σοφιά» [11]. Ο Lamouche γράφει ότι η ήττα στη Μικρά Ασία οφείλεται στην απιστία της Ελλάδας προς τους συμμάχους. Επίσης ισχυρίζεται ότι την πολιτική των δυτικών στην Εγγύς Ανατολής την υπαγόρευσε σε αυτούς η Ελλάδα [12].



4) Στην τουρκική ιστοριογραφία, η αντιαποικιοκρατική τουρκική επανάσταση αποκαλείται επανάσταση για την απαλλαγή του τουρκικού λαού από τον ξένο ζυγό και απολύτρωση από την εκπολιτιστική-ηθική καθυστέρηση που για αιώνες ήταν καταδικασμένος [13].
Η επίσημη τουρκική ιστοριογραφία χαρακτηρίζεται από την απολογητική της στάση προς τον τουρκικό σωβινισμό και τα όσα εγκλήματα αυτός έπραξε προκειμένου να δημιουργηθεί ένα «καθαρό» εθνικό κράτος, μέσω της εξόντωσης όσων δεν «χωρούσαν» στην προκρούστεια «εθνική» κλίνη του [14].




5) Η σοβιετική ιστοριογραφία αντιμετώπισε τα γεγονότα αυτά σαν αποτέλεσμα της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και της ανάπτυξης του αντιαποικιακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των λαών της περιοχής υπό την αποφασιστική επίδραση της σοσιαλιστικής επανάστασης των Μπολσεβίκων.


6) Η ελληνική ιστοριογραφία, στα πρώτα χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, κινήθηκε υπό την μεγάλη επίδραση του «Εθνικού Διχασμού».
Έτσι, η ιστορική έρευνα περιορίστηκε μόνο πάνω στο πρόβλημα για τις ευθύνες των δύο αντιμαχομένων πολιτικών παρατάξεων στην καταστροφή του 1922.
Το άφθονο διπλωματικό υλικό, με επιλεκτική κρίση, θα μπορούσε να αποδείξει και τους πιο αυθαίρετους ισχυρισμούς. Οι έλληνες ιστορικοί, ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση και με την συμπάθειά τους προς την μία ή την άλλη παράταξη, προς τον βενιζελισμό ή τον αντιβενιζελισμό, οδηγούνται στην ανάλογη επιλογή των διπλωματικών εγγράφων και φθάνουν σε αποδείξεις που ικανοποιούν τις υποκειμενικές τους διαθέσεις.
Ο Α. Φραγκούλης χρησιμοποιεί πλουσιότατο διπλωματικό υλικό για να αποδείξει ότι τα αίτια της εθνικής καταστροφής ήταν η μεγαλομανία του Βενιζέλου [15].
Ο Χ. Βοζίκης και ο Π.Πιπινέλης -μερικές δεκαετίες αργότερα- θεωρούν την απόβαση του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία ως το μεγαλύτερο σφάλμα [16].
Ο Βοζίκης αποδίδει την εκστρατεία σε λόγους εσωτερικής κομματικής πολιτικής του Βενιζέλου και την ίδια άποψη υποστηρίζει ο Ι.Μεταξάς [17].
Ο Θ.Κιοσέογλου,αντίθετα, με βάση κι αυτός τα διπλωματικά έγγραφα, αποδίδει την ευθύνη στον βασιλιά Κωνσταντίνο και την αντιβενιζελική κυβέρνηση που ήταν τυφλά όργανα των Άγγλων [18].
Ο Γ.Βεντήρης θεωρεί αιτία της αποτυχίας της μικρασιατικής εκστρατείας την πολιτική της αντιβενιζελικής παράταξης, που δεν είχε την εμπιστοσύνη των συμμάχων [19].
Από τις ελληνικές στρατιωτικές μελέτες, χαρακτηριστικές είναι αυτές των στρατηγών Νίδερ και Κοντούλη, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Και οι δυο τους, αποδεικνύουν με βάση πλούσιο υλικό ότι ο ελληνικός στρατός δεν είχε τις δυνατότητες διεξαγωγής του πολέμου. Επίσης δεν είχε ελευθερία κινήσεων. Τις κινήσεις του τις έλεγχαν και τις αποφάσιζαν οι δυτικές στρατιωτικές αρχές της Εγγύς Ανατολής με γνώμονα την ικανοποίηση των απαιτήσεων της εξωτερικής πολιτικής των χωρών τους [20].



Έτσι, ο κάθε λαός, μέσα από την επίσημη ιστορία του, πληροφορείται τα γεγονότα αυτής της εποχής διαμορφωμένα, αποστειρωμένα και διατυπωμένα έτσι ώστε το δικό «μας» έθνος να αποδεικνύεται το μεγάλο θύμα, ο καλός ή (και) ο μεγάλος αδικημένος της υπόθεσης.
Η ιστοριογραφία των δυτικών χωρών παρουσιάζει την δράση τους ως πράξη διασφάλισης της ειρήνης και ως εγγύηση σταθερότητας στην περιοχή, ενώ η ελληνική και η τουρκική ιστοριογραφία επικαλούνται τα «ιστορικά δίκαια» για να δικαιολογήσουν κάθε ενέργειά τους.
Η μεν ελληνική ιστοριογραφία θεωρεί το έδαφος της Τουρκίας ως αποσπασθέν τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και άρα την απόβαση του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη ως «ιστορικά δίκαιη», η δε τουρκική θεωρεί το έδαφος της Ελλάδας ως παρανόμως αποσπασθέν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απόβαση του ελληνικού στρατού ως «άδικη επιθετική κίνηση».
Όλα αυτά βέβαια μέσω της αναδρομικής «εθνικοποίησης» των εν λόγω θρησκευτικών αυτοκρατοριών του παρελθόντος.
Έτσι, η προσπάθεια ανάγνωσης της ιστορίας εκφυλίζεται σε μια καταναγκαστική επιλογή «στρατοπέδου» για τον μελετητή (έλληνα ή τούρκο), με συνέπεια τον εγκλωβισμό της σκέψης του σε έναν δογματικό μονόδρομο «ετοίμων εθνικών συμπερασμάτων».
Για να προσεγγίσουμε όμως την αντικειμενικότητα πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από τον «εθνικό» μας εαυτό, χωρίς αυτό φυσικά να προσλαμβάνεται ως πράξη «εθνικής μειοδοσίας» αλλά ως μια δυναμική κίνηση «εθνικής αυτογνωσίας».
Η απαλλαγή από τα στερεότυπα και τις «έτοιμες απαντήσεις» και η ανάπτυξη κριτικής σκέψης είναι το μόνο εχέγγυο της οντολογικής μας ανύψωσης.

