Η πρώτη έκδοση, Μυτιλήνη 1931.
Πριν λίγο καιρό είχαμε ασχοληθεί σχετικά με το Πως το εθνικό συμφέρον αλλάζει την λογοτεχνία:Το 1922 και οι λογοτεχνικές αναθεωρήσεις . Εδώ και καιρό έψαχνα να βρω την πρώτη έκδοση (Μυτιλήνη, 1931) του βιβλίου του Ηλία Βενέζη [1] " Το Νούμερο 31328" [2] , πριν αυτή υποστεί από τον συγγραφέα διορθώσεις επί το ...ελληνοχριστιανικότερον (!). Τελικά το βρήκα χάρη στην κ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τομέα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης την οποία και ευχαριστώ θερμά για την δυνατότητα που μου έδωσε να διαβάσω την πρώτη αυτή σπάνια έκδοση, η οποία φυσικά δεν κυκλοφορεί πια.
Στην συζήτηση που ακολούθησε το ποστ που προανέφερα είχα αναφέρει: Σίγουρα ο κάθε συγγραφέας έχει κάθε δικαίωμα να τροποποιεί το κείμενό του, όπως έχει όμως κάθε δικαίωμα και ο αναγνώστης να κρίνει τις αλλαγές του κειμένου, και να βλέπει για ποιον λόγο έγιναν αυτές οι αλλαγές. Δεν απαιτούνται φυσικά μαντικές ικανότητες για να καταλάβει κανείς τι εξυπηρετούν οι αφαιρέσεις από το κείμενο που αφορούν τις βιαιοπραγίες του ελληνικού στρατού κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας. [...]Φυσικά το μεταπολεμικό και σίγουρα το μετεμφυλιακό σκηνικό υπαγόρευσε αν δεν επέβαλε αυτές τις αλλαγές προς ένα πιο ... εθνικόφρον παρόν με αναδρομική ισχύ.Οι αναφορές στις βιαιπραγίες του ελληνικού στρατού "ενοχλούσαν" τους εθνικόφρονες και δεν ήθελαν τίποτα γραπτό που να αφήνει τσάκιση στο καλοσιδερωμένο εθνικό προφίλ.
Κρίνουμε, ή μάλλον διαπιστώνουμε τους λόγους για τους οποίους οι συγγραφείς στις αναθεωρήσεις τους, πλάθουν -σε ευθυγράμμιση με την κυρίαρχη εθνικοφρονούσα ιδεολογία της εποχής τους- μέσα από τις αλλαγές αυτές και καλλιεργούν και αυτοί -κατ'εντολήν της εξουσίας- τα γνωστά στερεότυπα και δίπολα: οι καλοί έλληνες και οι κακοί τούρκοι.Και αυτό επιτυχγάνεται μόνον με αποσιωπήσεις των δικών μας βιαιοπραγιών.
Να σημειώσω κάτι. Δεν κατηγορώ τους συγγραφείς ως προδότες ή ως εθνικιστές.Δεν μπορώ να κρίνω τα δεδομένα της σκέψης τους ή να παρακολουθήσω την σκέψη τους σε σχέση με την εκάστοτε κοσμοθεωρία τους.Αυτό που βλέπω είναι ότι η αρχική διήγηση είναι η πραγματικότητα, ενώ οι επόμενες, προκειμένου να υπηρετήσουν άλλους σκοπούς, έχουν απομακρυνθεί από την πραγματικότητα, καλώς ή κακώς.Σήμερα, στην περίπτωση του βιβλίου του Βενέζη, το οποίο δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά αφήγηση πραγματικών γεγονότων, αν κάποιος σας πρότεινε ποια από τις πολλές εκδόσεις θα θέλατε να διαβάσετε, δεν θα επιλέγατε την πρώτη, την αυθεντική, την γνήσια, γνωρίζοντας ότι οι επόμενες έχουν "σάλτσες" και παραχαράξεις της αρχικής διήγησης;
Διάβασα με προσοχή την α' έκδοση. Έπειτα διάβασα για άλλη μια φορά και την τελευταία έκδοση και σημείωσα κάποιες χαρακτηριστικές αλλαγές που έκανε ο Ηλίας Βενέζης.
Ας τις δούμε λοιπόν:
1) "Οι παπάδες μας".Ο Ηλίας Βενέζης και οι σύντροφοί του είναι κλεισμένοι σε μία αποθήκη. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και οι τούρκοι βάζουν μέσα στην αποθήκη-φυλακή πολλούς παπάδες (γύρω στους 30).
