Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Όλα είναι δρόμος



Έρχονται στιγμές που σου περνάνε από το μυαλό τέτοιες σκέψεις. Ίσως η συγκλονιστικότερη στιγμή του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου, από την ταινία "όλα είναι δρόμος" του Παντελή Βούλγαρη.
Αφιερωμένο στον φίλο blogger resident.

doctor

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Αρβανίτικα, η γλώσσα της ντροπής (μέρος δεύτερο)


Theodoros P. Vryzakis, The Camp of Karaiskakis in Kastela (Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλα), 1855 National Gallery and Alexander Soutsos Museum , Athens Greece

Από το βιβλίο του Eric Hobsbawm, "Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα"[1]:

«Καθώς οι άνθρωποι από διαφορετικές χώρες έρχονταν όλο και περισσότερο σε επαφή μεταξύ τους και η αυτάρκεια του χωριού διαβρώθηκε, το πρόβλημα της εξεύρεσης μιας κοινής γλώσσας για επικοινωνία έγινε σοβαρό-λιγότερο για τις γυναίκες, που ήταν κλεισμένες σε ένα περιορισμένο περιβάλλον, και ακόμα λιγότερο για εκείνες που καλλιεργούσαν χωράφια ή έτρεφαν ζώα- και ο ευκολότερος τρόπος για να λυθεί ήταν να μάθουν αρκετά την εθνική γλώσσα για να τα βγάζουν πέρα.
Τόσο περισσότερο μάλλον καθώς οι δύο μεγάλοι θεσμοί της μαζικής εκπαίδευσης, τα δημοτικό σχολείο και ο στρατός, έφεραν κάποια γνώση από την επίσημη γλώσσα μέσα σε κάθε σπίτι. Εκείνες οι γλώσσες που είχαν καθαρά τοπική ή κοινωνικά περιορισμένη χρήση έπρεπε να υποχωρήσουν στις γλώσσες με ευρύτερη χρήση, και αυτό δεν μας εκπλήσσει, ούτε υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι παρόμοιες γλωσσικές αλλαγές και προσαρμογές συνάντησαν κάποια αντίσταση εκ των κάτω. Έτσι ανάμεσα σε δύο γλώσσες, η μία που είχε ευρύτερη χρήση, είχε συντριπτικά και αποδεδειγμένα πλεονεκτήματα, και δεν φαινόταν να έχει μειονεκτήματα, στο βαθμό που δεν υπήρχε απολύτως τίποτα που θα εμπόδιζε τη χρήση της μητρικής γλώσσας ανάμεσα σε μονόγλωσσους. Όμως, ο μονόγλωσσος άνθρωπος της Βρετάνης ήταν αβοήθητος έξω από τη γενέτειρά του και τις παραδοσιακές του ασχολίες. Σε κάποιον άλλον τόπο, αυτός ή αυτή ήταν κάτι το ελάχιστα καλύτερο από ένα βουβό ζώο: ένα βουβό σύμπλεγμα από μύες. Από την άποψη των φτωχών ανδρών που έψαχναν για δουλειά και βελτίωση της ζωής τους σε έναν σύγχρονο κόσμο, δεν υπήρχε τίποτε το μεμπτό όταν οι χωριάτες μετατρέπονταν σε Γάλλους ή Πολωνούς και όταν οι Ιταλοί στο Σικάγο μάθαιναν αγγλικά και επιθυμούσαν να γίνουν Αμερικανοί.
Αν τα πλεονεκτήματα της γνώσης μιας μη-τοπικής γλώσσας ήταν φανερά, εκείνα που προσέφερε η γνώση της γραφής και της ανάγνωσης μιας γλώσσας ευρύτερης εμβέλειας, και ειδικά μιας παγκόσμιας γλώσσας, ήταν ακόμα πιο αναμφισβήτητα. Η έντονη προσπάθεια, όπως αυτή που υπάρχει στην Λατινική Αμερική για να γίνεται η εκπαίδευση στις καθομιλούμενες ινδιάνικες γλώσσες που δεν διαθέτουν γραπτή γλώσσα δεν προέρχεται από τους ινδιάνους αλλά από αυτόχθονες διανοούμενους. Με το να είσαι μονόγλωσσος είσαι εξ ορισμού περιορισμένος, εκτός και αν η τοπική σου γλώσσα συμβαίνει να είναι μια de facto παγκόσμια γλώσσα. Τα πλεονεκτήματα της γνώσεως της γαλλικής γλώσσας ήταν τέτοια ώστε το Βέλγιο, μεταξύ του 1846 και του 1910, πολλοί περισσότεροι γηγενείς που μιλούσαν φλαμανδικά έγιναν δίγλωσσοι από όσους γαλλόφωνους μπήκαν στον κόπο να μάθουν φλαμανδικά. [2]
Η παρακμή των τοπικών ή μικρής εμβέλειας γλωσσών που υπήρχαν στο περιθώριο των μεγάλων γλωσσών, δεν εξηγείται αναγκαστικά και μόνον από την υπόθεση της εθνικής γλωσσικής καταπίεσης. Αντιθέτως αξιοσημείωτες και συστηματικές προσπάθειες που έχουν γίνει για να τις διατηρήσουν, συχνά πάση θυσία, δεν έχουν καταφέρει τίποτα περισσότερο από το να επιβραδύνουν την υποχώρηση γλωσσών όπως η σορβική, η ραιτορομανική ή η σκοτική γαελική. Παρά τις πικρές αναμνήσεις των διανοούμενων στους οποίους παιδαγωγοί χωρίς φαντασία τους είχαν απαγορεύσει να χρησιμοποιούν την τοπική τους διάλεκτο ή γλώσσα στις αίθουσες των σχολείων όπου τα μαθήματα γίνονταν στην αγγλική ή γαλλική γλώσσα, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι οι γονείς των μαθητών στο σύνολό τους θα είχαν προτιμήσει μια εκπαίδευση αποκλειστικά στη δική τους γλώσσα. Φυσικά, η υποχρέωση να εκπαιδεύονται αποκλειστικά σε μιαν άλλη γλώσσα περιορισμένης εμβέλειας –π.χ. στην ρουμανική παρά στην βουλγαρική- ίσως να συναντούσε μεγαλύτερη αντίσταση».