Αφήνω τον Nobert Elias να «πει» τον επίλογο:

«Για να καταστεί δυνατή η μετάβαση από τη γεωκεντρική στην ηλιοκεντρική κοσμοεικόνα, δεν χρειάζονταν νέες απλώς ανακαλύψεις και η σωρευτική διεύρυνση της γνώσης των αντικειμένων του ανθρώπινου στοχασμού. Χρειαζόταν προπαντός η μεγαλύτερη ικανότητα των ανθρώπων να αποστασιοποιηθούν από τον εαυτό τους μέσα από τη σκέψη τους.
Ο επιστημονικός τρόπος σκέψης είναι αδύνατον να αναπτυχθεί και να γίνει κοινό κτήμα, εάν οι άνθρωποι δεν απελευθερωθούν από τον πρωτογενή αυτονόητο τρόπο, με τον οποίο στην αρχή, αστόχαστα και αυθόρμητα, προσπαθούν να κατανοήσουν τις εμπειρίες τους» [21].

doctor
______________________________________

[1] Αντώνης Λιάκος, «Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία;», σσ.162-3.
[2] Συνθήκη του Μούδρου
Με την ονομασία Ανακωχή του Μούδρου ή Συνθήκη του Μούδρου ή Συνθήκη ανακωχής του Μούδρου χαρακτηρίζεται η γνωστή συμφωνία ανακωχής που συνάφθηκε στον όρμο Μούδρου, της Λήμνου, στις 17/30 Οκτωβρίου 1918 και υπογράφτηκε την επομένη 31 Οκτωβρίου μεταξύ των Δυτικών Συμμαχικών Δυνάμεων, της Αντάντ, (Entente), αφενός, και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου, με τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Με την συνθήκη αυτή συμφωνήθηκε η κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ των Συμμαχικών Δυνάμεων, (μετά των οποίων και η Ελλάδα), και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία και αναλάμβανε περιληπτικά:
1. Την υποχρέωση του ανοίγματος των Στενών των Δαρδανελίων καθώς και του Βοσπόρου προς την Μαύρη Θάλασσα,
2. Της απόδοσης των συμμάχων αιχμαλώτων,
3. Της παράδοσης του τουρκικού στρατού (του οπλισμού) και των πολεμικών πλοίων (γραμμής), στους Συμμάχους,
4. Της παροχής δυνατότητας άσκησης εποπτείας εκ μέρους των Συμμάχων επί του σιδηροδρομικού δικτύου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
5. Της διακοπής οποιασδήποτε σχέσης, (οικονομικής, εμπορικής κ.λπ.) με τις κεντρικές Δυνάμεις και
6. Της παροχής δυνατότητας των Συμμάχων της κατάληψης, για λόγους ασφάλειας, οποιωνδήποτε στρατηγικών σημείων, έκριναν εκείνες, επί του εδάφους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την Οθωμανική κυβέρνηση.
Η συνθήκη αυτή υπογράφτηκε επί του αγγλικού πολεμικού «Αγαμέμνων» μεταξύ του Άγγλου Ναυάρχου Κάλθορπ, πληρεξούσιου των Συμμάχων και αντιπροσώπων του Σουλτάνου (πηγή: wikipedia).
[3] Lenczowski G., «The Middle East in World Affairs», β’έκδ.1956, σ.520.
[4] Albert Hatchinson Putney, “International Relations-Modern Turkey”, New York 1924, σ.501.
[5] A.H. Putney, ό.π., σ.502.
[6] Hedley V. Cooke, “Challenge and response in the Middle East”, New York 1951.
[7] Harry Howard, “The United States and the Soviet Union in the Middle East-Background of the Middle East”, New York, 1952,σ.179.
[8] Ο E.L. De Golter γράφει ότι οι Η.Π.Α. με την επέμβασή τους μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στην Εγγύς Ανατολή, επεδίωξαν την απόκτηση αποκλειστικών οικονομικών προνομίων. De Golter, “The Near East and the Great Powers”, London, σ.128.
[9] Miller, “The Ottoman Empire and its succesors”, Cambridge, 1936, σ.542.
[10] J.A.Grand και I.Temperley, “Europe in the Nineteenth and Twentieth centuries”, London, 1940, σσ.563-4.
[11] Ε. Driault, “La question d’Orient 1918-1937, Paris 1938, σ.82.
[12] «Οι Λόυδ Τζωρτζ, Κλεμανσώ και Ουίλσον ελάχιστα εγνώριζαν ή και τελείως αγνοούσαν τις συνθήκες στην Ανατολική Ευρώπη, οι αντιπρόσωποι των μικρών κρατών ήταν εκείνοι που κατά κάποιο τρόπο υπαγόρευαν τους όρους τους στους μεγάλους. Όσον αφορά την Τουρκία, είναι ο κ.Βενιζέλος που, σαν ικανός πολιτικός, επέβαλε τις πιο μεγάλες ελληνικές αξιώσεις» (Lamouche,”Histoire de la Turquie, Paris, 1922, σ.18).
[13] Α. Tekin, “Le Kemalisme”, Paris 1937, σ.2.
[14] «Histoire de la republique Turque-Devlet Bassimevi», Istanbul 1935, σ.39.
[15] Frangoulis, “La Grèce et la crise mondiale”, Paris 1926, σ.22.
[16] Βοζίκη Χ., «Αι απολογίαι των θυμάτων της 15/11/1922», Αθήναι 1924-5, σ.107. Πιπινέλη Π. «Περισσότερον φως», Αθήναι 1961, σσ.47-8.
[17] Μεταξά Ι., «Ιστορία του εθνικού διχασμού», Αθήναι 1935, σσ.364-370.
[18] Kiosseoglou Th. "L’ échange forcé des minorities d’apré s le traité de Lausanne", Nancy, Nancy, 1926, σ.68.
[19] Βεντήρη Γ., «Η Ελλάς 1910-1920», Αθήναι 1931, τ.Β’, σ.288.
[20] Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια- Περιοδικόν τόμ.1-6, Αθήναι,1927-1930.
[21] Nobert Elias, «Η Εξέλιξη του πολιτισμού», τ.Α’, σ.49.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Το ψεύτικο ρητό του Ισοκράτη για την «αυτοκαταστροφή της δημοκρατίας»