*Έκδοση 1931, σ.76-77: "Ήταν ένα τεράστιο συγκρότημα από κοιλιές που πρόβαλαν στην αρχή.
Παραγεμισμένες, αξιοπρεπείς, άλλες γυμνές, στα φόρα, άλλες κρυμένες πίσω από τα λινά μακριά σώβρακα που ξεφτούσαν στα λασπωμένα ποδάρια. Ύστερα ήρθαν τα κεφάλια, μάτια, κοτσίδες, γένια, μαλλιά-κουβάρια σα να γύριζαν από καυγά. Και πίσω απ'όλα αυτά τον είδαμε, τον είδαμε. Ήταν ο Θεός.
- Μωρέ, οι παπάδες μας.
Ήταν καμιά τριανταριά, όλη η ιερή ομοσπονδία τ' Αϊβαλιού. Σε λιγοστούς μονάχα κυμάτιζαν κάτι απομεινάρια από ράσα. Ένα δυο διατηρούσαν ακόμα στραβά, εφέδικα, τσαλακωμένα απ' τα χτυπήματα, τα καλιμαύχια. Οι άλλοι ήταν ολόγυμνοι, με τις φανέλες και τα σώβρακα. Ρίχτηκαν χάμου και φώναζαν όλοι μαζί, επί παραγγελία.
Ύστερα μυρίσαν μιά τον αγέρα, άλλη μιά φυσήξαν τα ρουθούνια- ανθρωπινό κρέας μυρίζει, λέει ο δράκος- μωρέ παστό μυρίζει φωνάζουν και χυμούν τα ράσα.
Αρπούσαν τις σαρδέλες και τις κατεβάζαν μονοκόματα με τα λέπια, πίναν κουβαδιές νερό καί τα ξαναβάζαν μπρός.
Ύστερα, όποιος επρόλαβε τον κύριο είδε, χώναν μές τούς γυμνούς κόρφους τους αρμηρά, χουφτιές, χουφτιές, μην τύχει και τελέψουν.Ευλογία.
Μονάχα δυό, έτσι που πέσαν δεν μετακινήθηκαν. Μιά νέα, ήμερη αχαμνή μορφή που ρεζίλευε το είδος κ'ένας γέρος πάνου από εβδομήντα χρονώ".
*50η έκδοση, σ.112:
"Ήταν μιά πηχτή μάζα από κοιλιές που πρόβαλλαν στήν αρχή, άλλες γυμνές στα φόρα, άλλες κρυμμένες πίσω απ'τα λινά μακριά σώβρακα που ξεφτούσαν στα λασπωμένα ποδάρια. Ύστερα ήρθαν τα κεφάλια, μάτια, κοτσίδες, γένια, όλα μαλλιά κουβάρια σά νά γυρίζαν από καβγά.
- Μωρέ, οι παπάδες μας.
Ήταν καμιά τριανταριά, όλοι οι γέροντες του Αιβαλιού. Σε λιγοστούς μονάχα κυμάτιζαν κάτι απομεινάρια από ράσα. Ένα δυό διατηρούσαν ακόμα στραβά, τσαλακωμένα απ' τά χτυπήματα τά καλλιμαύχια. Οι άλλοι ήταν ολόγυμνοι, με τις φανέλες και τα σώβρακα.
Ρίχτηκαν χάμου και φωνάζαν όλοι μαζί απ'τους πόνους.
Ύστερα, σπρωγμένοι από την πείνα, χύθηκαν στα παστά. Αρπούσαν τις σαρδέλες και τις κατεβάζαν μονοκόμματες με τα λέπια, πίναν κουβαδιές νερό, πάλι, πάλι.
Μονάχα δυό, έτσι που πέσαν, δέ μετασάλεψαν: μιά νέα, ήμερη, αχαμνή φωνή, κ'ένας γέροντας πάνου από εβδομήντα χρονώ".
Στο Νούμερο εντυπωσιάζει πράγματι η βιαιότητα με την οποία ο συγγραφέας καταφέρεται εναντίον της θρησκείας και της εκκλησίας το 1945, αν και οι ειρωνικές αποστροφές προς τον Θεό διατηρούνται, ο αντικληρικαλισμός έχει αισθητά υποχωρήσει [3].