Στο παραπάνω απόσπασμα του Hobsbawm, βλέπουμε ότι το ζήτημα της σταδιακής απομάκρυνσης των αρβανιτών από την γλώσσα τους εντάσσεται (έστω και με αρκετή καθυστέρηση) στην μετεξέλιξη του εθνικισμού που συντελέστηκε στην Ευρώπη από το 1870 μέχρι την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1918). Οι αρβανίτες εξ αρχής γνώριζαν ότι η ελληνική γλώσσα προσφέρει περισσότερους δρόμους και διεξόδους όσον αφορά την κοινωνική ανέλιξη της κοινωνίας τους, γι’αυτό και οι ίδιοι επεδίωξαν με πάθος να σπουδάσουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία, και περιόρισαν την γλωσσική τους ιδιαιτερότητα στο σπίτι και στις μεταξύ τους συνεννοήσεις [3].
Η απαγόρευση των αρβανιτών μαθητών να μιλάνε την γλώσσα τους στα ελληνικά σχολεία, ειδικά την περίοδο μετά τον εμφύλιο θα πρέπει να ενταχθεί στην γενική λειτουργία του μετεμφυλιακού κράτους, το οποίο ήταν μισαλλόδοξο και φανατικό, πλήρως ενταγμένο στον έναν πόλο του «Ψυχρού Πολέμου», αυτόν της Δύσης. Έτσι, όλοι οι έλληνες πολίτες περνάγανε από την προκρούστεια κλίνη του και όποιος δεν ταίριαζε έχρηζε διόρθωσης και αν δεν ήθελε ήτανε απόβλητος. Οι έλληνες κομμουνιστές χαρακτηριζόταν ως μιάσματα και εαμοβούλγαροι και ως επικίνδυνοι εθνικά και γι’αυτό και το κράτος τους φυλάκιζε ή τους εξόριζε.
Η αυστηρότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος επέβαλε σε όλους (πλην της μουσουλμανικής κοινότητας που προστατευόταν από την Συνθήκη της Λοζάνης) τους έλληνες πολίτες να ομιλούν μία γλώσσα [4].
Οι μόνοι που αντέδρασαν σθεναρά ήταν οι σλαβομακεδόνες, πολλοί εκ των οποίων, αργά αλλά σταθερά, ανέπτυξαν ιδιαίτερη εθνική συνείδηση. Οι αρβανίτες δεν δημιούργησαν κανένα πρόβλημα και ουδέποτε (ούτε και σήμερα που η δημοκρατία έχει αποκατασταθεί πλήρως) έχουν ζητήσει επίσημα να διδάσκονται στα παιδιά τους τα αρβανίτικα, ούτε καν ως ξένη γλώσσα. Όσον αφορά την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων:«ποτέ για τους αρβανίτες δεν γεννήθηκε θέμα μεταφράσεως των ιερών κειμένων, πράγμα σημαντικώτατο αν λάβει κανείς υπόψη την μεγίστη σημασία της θρησκείας και την βαθύτατη χριστιανική τους πίστη». [5]
Έτσι, σταδιακά και έπειτα από συνειδητή επιλογή, οι αρβανίτες ταυτίστηκαν και γλωσσικά με τους ελληνόφωνους συμπατριώτες τους. Περιπτώσεις άσκησης σωματικής βίας από τους δασκάλους υπήρξαν και μάλιστα ο πατέρας του γράφοντος έφαγε αρκετό ξύλο στο Δημοτικό Σχολείο για να μην συνομιλεί με τους συμμαθητές του στα αρβανίτικα. Βέβαια τα χρόνια εκείνα (1950-1955) αλλά και αρκετά μετά, η άσκηση σωματικής βίας εκ μέρους των δασκάλων και σε βάρος των μαθητών ήταν κοινή και νόμιμη διδασκαλική/παιδαγωγική πρακτική, πλήρως αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία, και είχε ως αποδέκτες όλους ανεξαιρέτως τους έλληνες μαθητές, συχνάκις «δι’ασήμαντον αφορμήν», οπότε τα φαινόμενα βίας και αυταρχισμού εκ μέρους των διδασκόντων είχαν να κάνουν με το τότε εφαρμοζόμενο σύστημα παιδείας το οποίο αποσκοπούσε να πλάσει έναν συγκεκριμένο τύπο έλληνα: ελληνόφωνο, Δεξιό, υπερπατριώτη, θρήσκο και φιλήσυχο οικογενειάρχη.
Έστω και ένα μόνο συστατικό να έλειπε από τον μαθητή (ή τον φαντάρο πιο μετά) έπιπτε ράβδος…
Προς εμπέδωση της διαμόρφωσης αυτής της ταυτότητας, υπήρχαν (και υπάρχουν) οι σχολικές παρελάσεις ως μικρογραφία μιας κοινωνίας σε πόλεμο, οι υποχρεωτικοί εκκλησιασμοί τις Κυριακές και όχι μόνο, το ομοιόμορφο ντύσιμο που θυμίζει στρατώνα, η συμμετοχή μαθητών σε κηδείες φονευθέντων από τους κομμουνιστές κ.λπ.
Τελειώνοντας, παραθέτω σχετικά με τα αρβανίτικα μία πολύ μεστή δήλωση του κ.Χριστόπουλου, Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου και Πολιτειολογίας του ΑΠΘ:

«[…] στο βαθμό που δεν υπάρχει κανενός είδους διεκδίκηση από τον πληθυσμό (σ.σ. αναφέρεται στους αρβανίτες) να διατηρήσει την γλωσσική του ταυτότητα, δεν μπαίνει θέμα από πλευράς αρχών να επέμβουν θετικά σε ό,τι αφορά τη διατήρηση, ανεξάρτητα από το ότι έως τώρα οι αρχές αντιμετώπιζαν με αρνητισμό, εχθρότητα και απαξία το ζήτημα της γλώσσας. Έτσι λοιπόν πιστοποιήσαμε πως σε ό,τι αφορά τους Αρβανίτες, το μόνο αντικείμενο εξέτασης είναι η γλώσσα, σαν ένα εμπειρικά εντοπίσιμο κοινωνικό μέγεθος. Δεν είναι τα υποκείμενα, δεν είναι οι φορείς της γλώσσας, διότι αυτοί ποτέ δεν έδειξαν την θέληση να ασχοληθούν με τη διάδοσή της ή την προστασία της».[6]

doctor

__________________________________________________

[1] Eric Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, σσ.163-5.
Ο E.J. Hobsbawm γεννήθηκε στης Αλεξάνδρεια το 1917, από πατέρα βρετανό πολωνικής καταγωγής και μητέρα αυστριακή εβραϊκής καταγωγής, και σπούδασε στη Βιέννη, το Βερολίνο, το Λονδίνο και το Καίμπριτζ. Είναι μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών, επίτιμο μέλος του King's College στο Καίμπριτζ και επίτιμος διδάκτωρ πολλών πανεπιστημίων σε αρκετές χώρες. Δίδαξε ως τη συνταξιοδότησή του στο Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου -ένα περιβάλλον/ έμπνευση και κίνητρο για το ιστορικό του έργο, ομολογεί ο ίδιος- και κατόπιν στο New School for Social Research της Νέας Υόρκης. Εκτός από τα διάσημα βιβλία του "The Age of Revolution, 1789-1848" ("Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848", μτφρ. Μαριέτα Οικονομοπούλου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.), "The Age of Capital, 1848-1875" ("Η εποχή του κεφαλαίου, 1848-1875", μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.), "The Age of Empire, 1875-1914" ("Η εποχή των αυτοκρατοριών, 1875-1914", μτφρ. Κωστούλα Σκλαβενίτη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.) και "Age of Extremes: The Short Twentieth Century 1914-1991" ("Η εποχή των άκρων: ο σύντομος 20ος αιώνας 1914-1991", μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης, εκδ. Θεμέλιο), έχει συγγράψει και τα βιβλία: "Primitive Rebels", "Labouring Man and Worlds of Labour", "Industry and Empire", "Nations and Nationalism Since 1780", "The Invention of Tradition" ("Η επινόηση της παράδοσης", μτφρ. Θανάσης Αθανασίου, εκδ. Θεμέλιο), "The Jazz Scene" ("Η σκηνή της τζαζ", μτφρ. Τάκης Τσήρος, εκδ. Εξάντας), "Uncommon People" ("Ξεχωριστοί άνθρωποι", μτφρ. Παρασκευάς Ματάλας, εκδ. Θεμέλιο), "Bandits" ("Ληστές") και "Globalisation, Democracy and Terrorism" ("Παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και τρομοκρατία", μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, εκδ. Θεμέλιο), τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, καθώς και την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφία του "Interesting Times: A Twentieth-century Life" ("Συναρπαστικά χρόνια: μια ζωή στον 20ο αιώνα", μτφρ. Σταματίνα Μανδηλαρά, εκδ. Θεμέλιο).
[2] A.Zolberg, “The making of Flemings and Walloons:Belgium 1830-1914”, (Journal of Interdisciplinary History, V/2 1974), σσ.210-5.
[3] Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα αρβανιτόφωνα χωριά της Ανατολικής Θράκης Ιμπρίκ Τεπέ (στα αρβανίτικα Κιουτέζα και στα ελληνικά Ίμβρασος) και Σουλτάνκιοϊ (στα αρβανίτικα Μπιθκούκι και στα ελληνικά Λίβυθρο) συγκαταλέγονται στα ελληνικά χωριά της περιοχής και οι δημογέροντες και όλοι οι κάτοικοι αυτών στηρίζουν με εμμονή το ελληνικό σχολείο στέλνοντας εκεί τα παιδιά τους: «Ιμπρίκ Τεπέ, Έλληνες αλβανόφωνοι 1.500. Δημοτική σχολή, 1 διδάσκαλος, 80 μαθηταί. Παρθεναγωγείον 1 διδασκάλισσα, 40 μαθήτριαι. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι κάτοικοι είναι Αρβανιτόφωνοι. Έτσι οι αποφάσεις δεν επιβάλλονται από μία πλειοψηφία, στην οποία αυτοί απλώς υπακούουν. Σουλτάνκιοϊ, 1.500 έλληνες αλβανόφωνοι, δημ.σχολεία, 1 διδασκάλισσα, 35 μαθητές». Πηγή:Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης, «Εκκλησιαστικαί Επαρχίαι της Θράκης και ο φάκελλος 434 της βιβλιοθήκης της Βουλής περί Θράκης», «Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού,ΙΗ’ (1953), σ.87,61,76-77. Βλ.επίσης και Ευ.Γρ.Αυδίκος, «Από την Μαρίτσα στον Έβρο, σ.26-9, Α.Κόλιας,”Μικρό αφιέρωμα στα αρβανιτοχώρια της Θράκης», περ.Μπέσα, 25 (1993), σ.5.
[4] «Το σχολικό σύστημα στα σύγχρονα κράτη καλλιεργεί λοιπόν εκείνα ακριβώς τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά που θεωρούνται κριτήρια της εθνικής ιδιαιτερότητας: προκρίνει ένα γλωσσικό ιδίωμα, τονίζει την εδαφική διάσταση της εθνικής ταυτότητας και προάγει τις κοινές ιστορικές μνήμες και τους κοινούς μύθους καταγωγής» (Έφη Αβδελά, «Εθνική Ταυτότητα και Σχολείο», όπως παρατίθεται στο «Για τη σημαία και το έθνος»,σ.75).
[5] Μαρία Μιχαήλ-Δέδε, «οι έλληνες αρβανίτες», σ.83.
[6] «Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα», Τα αρβανίτικα, σ.317.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Αρβανίτικα, η γλώσσα της ντροπής (μέρος 1ο)