Παραθέτω από τον αγαπημένο μου Νίκο Σαραντάκο, χωρίς σχόλια:

Κάποια ελληνοαμερικάνικη οργάνωση μ’ έχει βάλει στον κατάλογο παραληπτών της και μου στέλνει (όχι μόνο σε μένα, βέβαια) ταχτικά μηνύματα, ως επί το πλείστον εθνικιστικά. Σήμερα, τέσσερις μέρες μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, πήρα από την οργάνωση αυτή ένα μήνυμα με τον ανορθόγραφο τίτλο «Τάδε έφει Ισοκράτης» και το εξής περιεχόμενο:

"Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται, διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία"

Κατά σύμπτωση, το ίδιο μήνυμα το είχα πάρει κι από μια εγχώρια ταχυδρομική λίστα, και απ' ό,τι είδα κυκλοφορεί πολύ στο Διαδίκτυο τις τελευταίες μέρες, με αφορμή την εξέγερση των παιδιών που τα έλεγαν αλήτες.

Δεν θα επεκταθώ στη γνώμη μου για τη δολοφονία και για όσα την ακολούθησαν. Θα ασχοληθώ με κάτι δευτερεύον, με το ρητό του Ισοκράτη, ή μάλλον με το δήθεν ρητό του Ισοκράτη που πλασάρουν αυτές τις μέρες πολλοί, άλλοι καλοπροαίρετοι και άλλοι ελλαδέμπορες. Πριν συνεχίσω, να ομολογήσω ότι το εύρημα δεν είναι δικό μου· ναι μεν εγώ είχα ψυλλιαστεί ότι η φράση «η δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται» ακούγεται πολύ μοντέρνα, αλλά πριν ανοίξω τα κιτάπια μου με πρόλαβε (εκμεταλλευόμενος και τη διαφορά της ώρας) ο φίλος Ηλίας από την Καλιφόρνια, που σ’ αυτόν ανήκει ο έπαινος.

Διότι, βλέπετε, ο Ισοκράτης δεν είπε αυτό που έβαλαν στο στόμα του οι πλασιέδες της ελληνοφροσύνης. Το απόσπασμα είναι από τον Αρεοπαγιτικό λόγο του και έχει στο πρωτότυπο ως εξής (ζητώ συγνώμη για το πολυτονικό):

"Οἱ γὰρ κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὴν πόλιν διοικοῦντες κατεστήσαντο πολιτείαν οὐκ ὀνόματι μὲν τῷ κοινοτάτῳ καὶ πραοτάτῳ προσαγορευομένην, ἐπὶ δὲ τῶν πράξεων οὐ τοιαύτην τοῖς ἐντυγχάνουσι φαινομένην, οὐδ' ἣ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπαίδευε τοὺς πολίτας ὥσθ' ἡγεῖσθαι τὴν μὲν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τὴν δὲ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τὴν δὲ παρρησίαν ἰσονομίαν, τὴν δ' ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν, ἀλλὰ μισοῦσα καὶ κολάζουσα τοὺς τοιούτους βελτίους καὶ σωφρονεστέρους ἅπαντας τοὺς πολίτας ἐποίησεν" [ΙΣΟΚΡ 7. Πίστις: §20. 20:76 "Η αξιοκρατική επιλογή των αρχόντων κατά το παρελθόν" [1].

Φυσικά, μετάφραση δεν μας χρειάζεται διότι όλοι εμείς οι Έλληνες την έχουμε μία και ενιαία και τρισχιλιετή. Επειδή όμως μπορεί να περάσει και κανείς αλλοδαπός που δεν μετέχει της ημετέρας παιδείας, μεταφράζω πρόχειρα το απόσπασμα:

Διότι εκείνοι που διοικούσαν την πόλη τότε (ενν. στην εποχή του Σόλωνα και του Κλεισθένη), δεν δημιούργησαν ένα πολίτευμα το οποίο μόνο κατ’ όνομα να θεωρείται το πιο φιλελεύθερο και το πιο πράο από όλα, ενώ στην πράξη να εμφανίζεται διαφορετικό σε όσους το ζουν· ούτε ένα πολίτευμα που να εκπαιδεύει τους πολίτες έτσι ώστε να θεωρούν δημοκρατία την ασυδοσία, ελευθερία την παρανομία, ισονομία την αναίδεια και ευδαιμονία την εξουσία του καθενός να κάνει ό,τι θέλει, αλλά ένα πολίτευμα το οποίο, δείχνοντας την απέχθειά του για όσους τα έκαναν αυτά και τιμωρώντας τους, έκανε όλους τους πολίτες καλύτερους και πιο μυαλωμένους.

Μ’ άλλα λόγια, ο Ισοκράτης δεν μίλησε για «δημοκρατία που αυτοκαταστρέφεται». Αυτό είναι προϊόν ερμηνείας, για να μην πω προϊόν φαντασίας. Όπως προϊόν φαντασίας, που καμιά σχέση δεν έχει με το πραγματικό ρητό του Ισοκράτη, είναι και η ατάκα ότι η δημοκρατία «κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας».
Για άλλη μια φορά, οι ελληναράδες χρησιμοποιούν τους αρχαίους όπως ο μεθυσμένος τον φανοστάτη: όχι για να φωτίσουν το δρόμο τους, αλλά για δεκανίκι που θα στηρίξει τα σαθρά τους επιχειρήματα.

Υστερόγραφο: Μόλις είχα αναρτήσει το κείμενο και μια καλή φίλη με διορθώνει· ο Ισοκράτης-μαϊμού δεν κυκλοφορεί απλώς στο Διαδίκτυο, παρά τον δημοσίευσε πρωτοσέλιδο, με κάτι γραμματάρες να, και μάλιστα σε μαύρο φόντο, μια υποτιθέμενη σοβαρή εφημερίδα σαν τον Ελεύθερο Τύπο.