Αριστερά, η 50η έκδοση, δεξιά η πρώτη, του 1931.
2) Το Συνεργείο Αντιποίνων.
Ο Βενέζης επίσης προχωρά στην αφαίρεση του κομματιού που αναφέρεται σε ελληνικά αντίποινα με οργανωμένη μορφή, σε ένα "Συνεργείο Αντιποίνων".
Τα αποτρόπαια βασανιστήρια, στα οποία κάποιοι Έλληνες υπέβαλλαν τους αντιπάλους τους, σβήνονται σιγά σιγά από έκδοση σε έκδοση.
Τις αλλαγές αυτές όσον αφορά τα αντίποινα και την εικόνα του κλήρου τις έχει επισημάνει και ο Ρένος Αποστολίδης, περ. Τα νέα ελληνικά, τχ.5 (Μάιος 1952), σ.388, και Κριτική του μεταπολέμου, Αθήνα 1962, σ.16-17.
Ο Ρένος Αποστολίδης, θεωρώντας ότι οι αλλαγές αυτές έγιναν στην γ' εκδ. του 1952 (έχουν γίνει όμως ήδη το 1945), κατηγορεί τον Βενέζη ότι τροποποιεί το έργο του, προκειμένου να γίνει δεκτός στην Ακαδημία Αθηνών[4].
*Έκδοση 1931, σ.62-63:
"Στην κατοχή, όξω απ' τήν Πέργαμο βρέθηκαν τα πτώματα, καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι και πεταλωμένοι.
Ύστερα πήγε εκεί το 4ο Σύνταγμα.
Έγινε ένα "Συνεργείο Αντιποίνων".
Τοποθετήθηκε ένα νέο παιδί, Μυτιληνιός.
Ήταν μάνα.
Σκαρφίζουνταν ένα σωρό πράγματα: Το κρανίο κόβεται σιγά-σιγά με το πριόνι, έναν κύκλο γύρω, τα χέρια λιανίζουνται με μιά βαριά, δύο μάτια βγαίνουν εύκολα με ό,τι να'ναι.
Οι εχτροί κουβανιούνταν στην παράγκα του Συνεργείου, βλέπαν και περιμέναν σειρά".
*50η Έκδοση, σ.95: "Τον καιρό της ελληνικής κατοχής βρέθηκαν όξω απ' τήν Πέργαμο τά πτώματα -καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι από τους Τούρκους και πεταλωμένοι. Ύστερα πήγε εκεί το 4ο ελληνικό σύνταγμα. Γινήκανε, τότες, αντίποινα πολλά".
3) Ο Θεός Νο 2.
Ένας παπάς -συγκρατούμενος- εποφθαλμιά το παπούτσι του Η.Βενέζη:
*Έκδοση 1931, σ.91: "Ένας παπάς κοντά μου προσέχει τή μοναδική μεγάλη παπούτσα που έχω αφήσει εκεί δίπλα να στεγνώσει.
- Που είναι το ταίρι; με ρωτά.
Δεν απαντώ.
- Το ταίρι; Α, τόχε τ' άλλο το παιδί, λέει ο διπλανός μου [5].
- Α, αυτό που απόμεινε;
-Ναι, αυτό.
-Δε σου είναι μεγάλο; με ρωτά ο Θεός νο 2, κοιτάζοντας με βουλιμία το παπούτσι.
Τσιμουδιά.
Ο Θεός το παίρνει, το βάζει, το δοκιμάζει, του έρχεται ίσα-ίσα.
-Μου το δίνεις παιδάκι; Τι σου χρειάζεται;
Κουνώ τους ώμους αδιάφορα. Τι μου χρειάζεται;
-Θα δέομαι για κείνον, λέει ο Θεός κ'είναι χαρούμενος".
*50η Έκδοση, σ.130:
"[...] - Δεν σου είναι μεγάλο; με ρωτά πάλι ο παπάς[...].
[...] Ο παπάς το παίρνει[...]
[...] -Θα δέομαι για κείνον, λέει, κ'είναι χαρούμενος".
4) Ο εχθρός έλληνας.
*Έκδοση 1931,σ.103: "Γιατί ο τόπος, κει κατά τ'Αρμένικα, ήταν καμένος απ' τόν εχτρό που είχε φύγει".