«Όποιος χριστιανός, άντρας ή γυναίκα, υπόσχεται ότι μέσα στο σπίτι του να μην κουβεντιάζει αρβανίτικα (ή βλάχικα αναλόγως), ας σηκωθή απάνω και να μου το πει και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν από τον καιρόν που εγεννήθη έως τώρα και να βάλω όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσουν και να λάβη μίαν συγχώρεσιν,που, αν έδινε χιλιάδες πουγγιά δεν θα την εύρισκε» [1].

Τα παραπάνω κήρυττε στα βλαχόφωνα μέρη της Μακεδονίας και τα αλβανόφωνα της Ηπείρου ο Κοσμάς ο Αιτωλός.
Σχετικά με την καταγωγή των Αρβανιτών έχουν γραφτεί πολλά [2] εκ των οποίων τα περισσότερα στερούνται επιστημονικής σοβαρότητας, μιας και οι Αρβανίτες συγγραφείς προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι Αρβανίτες είναι γνήσιοι απόγονοι (και αυτοί) των αρχαίων Ελλήνων και αντίστοιχα οι Αλβανοί εθνικιστές ότι οι Αρβανίτες είναι Αλβανοί.
Δεν θα ασχοληθούμε επί του παρόντος με την καταγωγή των Αρβανιτών, αλλά με τη γλώσσα τους. [3]
Η αρβανίτικη γλώσσα ουδέποτε θεωρήθηκε από την ελληνική κεντρική εξουσία ως ύποπτη ή εθνικά επικίνδυνη και οι ομιλώντες αυτήν, οι αρβανίτες δηλαδή, ουδέποτε θεωρήθηκαν ως «εθνικά ύποπτοι» όπως κάποιοι άλλοι (π.χ. σλαβομακεδόνες). Στις εθνικές απογραφές του 1928 και του 1940, όπου καταγράφηκαν οι εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες, οι Αρβανίτες δεν αναφέρονται πουθενά ενώ π.χ. αναφέρονται οι Έλληνες Καθολικοί.[4]
Η αρβανίτικη γλώσσα υποχώρησε σταδιακά, λόγω της μη επίσημης χρήσης της στα σχολεία και στην γενική διοίκηση.
Σε αυτό συνήργησαν και οι ίδιοι οι Αρβανίτες οι οποίοι προκειμένου να ενταχθούν και τυπικά στο ελληνικό έθνος, ειδικά μετά το 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών, συμμετείχαν και αυτοί –αδιαμαρτύρητα- στην κατασκευή ενός έθνους που θα μιλάει μόνο μία γλώσσα, απαλείφοντας τις υπόλοιπες.
Βέβαια η παραπάνω απόφαση των Αρβανιτών δεν υπήρξε παγκόσμια πρωτοτυπία, αλλά εντάσσεται στην οικειοθελή απόφαση μιας γλωσσικής κοινότητας η οποία συγκλίνει σε όλα τα δομικά στοιχεία του έθνους, αλλά αποκλίνει μόνον σε αυτό της γλώσσας (το οποίο βέβαια μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών κατέστη κυρίαρχο και υπερφαλάγγισε αυτό της θρησκευτικής πίστης) να απολέσει συνειδητά αυτή την ιδιαιτερότητα ώστε να συμμετάσχει ολοκληρωτικά στην «εθνική ουσία».
Η αθρόα εισαγωγή των αλβανών μεταναστών στις αρχές της δεκαετίας του 1990 καθώς και τα στερεότυπα που δημιουργήθηκαν γι’αυτούς, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τα αισθήματα ντροπής και ενοχής για τους αρβανιτόφωνους Έλληνες.
Αυτά τα αισθήματα ντροπής προσπάθησαν να τα ξεπεράσουν κάποιοι Αρβανίτες κηρύσσοντας εαυτούς ως απογόνους των Πελασγών, αναβιώνοντας κατ'ουσίαν τις θεωρίες που διατυπώθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνος κυρίως από Αρβανίτες λογίους περί κοινής καταγωγής Αλβανών και Ελλήνων. Κύριος εκφραστής αυτής της αναβίωσης ήταν ο Αριστείδης Κόλλιας.