για την αντιγραφή: doctor
___________________________
[1] Ο Αρεοπαγιτικός γράφηκε μετά το τέλος του Συμμαχικού πολέμου (357–355 π.Χ.), ο οποίος σήμανε τη διάλυση της Β´ Αθηναϊκής συμμαχίας. Σε αυτόν ο Ισοκράτης κάνει έκκληση προς τους συμπολίτες του για αναπροσαρμογή της πολιτικής τους στα εσωτερικά και εξωτερικά θέματα και επιστροφή στις πατροπαράδοτες αρχές διακυβέρνησης της πόλης.
Παραθέτω και άλλες δύο μεταφράσεις:
1) "Οι διοικούντες δηλαδή (Σόλων και Κλεισθένης) κατ' εκείνον τον χρόνον την πόλιν, δεν ίδρυσαν πολίτευμα ονομαζόμενον μεν δι' ονόματος κοινοτάτου και ωραιοτάτου, μη φαινόμενον δε εις την εφαρμογήν τοιούτον εις τους ζώντας κατ' αυτό, ουδέ ίδρυσαν τοιούτον πολίτευμα το οποίον κατά τέτοιον τρόπον εξεπαίδευε τους πολίτας, ώστε να θεωρούν την μεν ακολασίαν δημοκρατίαν, την δε παρανομίαν ελευθερίαν, την αυθάδειαν ισονομίαν, ευτυχίαν δε την άδειαν του να πράττη καθένας ταύτα, αλλ' ίδρυσαν πολίτευμα το οποίον με το να μισή και να τιμωρή τους τοιούτους έκαμνεν όλους τους πολίτας καλυτέρους και σωφρονεστέρους".
Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. 1949. Ισοκράτους Αρεοπαγιτικός, Περί Ειρήνης. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
2) "Εκείνοι λοιπόν που είχαν τη διοίκηση της πολιτείας κατά την παλαιότερη εποχή, εγκατέστησαν πολίτευμα που δεν είχε μόνον όνομα προσφιλέστατο σ' όλους και γλυκύτατο, ενώ στην πραγματικότητα δεν έδινε την εντύπωση αυτή στους πολιτευομένους και δεν προετοίμαζε τους πολίτας ώστε να θεωρούν την ακολασία δημοκρατία, την παρανομία ελευθερία, την αθυροστομία ισότητα δικαιωμάτων, ούτε τέλος την εξουσία να κάνουν όλα αυτά ευδαιμονία, αλλά πολίτευμα που παρέδιδε στο μίσος και στην τιμωρία τους ανθρώπους αυτού του είδους και που κατώρθωσε με τον τρόπο αυτό να κάμη όλους τους πολίτας καλύτερους και φρονιμώτερους".
Μτφρ. Α.Μ. Γεωργαντόπουλος, Μ. Πρωτοψάλτης & Ι. Ιωαννίδη–Φαληριώτη. [1939] χ.χ. Ισοκράτης. Λόγοι. ΙΙ, Αρεοπαγιτικός, Ευαγόρας, Ελένη, Πλαταϊκός, Περί του ζεύγους. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Για τον Αλέξη







Ένας φόνος.

Και μετά : ο θάνατος ενός παιδιού στον βωμό της τηλεθέασης, στην υπηρεσία της αντιπολίτευσης, άλλοθι για να καεί η Αθήνα, ευκαιρία για να ακούσουμε για άλλη μια φορά τα ίδια και τα ίδια.

Όσο για τις καταστροφές, πρέπει να καταλάβουμε κάτι: το 1/5 της κοινωνίας μας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας."Στην Ελλάδα, νοικοκυριό με ένα άτομο θεωρείται ότι βρίσκεται στα όρια της φτώχειας όταν το εισόδημά του σε ετήσια βάση δεν ξεπερνά τα 4.264 ευρώ" Πηγή: Ημερησία
Μετά τα χθεσινά, και ο πιο αφελής μπορεί να καταλάβει ότι όλες αυτές οι καταστροφές σε πολλές πόλεις στην Ελλάδα ήταν ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΙΣ, και δεν έγιναν όλες από τους γνωστούς 100-200 αναρχικούς που υπάρχουν μόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Έγιναν από νέα παιδιά που ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ επέλεξαν αυτόν τον τρόπο αντίδρασης.
Και μην μου πείτε ότι υπάρχει σοβαρός αναρχικός πυρήνας σε Λάρισα, Κοζάνη, Βέροια, Χανιά, ή Γιάννενα.Υπάρχουν νέοι άνθρωποι, 18-20 ετών, των οποίων οι γονείς έχασαν την δουλειά τους, και μετά η τράπεζα τους πήρε το σπίτι.
Πολλά από αυτά τα παιδιά, που ανήκουν στο αποκλεισμένο κομμάτι της κοινωνίας μας (υπολογίζεται στο 22%) κατέβηκαν χθες σε πολλές πόλεις με έναν σκοπό: να σπάσουν την τράπεζα που τους πήρε το σπίτι.
Υπάρχει ΠΡΟΒΛΗΜΑ στην χώρα μας και το οποίο θα μεγαλώσει σύντομα.
Ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας οδηγείται στον εξτρεμισμό διότι την ώρα που ζει στην φτώχεια και την ανέχεια, βλέπει λαμόγια γιατρούς, δικηγόρους, εφοριακούς, τελωνειακούς, εργαζόμενους σε πολεοδομίες, συμβολαιογράφους και τόσους άλλους να κάνουν μεγάλες περιουσίες με τα φακελάκια, με τα γρηγορόσημα, με τα λαδώματα.Βλέπει καλογέρους και μητροπολίτες να ζούνε μέσα στην χλιδή, με καταθέσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Βλέπει την πολιτική εξουσία βουτηγμένη στην διαφθορά και στα σκάνδαλα.
Μην ζητάτε λοιπόν από αυτό το καζάνι που βράζει να σεβαστεί την τράπεζα του Λάτση ή του Βγενόπουλου. Αυτό το καζάνι επίσης δεν έχει την ψυχραιμία και την νηφαλιότητα ώστε να διαχωρίσει τον Λάτση από το περίπτερο της κυρα Μαρίας.
Ένα κομμάτι της κοινωνίας πνίγεται, ασφυκτιά, πεινάει και υποφέρει.
Και αυτές οι καταφανείς αντιθέσεις, αυτή η λάθος κατανομή πλούτου (το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού (κάτοικοι Ευρώπης και ΗΠΑ) κατέχει περισσότερο από το 40% του παγκόσμιου πλούτου και το πλουσιότερο 10% κατέχει το 85% του παγκόσμιου πλούτου,συγχρόνως, το φτωχότερο 50% έχει στην κατοχή του σχεδόν μόλις το 1% του παγκόσμιου πλούτου) που όσο πάει θυμίζει την προεπαναστατική Γαλλία οδηγούν σε καταστάσεις μπροστά στις οποίες η χθεσινή θα χαρακτηριστεί ως παιδική χαρά.