*50ή Έκδοση,σ.145: "Γιατί ο τόπος, εκεί κατά τ' Αρμένικα, ήταν καμένος από τον Έλληνα που είχε φύγει".
5) Η πατρίδα του Μπακιρλή-εφέ.
*Έκδοση 1931, σ.123: "Το Μπακίρ-κιοϊ είνε ίσαμε μιά ώρα απ'το Κιρκαγάτς. Αυτό τ'όνομα το τρέμαμε. Ήταν η πατρίδα του Μπακιρλή-εφέ. Αυτός τον καιρό που ο στρατός μας κρατούσε στην Ανατολή στάθηκε ένα αληθινό παλληκάρι. Δεν έσκυψε, πήρε το βουνό και πολεμούσε. Οι δικοί μας τότες τον τρέμαν. Μιά νύχτα πατήσαν το χωριό και τόν γυρεύαν. Δεν τον βρήκαν. Του σκοτώσαν τη μητέρα του και την αρρεβωνιαστικιά.
Αυτήν μάλιστα λέγαν πως την κάψαν ζωντανή μες το σπίτι που βάλαν μπουρλότο".
Στην 50η έκδοση,σ.169, η τελευταία πρόταση απαλείφεται ("Αυτή μάλιστα ... μπουρλότο").
6) Η προσευχή των κρατουμένων.
*Έκδοση 1931, σ.201:
"Σα γυρίσαμε στα κουβούσια πλυθήκαμε.
Ύστερα ήρθε η σειρά της προσευχής.
- Α στο διάολο, να τελειώνουμε λοιπόν".
Στην 50η έκδοση,σ.266, η τελευταία πρόταση("Ά στο διάολο...) απαλείφεται .
Λίγες σελίδες μετά (έκδοση 1931, σ.217):
"-Σηκωθείτε! Σηκωθείτε!
-Τι είναι πάλι;
-Προσευχή!
Το προφέρνουν στον ίδιο τόνο, όπως κάποτες το: "οντουνά".
- Προσευχή!
Οι σκλάβοι βλαστημούν, σηκώνουνται, χασμουριένται, τεντώνουν τα χέρια τους να ξεμουδιάσουν και κουνιούνται προς το κέντρο του στρατοπέδου:
- Ά, στο διάολο!"
Στην 50η έκδοση, η φράση "Α, στο διάολο" απαλείφεται.
7) Η "Αγία Ζώνη" που έγινε "Ναβουχοδονόσορ".
*Έκδοση 1931,σ.217: "Στο στρατόπεδο έχουμε μαζέψει πολλά σκυλιά. Οι σκλάβοι τα κουβαλήσαν απ' όξω απ' τα χωράφια που δουλεύαν. Είναι μια τρυφερότητα μες την τραχιά ζωή τους. Τα πιο πολλά είναι αχαμνά -τρων ό,τι περισσεύει. Έχω και γω ένα. Ένα κοπρόσκυλο. Το λέμε "η Αγία Ζώνη". Γιατί; Έτσι: Γιατί εγώ είμαι το Νο 31328;".
Στις επόμενες εκδόσεις , το κοπρόσκυλο ξαναβαφτίζεται σε ... "Ναβουχοδονόσορ":
"[...] Έχω κ'εγώ ένα. Ένα κοπρόσκυλο. Το λέμε Ναβουχοδονόσορ" (50η έκδοση, σ.288) .
Η ίδια μετονομασία γίνεται και στην 316 σελ. (50η έκδοση) που διορθώνει την "Αγία Ζώνη" της σελ. 241 της α' έκδοσης.
Επίλογος: Η αλλαγή σε ένα λογοτεχνικό κείμενο με γνώμονα το εθνικό συμφέρον είναι δικαίωμα του συγγραφέα, όμως η περίπτωση του Ηλία Βενέζη είναι εντελώς διαφορετική. Ο Βενέζης αλλάζει και αναθεωρεί τα ίδια τα βιώματά του, παραχαράσσει και αλλοιώνει τον ίδιο του τον εαυτό και τούτο είναι πολύ τραγικό (με την αρχαιοελλληνική έννοια της λέξης).