Αντίστοιχα παραδείγματα όμως, αντίστοιχα με αυτό των Αρβανιτών υπάρχουν πολλά ανά τον κόσμο. Ας ξεκινήσουμε από την Γαλλία:
«Κανείς δεν μπορεί να υποθέσει ότι δεν είναι πιο ωφέλιμο για έναν Βρετόνο ή ένα Βάσκο ή έναν Γάλλο της Ναβάρας να είναι μέλος της γαλλικής εθνικότητας, εφόσον γίνεται αποδεκτός με ίσους όρους σε όλα τα προνόμια που απορρέουν από τη γαλλική πολιτογράφηση… από το να κάθεται κακόκεφος πάνω στους βράχους του, ημιάγριο λείψανο του παρελθόντος, περιστρεφόμενος γύρω από τη δική του μικρή πνευματική τροχιά χωρίς να συμμετέχει ή να ενδιαφέρεται για τη γενική κίνηση του κόσμου». [5]

Ο Ε.Hobsbawm γράφει σχετικά: «Μερικές μικρές εθνότητες και γλώσσες δεν είχαν κανένα μέλλον αν παρέμεναν ανεξάρτητες[…]. Επιπλέον, οι μικρές εθνότητες (σ.σ. εδώ οι Αρβανίτες μπορούν να εκληφθούν ως δυνητική εθνότητα μιας και ουδέποτε αυτοπροσδιορίστηκαν ως εθνικά Αρβανίτες) ή ακόμα τα εθνικά κράτη τα οποία αποδέχτηκαν την ένταξή τους στο μεγαλύτερο έθνος ως κάτι θετικό-ή, αν κάποιος προτιμά, που αποδέχτηκαν τους νόμους της προόδου- δεν αναγνώρισαν κάποιες ασυμφιλίωτες διαφορές μεταξύ της μκροκουλτούρας και της μακροκουλτούρας, ή ακόμη συμβιβάστηκαν με την απώλεια εκείνου που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη σύγχρονη εποχή» [6].
Έτσι, οι Σκοτσέζοι, μετά την ένωση του 1707 [7] επινόησαν ως αυτοπροσδιοριστικό δηλωτικό τους, το «Βόρειος Βρετανός» (North Briton). [8]
Όσο για τους Ουαλλούς ο Αιδεσιμώτατος Griffiths του Dissenting College στο Brecknock έγραφε σχετικά :
«Αφήστε την (ουαλική γλώσσα) να πεθάνει δίκαια, ειρηνικά και ευυπόληπτα. Όπως είμαστε προσκολλημένοι σε αυτήν, λίγοι θα επιθυμούσαν να αναβάλλουν την ευθανασία της. Αλλά καμία θυσία δεν θα θεωρηθεί τόσο μεγάλη για να εμποδίσει τη δολοφονία της». [9]