Διαχωρίζω φυσικά την θέση μου από τους κατ'επάγγελμα κουκουλοφόρους ή τους πλιατσικολόγους. Ούτε βέβαια επικροτώ την βία. Απλώς προσπαθώ να την ερμηνεύσω όσον αφορά αυτά τα παιδιά που βγήκαν για πρώτη φορά στους δρόμους και έδρασαν κατ'αυτόν τον (σίγουρα λάθος) τρόπο.
Αν η επίσημη εξουσία θεωρεί ότι όλοι όσοι προξένησαν καταστροφές είναι κοινών αντιλήψεων και δεν καταφέρει να διαχωρίσει ένα μεγάλο τμήμα τους και να το "ακούσει", τότε φοβάμαι ότι οι γνωστοί-άγνωστοι θα βρούνε τεράστιο υλικό προς στρατολόγηση.

doctor


Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Ο διορατικός Ελ.Βενιζέλος


Και τι δεν έχει γραφτεί για την Μικρασιατική Εκστρατεία και την Μικρασιατική Καταστροφή. Φυσικά, εκ των υστέρων, κατόπιν εορτής. Οι κρίσεις όλων μας εύκολες και ανέξοδες διότι γίνονται μετά τα γεγονότα χωρίς κανένα ρίσκο αφού γνωρίζουμε το τι έγινε. Έτσι, πολλές αποφάσεις του Ελ. Βενιζέλου κρίνονται ως λάθος, ως δουλικές προς τις μεγάλες δυνάμεις, ακόμη και ως προδοτικές. Στο σημερινό θέμα θα ασχοληθούμε με τις κρίσεις του Βενιζέλου όσον αφορά την εξέλιξη των επιχειρήσεων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Το μεγάλο προβάδισμα του Βενιζέλου είναι ότι οι κρίσεις του γίνονται κατά την διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, εν μέσω των εξελίξεων και όχι μετά.
Πηγή του θέματός μας, ένα υπέροχο βιβλίο ενός λαμπρού ιστορικού, του Γιάννη Γιανουλόπουλου, καθηγητή νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με τίτλο «Η ευγενής μας τύφλωσις» [1].
Το Συνέδριο της Ειρήνης εγκαινίασε τις επίσημες εργασίες του τον Ιανουάριο του 1919 στο Παρίσι, με τη συμμετοχή 30, πολυμελών σε αρκετές περιπτώσεις, αντιπροσωπειών από ισάριθμα κράτη που συμμετείχαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την παρουσία, πολλών επίσης, εκπροσώπων εθνικών, μειονοτικών, θρησκευτικών, οικονομικών, και ποικίλλων άλλων συμφερόντων. Μέσα σε αυτό το πολύχρωμο πλήθος, ο Βενιζέλος φαίνεται ότι ανακάλυψε τον καλύτερο επικοινωνιακό εαυτό του. Με μια μοναδική για έλληνα πολιτικό ικανότητα να επιχειρηματολογεί και να πείθει, συνήθως, ή να μην πείθει, χωρίς όμως ποτέ να κουράζει ή να εξοργίζει το συνομιλητή του, με σαφείς αναφορές σε κοινά συμφέροντα ή επωφελείς για όλους ισορροπίες αντί της εμμονής στα γνωστά «ιστορικά δίκαια του ελληνισμού», με το να προβάλλει τεκμηριωμένες απόψεις και όχι συμπλέγματα, ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας κατόρθωσε πράγματι να μεγιστοποιήσει τα πλεονεκτήματα που ήδη διέθετε ως σύμμαχος των νικητών [2].
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Ειρήνης, αποφασίστηκε να ανατεθεί στις ελληνικές δυνάμεις η κατάληψη της Σμύρνης και της περιοχής της [3].
Η κατοχή της Σμύρνης δεν άρχισε με τους καλύτερους οιωνούς, εφόσον την ημέρα της αποβάσεως (2/15 Μαΐου 1919) κάποιοι έλληνες στρατιώτες –σύμφωνα με την έκθεση της Διασυμμαχικής Επιτροπής που συγκροτήθηκε για να εξετάσει τα έκτροπα- άνοιξαν πυρ εναντίον αόπλων τούρκων πολιτών και αιχμαλώτων [4].
Παρά την άμεση παρέμβαση του Βενιζέλου, που ζήτησε και πέτυχε τη δίκη και την εκτέλεση διά τυφεκισμού των αυτουργών (αντί της γνωστής μεθόδου συγκαλύψεως ευθυνών μέσω εσωτερικών διοικητικών ανακρίσεων από τις στρατιωτικές αρχές), τα επεισόδια αυτά, που ασφαλώς μεγαλοποιήθηκαν και έγιναν αντικείμενο συστηματικής εκμεταλλεύσεως, έβλαψαν σημαντικά την ελληνική υπόθεση [5].
O Βενιζέλος αντιμετώπισε με οργή τις προσπάθειες των στρατιωτικών να συγκαλύψουν τα όσα συνέβησαν [6].
Στις 18/31 Ιουλίου 1919, έγραφε από το Παρίσι προς τον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Διομήδη:
«Η θέσις μας εν Σμύρνη, από ημέρας εις ημέραν καθίσταται πολιτικώς επισφαλεστέρα… εκ των παρεκτροπών του στρατού μας. […] Εάν μη συνετισθώμεν και αν ιδίως οι στρατιωτικοί μας εν Σμύρνη δεν συνέλθουν εκ της μέθης εις ήν φαίνονται ευρισκόμενοι, και δεν προλάβουν πάσαν νέαν παρεκτροπήν… θα καταντήσωμεν να εξωσθώμεν εκ Σμύρνης, κακήν κακώς, εξηυτελισμένοι και τεταπεινωμένοι».
Ζητούσε δε από τον Α.Διομήδη να μεταβεί ο ίδιος στη Σμύρνη και να συναντήσει τον Λ.Παρασκευόπουλο για «να του κρούση, άνευ περιστροφών, τον κώδωνα του κινδύνου. Πρέπει να επιδιώξη με κάθε τρόπον να κάμη όλους τους στρατιωτικούς μας ν’αλλάξουν μυαλά. Βέβαια το πράγμα δεν είναι εύκολον. Αλλά είναι αναγκαίον» [7].
Μόνο που τον αγώνα για την συγκράτηση της κατάστασης ο Βενιζέλος τον είχε αναθέσει σε λάθος πρόσωπο, στον Αριστείδη Στεργιάδη. Έναν άνθρωπο μονόχνωτο, με ανεξέλεγκτες εκρήξεις οργής, που δεν διέθετε κανενός είδους διπλωματικότητα, η οποία ήταν απαραίτητη προκειμένου να επιβάλλει κανείς την τάξη στους εξημμένους επικεφαλής των Ελλήνων της Σμύρνης, χωρίς ταυτοχρόνως να τους προσβάλλει [8].