Κανείς δεν θα μάθει αν ο Βενέζης εξαναγκάστηκε γι'αυτές τις αλλαγές προκειμένου να κερδίσει μια θέση στην Ακαδημία των Αθηνών στο μετεμφυλιακό κράτος, ούτε αν αυτές οι αλλαγές ήταν μια δήλωση μετανοίας.
doctor
_____________________________________________________
[1] Βενέζης (1904 - 1973). Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, γιος του Μιχαήλ Δ. Μέλλου και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα. Είχε έξι αδέρφια. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του και μια αδερφή του αποκλείστηκαν στη Μικρά Ασία και η υπόλοιπη οικογένεια κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου ο συγγραφέας γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψαν όλοι στο Αϊβαλί (είχε προηγηθεί η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία), εκτός από την Άρτεμη, κόρη της οικογένειας, που πέθανε από επιδημία ισπανικής γρίππης στη Μυτιλήνη. Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους τούρκους και υπηρέτησε στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για δεκατέσσερις μήνες. Αφέθηκε ελεύθερος το 1923 και επέστρεψε στη Λέσβο για να βρει την οικογένειά του. Εκεί εργάστηκε αρχικά στο Πλωμάρι ως υπάλληλος της Διευθύνσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στις τράπεζες Εθνική και Ελλάδος. Μετά από μετάθεσή του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως το 1957. Το 1938 παντρεύτηκε την Σταυρίτσα Μολυβιάτη με καταγωγή από το Αϊβαλί, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Άννα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Απελευθερώθηκε εικοσιτρείς μέρες αργότερα μετά από εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής. Πέθανε στην Αθήνα μετά από πολύχρονη και επώδυνη ασθένεια. Γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου (1950-1952) και διοικητικός διευθυντής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του (1964-1967), ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1950), συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1966), πρόεδρος του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1963-1966) και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (1966-1970), ο Ηλίας Βενέζης εκλέχτηκε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1957), θέση από την οποία ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Ο Λόγος. Το 1927 βραβεύτηκε από το περιοδικό Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος και αργότερα δημοσίευσε σε συνέχειες την πρώτη μορφή του εμπνευσμένου από την εμπειρία του στα τάγματα της Ανατολής έργου του Το νούμερο 31328, που εκδόθηκε το 1931. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Γαλήνη, Αιολική γη, Έξοδος και Ωκεανός, που κινούνται όλα, όπως και το πρώτο του στα πλαίσια του ντοκουμέντου, με σαφείς επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα. Ολοκλήρωσε επίσης διηγήματα, ιστορικές μελέτες, οδοιπορικά και το θεατρικό έργο Μπλοκ C, που πρωτοπαραστάθηκε το 1945 από το θίασο του Πέλου Κατσέλη. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1949 μετά από πρόσκληση του State Department περιόδευσε στις Η.Π.Α., όπου πραγματοποίησε διαλέξεις και συνεντεύξεις. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1940 για τη Γαλήνη). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ηλία Βενέζη βλ. Αθανασόπουλος Βαγγέλης, «Χρονολόγιο Ηλία Βενέζη (1904-1973)», Διαβάζω 337, 8/6/1994, σ.38-44, Αργυρίου Αλεξ., «Βενέζης Ηλίας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Γιαλουράκης Μανώλης, «Βενέζης Ηλίας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Στεργιόπουλος Κώστας, «Ηλίας Βενέζης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Β΄, σ.334-376. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
[2] Tο Nούμερο 31328 είναι η ίδια η ταυτότητα του συγγραφέα, τότε που παιδί δεκαοκτώ χρόνων οδηγήθηκε από τους Tούρκους στα κάτεργα της Aνατολής. Tο βιβλίο είναι ένα συγκλονιστικό χρονικό «γραμμένο με αίμα», όπως επεσήμανε ο Bενέζης, προσθέτοντας: «Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του». στην αρχική του μορφή γράφτηκε το 1924 και ξαναδουλεύτηκε το 1931, οπότε εκδόθηκε για πρώτη φορά. H επιτυχία που σημείωσε τότε ήταν τεράστια, ακόμα και έξω από τον ελληνικό χώρο. http://www.hestia.gr/estia_books.asp?titlos=1-04-091
[3] Αγγέλα Καστρινάκη, "Ο Ελληνικός Κόσμος Ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση 1453-1981" Α' τόμος, σελ. 165-174.
[4] Αγγέλα Καστρινάκη, ο.π.
[5] Πρόκειται για τον Αργύρη, τον φίλο του Ηλία Βενέζη, το τραγικό τέλος του οποίου περιγράφεται εδώ: http://dimitrisdoctor.blogspot.com/2008/04/blog-post.html