Ο Ανδρέας Μιαούλης, από τους σπουδαιότερους Αρβανίτες, στο πλοίο "Κως".
Ας έρθουμε όμως και στα δικά μας. Ένα αντίστοιχο παράδειγμα αυτο-απεμπόλησης και αυτο-απαξίωσης της γλώσσας μπορούμε να βρούμε στα «βλάχικα». Ο μητροπολίτης Λαρίσης Δωρόθεος Σχολάριος, βλάχος στην καταγωγή από το χωριό του Ασπροποτάμου Αμάραντος, ίδρυσε δύο ελληνικά σχολεία, ένα στον Αμάραντο και το άλλο στα Τρίκαλα, τουρκοκρατούμενα ακόμα και τα δύο, προκειμένου να απομάθουν οι Βλάχοι, όπως έλεγε, την «έκφυλον και άχρηστον βλαχική γλώσσαν» και να μάθουν «την εθνικήν των γλώσσαν», την ελληνική. Θεωρούσε την μητρική του φωνή «γλώσσα όλως άχρηστον εις Έλληνας και την καταγωγήν και το φρόνημα». [10]
Η πιο τραγική περίπτωση όμως ήταν οι τουρκόφωνοι χριστιανοί που ήρθαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Χρειάστηκε να φτάσει η δεκαετία του 1950 για να μάθει να μιλάει την ελληνική γλώσσα σημαντικός αριθμός τουρκόφωνων ποντίων, των «Μπαφραλήδων», καθώς και των επίσης τουρκόφωνων Καπαδοκών/Καραμανλήδων και των Γκαγκαούζων [11].
Όσον αφορά τα αρβανίτικα, η σταδιακή και συνειδητή ευθανασία τους από τους ίδιους τους ομιλητές της βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο. Σήμερα, ελάχιστοι νέοι Αρβανίτες (μεταξύ αυτών και ο γράφων, ως Αρβανίτης κατά το ήμισυ) γνωρίζουν αυτό το ιδίωμα. Μάλιστα, αρχίζει να «ενοχλεί» και να εμφανίζεται ως «κουσούρι» των παππούδων μας. Όλα αυτά βέβαια μέσα από την εσφαλμένη θεώρηση της ταύτισης της γλώσσας με το έθνος που την ομιλεί.
Μεταξύ των Αρβανιτών επικρατεί μια τάση αυτοεξαπάτησης στηριζόμενη στο βολικό αξίωμα: «είμαστε γνήσιοι Έλληνες αλλά κάποιοι (ποιοι άραγε;) στο παρελθόν, μας επέβαλαν με το ζόρι να μάθουμε αλβανικά και να ξεχάσουμε τα ελληνικά».
Όσο ανιστόρητες και αστείες είναι οι προσπάθειες πολλών Αρβανιτών να παρουσιάσουν εαυτούς ως απογόνους των Πελασγών (!) άλλο τόσο ανιστόρητες και αστείες είναι οι προσπάθειες των Αλβανών εθνικιστών να παρουσιάσουν τους Αρβανίτες ως Αλβανούς που εξελληνίστηκαν βιαίως από το ελληνικό κράτος.
Κλείνω, παραθέτοντας ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο της κ.Δέδε με τίτλο «οι Έλληνες αρβανίτες» (όπου γίνεται μια επιστημονικοφανής –τραγική ενίοτε- προσπάθεια να αποδειχθεί το αδιανόητο: ότι οι Αρβανίτες είναι και αυτοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και ανέκαθεν δίγλωσσοι):
«Το κήρυγμα του Κοσμά είχε τα θετικά του αποτελέσματα στην Γορίτσα,την Φραστάνην και την Λιούγκαρην όπου μιλούσαν τις δύο γλώσσες […] Και όλα αυτά για τον βόρειο χώρο που ευτύχησε να ευλογηθεί από την παρουσία και την διδασκαλία του Κοσμά.
Στον σημερινό όμως ελεύθερο ελληνικό χώρο δεν υπήρξε καμία τέτοια ευκαιρία και η διγλωσσία επέζησε χωρίς να συνειδητοποιηθεί με κανέναν τρόπο τι κακό μέγα είχε προξενήσει στους παλαιούς αδελφούς του Βορρά.
Επέζησε και μάλιστα μέσα στην δίνη των τόσων αντιξοοτήτων που συνάντησε ο ελληνικός λαός για να σταθεροποιήσει την πολυβασανισμένη εθνική του ταυτότητα, να παραμείνει για κάμποσο ένα χωρίς νόημα, χωρίς καμία ουσία και φυλετική αλήθεια, τυπικό διακριτικό στοιχείο, εκείνο της περίεργης διγλωσσίας, έως ότου σβήσει φυσιολογικά μόνη της». [12]