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος
στο Ελληνικό Στρατηγείο Χατζή Μπεϊλίκ, Ιούλιος 1913

Η πρόταση Βενιζέλου για σύμπτυξη του μετώπου και όχι για προέλαση προς τα βάθη της Μικράς Ασίας .

Την 1/11/1920 ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές και οι αντίπαλοί του κερδίζουν την εξουσία. Με την αποχώρηση του Βενιζέλου από το προσκήνιο, η Ελλάδα έχανε έναν αναντικατάστατο εκπρόσωπο στις σχέσεις της με τις νικήτριες δυνάμεις και τον μόνο έλληνα πολιτικό που διέθετε τον απαραίτητο ρεαλισμό, το κύρος, αλλά και το πολιτικό σθένος να αντιμετωπίσει την αδίστακτη και αδάπανη εθνοκαπηλεία και να προβεί σε χειρισμούς οι οποίοι θα συντελούσαν, ίσως, όχι στην ανέφικτη στρατιωτική νίκη, αλλά σε έναν βιώσιμο πολιτικό συμβιβασμό.
Έναν συμβιβασμό που θα μπορούσε να αποτρέψει την καταστροφή,ή, τουλάχιστον, να περιορίσει δραστικά την έκτασή της. Θορυβημένος από την κατάσταση του ελληνικού στρατού μετά την απομάκρυνση της εμπειροπόλεμης ηγεσίας του, τη συνεχιζόμενη απομόνωση της χώρας, και τις γαλλο-ιταλικές διαθέσεις αναθεώρησης της συνθήκης Ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Βενιζέλος, από το εξωτερικό που βρισκόταν, δήλωσε πρόθυμος να προσφέρει την πολιτική κάλυψη του κόμματός του για μια ριζική αλλαγή στρατηγικής:
την αμυντική σύμπτυξη του μετώπου στην ευρύτερη περιφέρεια της Σμύρνης, μια περιοχή αρκετά μεγαλύτερη από την αρχική ελληνική ζώνη, που θα απαιτούσε την παρουσία –μόνιμη όμως- τριών μεραρχιών (45.000 ανδρών).
Ο Βενιζέλος υπέβαλε ειδικό υπόμνημα για το θέμα αυτό προς την ελληνική κυβέρνηση (Παρίσι 17/30 Ιανουαρίου 1921) μέσω του Επιτετραμμένου της Ελλάδος στην γαλλική πρωτεύουσα. Το υπόμνημα αυτό δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα, στις 9 Φεβρουαρίου 1922, στην εφημερίδα «Αθήναι» [9].
Η αντιβενιζελική κυβέρνηση, ωστόσο, δεν αποδέχτηκε την πρόταση, αν και έβλεπε τις αυξανόμενες δυσκολίες της επιθετικής επιλογής [10].
Τόσο ο βασιλιάς Κωνσταντίνος όσο και ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος έδειχνε να ωθείται σε πολλές αποφάσεις του από μια συμπλεγματική σχεδόν διάθεση ανταγωνισμού προς τον Βενιζέλο, δεν ήταν δυνατόν να δεχθούν ότι αντιπροσώπευαν ένα καθεστώς μειωμένης ικανότητος σε σχέση με τον βενιζελισμό.
Αρνητικά όμως αντέδρασαν και όλοι σχεδόν οι συνεργάτες του Βενιζέλου στην Αθήνα.
Οι μεγάλες, έως τότε, διπλωματικές και στρατιωτικές επιτυχίες της χώρας, και η γνωστή, βραχυπρόθεσμα κερδοφόρος, ροπή του ελληνικού τύπου προς την πατριδεμπορία, είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα έντονου, και πέραν ενός σημείου αυτοτροφοδοτούμενου εθνικισμού, ελεύθερου από κάθε επαφή με την εξελισσόμενη πραγματικότητα, που δεν ήταν δυνατόν να ανασταλεί με λογικά επιχειρήματα. Και μάλιστα εξ αποστάσεως.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με την πρόταση Βενιζέλου συμφώνησε ο πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης, ο οποίος και παραιτήθηκε και την θέση του ανέλαβε ο Νικόλαος Καλογερόπουλος.

Ο Ελ. Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών, 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920

Η αντίθεση του Βενιζέλου στην απόφαση για την κατάληψη της Άγκυρας.

Η Συμμαχική Συνάντηση των Παρισίων, τον Ιούνιο του 1921, πρότεινε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Σμύρνη και την αντικατάστασή του από τοπική χωροφυλακή με ευρωπαίους αξιωματικούς, καθώς και την αποστρατικοποίηση της Ανατολικής Θράκης.
Η ελληνική πλευρά απάντησε αρνητικά και έτσι αναβλήθηκε η υποβολή των συμμαχικών προτάσεων στον Κεμάλ [11].
Ο Βενιζέλος, αντιθέτως, σε πολυσέλιδη επιστολή του από το Aix les Bains (3/16 Ιουλίου 1921) επέκρινε την αρνητική αντιμετώπιση του σχεδίου της Entente από την κυβερνητική πλειοψηφία, σημείωνε πως «το δυστύχημα είναι ότι ούτε οι Φιλελεύθεροι αντελήφθησαν εξ αρχής την αληθή κατάστασιν των πραγμάτων» και υπενθύμιζε την «προ τεσσάρων μηνών ατυχή στάσιν της ελληνικής κυβερνήσεως» η οποία «πτοηθείσα υπό της κοινής γνώμης», απέρριψε τις –ευνοϊκότερες σε σχέση με εκείνες του Ιουνίου- συμμαχικές προτάσεις της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου «και επανέλαβε τας επιχειρήσεις αίτινες επεδείνωσαν την θέσιν μας».
Η επιστολή του Βενιζέλου απευθυνόταν στο στρατηγό Π.Δαγκλή και δημοσιεύτηκε στον «Ελεύθερο Τύπο» του βενιζελικού Ανδρέα Καβαφάκη, στις 19 Σεπτεμβρίου 1921 [12].
Η μοιραία πορεία προς την Άγκυρα, ωστόσο, με τελικό σκοπό την «τελική νίκη» κατέληξε σε αποτυχία.
Οι ελληνικές δυνάμεις υποχώρησαν, με μεγάλες απώλειες, στην προκεχωρημένη γραμμή που είχαν κερδίσει. Είχαν χάσει όμως κάθε ελπίδα ότι θα κατόρθωναν να αναδειχθούν νικητές στον μικρασιατικό πόλεμο.
Με νέα επιστολή από την Bagneres de Luchon προς τον Π.Δαγκλή, στις 13 Αυγούστου 1921, ο Βενιζέλος εξηγούσε την απολύτως αρνητική του άποψη για την εκστρατεία της Άγκυρας. Ακόμη και αν ο ελληνικός στρατός κατόρθωνε να καταλάβει την πρωτεύουσα του Κεμάλ, αυτό, υποστήριζε ο Βενιζέλος, δεν θα οδηγούσε στο νικηφόρο για την Ελλάδα τέλος του πολέμου [13].
Λίγες μέρες μετά (22 Αυγούστου 1921), ο αντιστράτηγος Α.Παπούλας, Αρχηγός της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ήρθε να επιβεβαιώσει τον Βενιζέλο. Σε έκθεσή του προς τον υπουργό Στρατιωτικών και την κυβέρνηση για την κατάσταση του μετώπου, έγραφε:
«Η Στρατιά ούσα εν απολύτω αγνοία της εν γένει πολιτικής καταστάσεως δεν δύναται να κρίνη αν τα προσδοκώμενα εκ της καταλήψεως της Αγκύρας οφέλη είναι τοιαύτα από πολιτικής απόψεως ώστε να ριψοκινδυνεύση την αντί πάσης θυσίας, έστω και με κίνδυνον μιας ήττας και επομένως μιας αποτυχίας του όλου Μικρασιατικού ζητήματος μετάβασιν μέχρις εκεί, ή αν το μέχρι τούδε επιτευχθέν αποτέλεσμα είναι αρκετόν ώστε η Κυβέρνησις να επωφεληθή αυτού προς επιτυχήν διαπραγμάτευσιν» [14].

Ούτε ο Βενιζέλος όμως, αλλά ούτε και ο αρχηγός της στρατιάς της Μικράς Ασίας ελήφθησαν υπ’όψιν από τους αντιβενιζελικούς. Η πλήρης δραπέτευση από την πραγματικότητα ήταν γεγονός: χωρίς κανένα σχέδιο θα επιχειρούνταν η κατάληψη της Άγκυρας.
Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να έρθουν και οι συνέπειες για τον ελληνισμό της Ιωνίας γνωστές σε όλους.
Οι κρίσεις του Βενιζέλου, εν μέσω των εξελίξεων, έρχονται να αποδείξουν ότι η διορατικότητα και η οξύνοια αυτού του μεγάλου πολιτικού ήτανε πολύ μπροστά για την εποχή του. Τόσο μπροστά, που ο ελληνικός λαός στις εκλογές του 1920 δεν μπόρεσε να «δει» αυτό που έβλεπε ο Βενιζέλος. Το κατάλαβε δυστυχώς στην προκυμαία της Σμύρνης, όταν πλέον ήταν πολύ αργά.
doctor
______________________________________