doctor
__________________________________________________

[1] Μαρία Μιχαήλ-Δέδε, «οι έλληνες αρβανίτες», εκδ.Δωδώνη, Αθήνα, 1997,σσ.97-8.
[2] Αρβανίτες, Θεωρίες για την καταγωγή τους
Για την καταγωγή των Ελλήνων Αρβανιτών υπάρχουν πολλές θεωρίες οι περισσότερες απο τις οποίες δεν είναι και τόσο αξιόπιστες. Η γνώση που υπάρχει είναι καθαρά ιστορική και όχι επιστημονική. Οι Αρβανίτες ξεκίνησαν απο την περιοχή του Αρβάνου (σημερινή Αλβανία). Η περιοχή της σημερινής Αλβανίας είναι η αρχαία Ιλλυρία, κοιτίδα των Δωριέων. Οι Ελληνες Αρβανίτες ήρθαν στην Ελλάδα πριν από την Οθωμανική κατάκτηση και δεν εδέχθησαν την επιρροή της οθωμανικής κυριαρχίας στους λαούς της περιοχής στο ζήτημα της θρησκείας και της κουλτούρας.
Η Αρβανίτικη γλώσσα είναι η γλώσσα που μιλιόταν στην περιοχή της Ιλλυρίας πρίν την Οθωμανική κατάκτηση για το λόγο αυτό διαφέρει απο τα αλβανικά σε σημαντικό βαθμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σημερινοί Αλβανοί χαρακτηρίζουν την αρβανίτικη γλώσσα ως αρχαία αλβανικά.
Ιλλυρική καταγωγή
Υπάρχει η άποψη ότι οι Αρβανίτες που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, ήταν αμιγή ιλλυρικά φύλα, τα οποία με το πέρασμα των αιώνων εξελληνίστηκαν και αναμείχθηκαν με τον ελληνικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ελληνικής εθνικής συνείδησης. Οι αντιδράσεις σε αυτή την εκδοχή προέρχονται κυρίως από τους ίδιους τους Αρβανίτες αλλά και από ανθρωπολόγους οι οποίοι στην συντριπτική πλειοψηφία δεν δέχονται την περίπτωση της αλβανικής καταγωγής ενώ κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, με το όνομα Αρβανίτες ονομάζονταν οι Αλβανοί που πολεμούσαν στο πλευρό των Τούρκων κατά των Ελλήνων, δηλαδή οι λεγόμενοι Τουρκαλβανοί, που σημαίνει ότι η ονομασία αυτή δεν χρησιμοποιείτο για να δηλώσει τους αλβανόφωνους Έλληνες.
Πελασγική καταγωγή
Ή άποψη περί καταγωγής των Αρβανιτών από τους προέλληνες Πελασγούς, υποστηρίζεται κυρίως από την αλβανική πλευρά και από κάποιους Αρβανίτες συγγραφείς και μελετητές. Έτσι τονίζεται η πελασγική καταγωγή όχι μόνο των Αρβανιτών αλλά και των Αλβανών καθώς και η ταύτιση των αρβανίτικων με την πελασγική γλώσσα, με σκοπό να προβληθεί η άποψη ότι οι το αλβανικό έθνος αποτελεί τον αρχαιότερο πληθυσμό των Βαλκανίων, πριν ακόμα την έλευση των Ελλήνων, και ότι οι Αρβανίτες είναι οι πραγματικοί ιθαγενείς του Ελλαδικού χώρου τους οποίους οι Έλληνες συνάντησαν ως Πελασγούς, κατά την κάθοδο τους. Αυτή η εκδοχή όμως στερείται ρεαλιστικότητας, αφού δεν είναι δυνατόν μετά από τρεις και πλέον χιλιετίες να διασώθηκαν πελασγικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα.
Τόσκικη καταγωγή
Μια δημοφιλής θεωρία είναι αυτή που ανάγει την καταγωγή των Αρβανιτών, στους Τόσκηδες της νότιας Αλβανίας, οι οποίοι αποτελούν τη μία από τις δύο μεγάλες εθνικές ομάδες των Αλβανών (η άλλη είναι οι Γκέγκηδες, που ζουν στην βόρεια Αλβανία). Ως γνωστόν, υπάρχει έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στους Γκέγκηδες και τους Τόσκηδες από φυλετικής και πολιτισμικής άποψης, ενώ η τόσκικη και η γκέγκικη διάλεκτος παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, έτσι ώστε οι Γκέγκηδες να θεωρούνται οι πραγματικοί απόγονοι των Ιλλυριών, ενώ οι Τόσκηδες να θεωρούνται απόγονοι εξαλβανισμένων ελληνικών φύλων της Ηπείρου, δηλαδή Ελλήνων οι οποίοι ζώντας ανάμεσα σε αλβανικά φύλα υιοθέτησαν και προσάρμοσαν στις ανάγκες τους την Αλβανική γλώσσα, αναμειγνύοντας και στοιχεία από την Ελληνική, δημιουργώντας έτσι την αρβανίτικη διάλεκτο. Οι Αρβανίτες λοιπόν, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, αποτελούν τους Τόσκηδες που μετανάστευσαν από την Βόρεια Ήπειρο στην Ελλάδα. Η εκδοχή αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι οι Αρβανίτες μπορούν να συνεννοηθούν σε κάποιο βαθμό μιλώντας αρβανίτικα μόνο με τους Τόσκηδες, ενώ η συνεννόηση με τους Γκέγκηδες είναι αδύνατη, όπως επίσης και από το ότι η αρβανίτικη γλώσσα περιέχει πλήθος αρχαϊκών στοιχείων της ελληνικής.
Ο Joahann Georg von Han, το 1854, διερεύνησε την τόσκικη διάλεκτο, μητέρα των αρβανίτικων, και διαπίστωσε την ύπαρξη πολλών ομοιοτήτων με την Ελληνική και μάλιστα δομικών-συντακτικών ομοιοτήτων, πράγμα που καταδεικνύει κατά τον ίδιο την "ελληνικότητα" της τόσκικης, αφού είναι γνωστό ότι δομικά και συντακτικά στοιχεία σε μία γλώσσα δεν μπορούν να δανειστούν.
Δωρική καταγωγή
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι Αρβανίτες είναι απόγονοι των δωρικών ελληνικών φύλων. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής τονίζουν τις ομοιότητες στην κουλτούρα μεταξύ Αρβανιτών και Δωριέων. Οι Αρβανίτες ήταν λαός σκληρός, πολεμοχαρής και λιτός, με κύρια απασχόληση την κτηνοτροφία (χαρακτηριστικό δωρικό στοιχείο) και την αγροτιά. Κοινωνία κλειστή, μη δεχόμενη επιμειξίες. Οι διάφορες φρατρίες είναι μια ακόμη δωρική μορφή κοινωνικής συγκρότησης. Τα ελληνικά αρβανίτικα απο μελέτες που έχουν γίνει περιέχουν πλήθως ομηρικών λέξεων, η δε δομή της γλώσσας είναι λιτή και "βαριά". Είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για μιά δωρική γλώσσα αρχαϊκού τύπου.