[1] «Η ευγενής μας τύφλωσις», σσ.,249-288. Ο Γιάννης Γιανουλόπουλος αποφοίτησε το 1965 από τη Φιλοσοφική Σχολή (κατεύθυνση Ιστορίας και Αρχαιολογίας) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία και μέλος του Institute of Historical Research της Αγγλίας. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1979. Δίδαξε νεώτερη και σύγχρονη ιστορία, ελληνική και ευρωπαϊκή, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1979-1984). Από τον Σεπτέμβριο του 1984 διδάσκει τα ίδια και άλλα συναφή αντικείμενα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
[2] Ν.Petsalis-Diomidis, Greece at Paris Peace Conference 1919, Thessaloniki (Institute for Balkan Studies) 1978, σσ.109-16, 118-26,137-8. Μ.Llewellyn Smith, Greece in Asia Minor, σσ.66-7, 71-5. Harold Nicolson, Peace-making 1919, London (Constable) 1933, σσ.205, 208-9, 221. Μαζαράκης-Αινιάν, Αλέξανδρος, Ιστορική Μελέτη, 1821-1897 και ο πόλεμος του 1897 (μετά παραρτήματος 1898-1903), Αθήναι, 1950, σσ.244-5.
[3] Η «εντολή» της Entente είχε μεν σχέση με την «ασφάλεια των συμμαχικών δυνάμεων» (Άρθρο 7 της Συνθήκης του Μούδρου), αλλά τα συμφραζόμενα της αποφάσεως δεν άφηναν πολλές αμφιοβολίες –στην Αθήνα- ότι επρόκειτο για το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της ικανοποιήσεως των ελληνικών διεκδικήσεων. Paul Mantoux, Les deliberations du Conceil des Quatre, Paris (CNRS) 1955, vol.1, σσ.455-6,485-6,499. Κωνσταντίνος Θ.Ρέντης, Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος μετά την 1η Νοεμβρίου [1920], εν Αθήναις 1922, σσ.6-14. Το άρθρο 7 της Συνθήκης του Μούδρου προέβλεπε ότι «οι Σύμμαχες δυνάμεις [της Entente] έχουν το δικαίωμα να καταλαμβάνουν οποιοδήποτε στρατηγικό σημείο [της Οθωμανικής Επικράτειας] σε περίπτωση δημιουργίας καταστάσεως η οποία θα μπορούσε να απειλήσει την ασφάλειά τους.
[4] Το πλήρες κείμενο της Εκθέσεως, που συντάχθηκε μετά τριάντα έξι συνεδριάσεις της Ανακριτικής Επιτροπής, και εγκρίθηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο του Συνεδρίου Ειρήνης, στο DBFP, First-Series, vol II, No7, Appendix A’, σσ.237-58, και, ελληνικά (το κύριο μέρος της), στο Μιχαήλ Μ.Ροδάς, Η Ελλάδα στην Μικράν Ασία (1918-1922), Αθήναι, 1950, σσ.146-55, όπου και η (όχι ιδιαιτέρως πειστική) «αντέκθεση» του Αλ.Μαζαράκη (σ.155-64). Για την ίδια Έκθεση και τα θλιβερά γεγονότα που την προκάλεσαν, όχι μόνον εκείνα της Σμύρνης, αλλά και του Αϊδινίου (29-30 Μαΐου), βλ.μεταξύ πολλών άλλων, Victoria Solomonides, Greece in Asia Minor:The Greek Administration of the Vilayet of Aidin, 1919-1922, διδακτορική διατριβή, King’s College, University of London, 1984, σσ.53-64, 81-2. Αλ.Μαζαράκης, ό.π. σ.262, 263-5. Μ.Llewellyn Smith, ό.π. σσ.89-91. Arnold Toynbee, The Western Question in Greece and Turkey: A study in the contract of civilizations, London (Constable) 1922, σσ. 390-405.
[5] Αρκετά από τα δυσμενέστατα κύρια άρθρα, κείμενα ειδικών ανταποκριτών ή σχόλια για την ελληνική παρουσία στην Σμύρνη, είχαν ως αφορμή, στην Αγγλία τουλάχιστον, τις ερωτήσεις τις σχετικές με τη συμπεριφορά των ελληνικών στρατευμάτων και των εντόπιων χριστιανών, τόσο κατά την πρώτη, όσο και κατά τις αμέσως επόμενες ημέρες της «κατοχής», που υπέβαλαν βουλευτές του Συντηρητικού, κυρίως, κόμματος στη Βουλή των Κοινοτήτων [Hansard,1919, vol.117, cols.303-4, 741, 1133-4, Vol.118, cols.22, 794,886,948-9,1531-3. Vol.119, cols.29-30,565,2016-7. Vols 120-125. Manchester Guardian, May 21, June 7 (επιστολή Βενιζέλου), June 27, 1919. Times, May 28, June 3, 1919. Daily Express, May 31, June 2, 1919.
[6] Μετά από την «ανάκριση» που πραγματοποίησε ο υποστράτηγος Παναγιώτης Γαργαλίδης.
[7] N.Petsalis-Diomidis, ό.π., 223-5.
[8] Για τον ρόλο του Αριστείδη Στεργιάδη, ύπατου αρμοστή της Σμύρνης βλ: http://www.inarcadia.gr/news/arthra/istorika/arist-stergiadis.pdf
[9] Βλ.επίσης και Record by Mr.Nicolson of a Conversation with Mr.Venizelos, Paris, January 27,1921, (E1740/10/19).
[10] Μ.Llewellyn Smith, ό.π., σσ.183-4, 186.
[11] Lord Granville (Athens) to FO, No 363 tel., June 25, 1921, E7478/143/44 και Νο 408 tel.July 15,1921, E8171/143/44. Frangulis, A.-F., La Grece et la Crise mondiale, Paris, 1926, σσ.284-5. «Οι όροι αυτοί δεν ήσαν άξιοι περιφρονήσεως, αφού παρείχον [εις την Ελλάδαν] την ελπίδα να επιτύχη την σύμπραξιν των Μεγάλων Δυνάμεων εις περίπτωσιν αρνήσεως του Κεμάλ όπως δεχθή τους όρους τούτους» έγραφε, κατόπιν εορτής, Ο Κωνσταντίνος Ρέντης, ο μετά το κίνημα του 1922 (και πολλές φορές έκτοτε σε Φιλελεύθερα κυβερνητικά σχήματα) υπουργός Εξωτερικών, για να προσθέσει ότι «ατυχώς κατά την Συνέλευσιν της 1ης Ιουλίου [1921] , οπότε ο κ.Γούναρης κατέθεσε το κείμενον της συμμαχικής προτάσεως και της ελληνικής απαντήσεως, δεν εζητήθησαν εξηγήσεις παρά των μη κυβερνητικών ομάδων, αίτινες τουναντίον μάλιστα απεριφράστως ενέκριναν την αρνητικήν απάντησιν της Κυβερνήσεως» (Κ.Ρέντης, ό.π. σ.82). Με την εξόχως διακριτική διατύπωση «μη κυβερνητικές ομάδες», ο Ρέντης αναφερόταν στο κόμμα του, το κόμμα των Φιλελευθέρων, το οποίον, απόντος του ιδρυτή και αρχηγού του, φρόντιζε να υπερθεματίζει στα λεγόμενα «εθνικά θέματα».
[12] Εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», 19.9.1921, Π.Δαγκλής, Στρατηγός, Παναγιώτης Γ. Αναμνήσεις, Έγγραφα, Αλληλογραφία: Το Αρχείο του (επιμ.Ξ.Λευκοπατρίδης), 2 τ., Αθήναι (Βαγιονάκης) 1965, σ.405, 406-9.
[13] Και αυτή η επιστολή του Βενιζέλου δημοσιεύθηκε στον «Ελεύθερο Τύπο», στις 20.9.1921. Βλ. επίσης και Π.Δαγκλής, ό.π., σσ.410-2.
[14] «Έκθεση της Στρατιάς [Μικράς Ασίας] προς τον υπουργό Στρατιωτικών και την κυβέρνηση για την κατάσταση του μετώπου και την επιτακτική ανάγκη διακοπής των επιχειρήσεων προς Άγκυρα.22 Αυγούστου1921» . Συνετάχθη στο Στρατηγείον της Στρατιάς Μικράς Ασίας υπό του αρχηγού αυτής, Ανιστράτηγου Α.Παπούλα («ο πόλεμος στην Μικρά Ασία», «Η Ιστορία των Ελλήνων», εκδ.ΔΟΜΗ, τ.12, σσ.180-1.