Πάρα πολλά κοινά στοιχεία παρουσιάζουν οι Έλληνες Αρβανίτες με τους Σφακιανούς της Κρήτης απο πλευράς κουλτούρας. Είναι γνωστή η πολιτισμική συσχέτιση Σφακιανών - Δωριέων και κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι ασχολούνται με την κτηνοτροφία καθώς επίσης και ότι είναι ανυπότακτοι και πολεμοχαρείς, ενώ έχουν ενδογαμική τάση. Ακόμα το κύριο μουσικό όργανο της Κρήτης είναι η λύρα, το όνομα της οποίας προέρχεται απο την λέξη Ιλλυρία, τόπο καταγωγής των Δωριέων. Ακόμα η ύπαρξη των φρατριών-οικογενειών στους Σφακιανούς είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό κοινό στοιχείο με τους Αρβανίτες όπως και η βεντέτα η οποία στους σημερινούς Αρβανίτες υπάρχει πολύ λιγότερο σε αντίθεση με τους Σφακιανούς όπου έχει διατηρηθεί. Ενα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο μεταξύ Σφακιανών και Αρβανιτών είναι ορισμένα ενδυματολογικά στοιχεία τα οποία θα λέγαμε δωρικά. Η χαρακτηριστική μαύρη ενδυμασία των Σφακιανών έχει διατηρηθεί ατόφια μέχρι και σήμερα. Στους Έλληνες Αρβανίτες τα παλαιότερα χρόνια συναντούμε τα μαύρα σκουφιά, χαρακτηριστικό των Αρβανιτών τωα παλαιότερων χρόνων. Απο μία ατόφια μαρτυρία του 19ου αιώνα αναφέρεται ότι τρεις Αρβανίτες είχαν πάει σε μία Μονή για να γίνουν μοναχοί. Ο ηγούμενος της Μονής μόλις τους είδε κατάλαβε αμμέσως ότι ήταν Αρβανίτες απο τα χαρακτηριστικά μαύρα σκουφιά τους.
Πηγή: wikipedia
[3] Τα Αρβανίτικα (arbërisht) αποτελούν κλάδο της τόσκικης διαλέκτου της Αλβανικής γλώσσας, που ομιλείται στην σημερινή νότια Αλβανία καθώς και σε κάποια μέρη της Ελλάδας. Ως αρβανιτόφωνες ή μέχρι σχετικά πρόσφατα αρβανιτόφωνες περιοχές στην Ελλάδα μπορούν να θεωρηθούν: ένα μέρος της Αττικής και της Βοιωτίας (με δυτικότερο όριο της αρβανιτοφωνίας το χωριό Κυριάκι), το ανατολικό άκρο του νομού Φθιώτιδος (Λοκρίδα), η νότια Εύβοια (μέχρι και το χωριό Αχλαδερή προς βορρά και με εξαιρέσεις την πόλη της Καρύστου, τον Πλατανιστό και το Μαρμάρι), η βόρεια Άνδρος (μέχρι και τα χωριά Βουρκωτή και Απροβάτου προς νότο), τα νησιά του Αργοσαρωνικού Σαλαμίνα, Αγκίστρι, Ύδρα, Σπέτσες και Πόρος, η Τροιζηνία και τα Μέθανα, μεγάλο μέρος του νομού Κορινθίας, ειδικά η περιοχή των Γερανείων, το ανατολικό τμήμα της Κορινθίας (δήμος Σολιγείας) και η περιοχή της Στυμφαλίας (Κλημέντι και γύρω χωριά), το μεγαλύτερο ανατολικό τμήμα του νομού Αργολίδος, μέρος του νομού Αχαϊας (δυτικά της Πάτρας), μέρος της επαρχίας Τριφυλλίας του νομού Μεσσηνίας (το Δώρειο και τα γύρω χωριά, γνωστά ως Σουλιμοχώρια), το χωριό Δάρας της Αρκαδίας καθώς και ένας μικρός θύλακας στην περιοχή του Γέρακα Λακωνίας. Τον 19ο αιώνα τα αρβανίτικα ομιλούνταν και σε χωριά της Ηλείας, της Αρκαδίας και της επαρχίας Καλαβρύτων του νομού Αχαϊας.
Τα αρβανίτικα που ομιλούνται σε κάποια χωριά των νομών Θεσπρωτίας και Πρεβέζης, στον νομό Έβρου από απογόνους προσφύγων από τα αλβανόφωνα χωριά Μεγάλο Ζαλούφι και Ιμπρίκ Τεπέκ της Ανατολικής Θράκης, στις Μάνδρες Κιλκίς, καθώς και στα χωριά Λέχοβο, Δροσοπηγή και Φλάμπουρο Φλωρίνης, πρέπει να διακριθούν από τα αρβανίτικα της νότιας Ελλάδας, λόγω της ιδιαίτερα στενής τους συγγένειας με τη σύγχρονη νοτιοαλβανική (τοσκική) διάλεκτο. Σε σύγκριση με τις αλβανικές διαλέκτους των παραπάνω περιοχών, τα αρβανίτικα της νότιας Ελλάδας είναι σαφώς περισσότερο αρχαϊκά, κυρίως ως προς το λεξιλόγιο, και εγγύτερα προς τη μεσαιωνική μορφή της τοσκικής διαλέκτου.
Περισσότερα: wikipedia
[4] Ως εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες στην απογραφή του 1928 αναφέρονται οι εξής-με ποσοστιαία αναφορά επί του συνολικού πληθυσμού της χώρας: (τούρκοι 1,39%, Πομάκοι 0,27%, Αλβανοί-Τσάμηδες 0,3%, Σλαβόφωνοι 1,32%, Κουτσόβλαχοι 0,32%, Αρμένιοι 0,5%, Εβραίοι Σεφαρδίτες(ομιλώντες την ισπανοεβραϊκή) 1,02%, Εβραίοι Ρωμανιώτες(ελληνόφωνοι) 0,15%, Έλληνες Καθολικοί 0,45%, Διάφοροι 0,49%, σύνολο μειονοτήτων 6,21% επί του πληθυσμού). Πηγή: Αθ.Παπαευγαγγέλου, «Βόρειος Ελλάς : Μειονότητες από στατιστικής απόψεως εν σχέσει με τον πληθυσμόν και την εκπαίδευσιν»,όπως παρατίθεται από την εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, τ.12 «Νεώτερος ελληνισμός», κεφ.12 («οι μεινότητες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου») το οποίο έχει γράψει ο κ.Μιχαηλίδης Ιάκωβος, Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης Βαλκανικής Ιστορίας στο Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, σσ.574-5.
[5] Mill, Utilitarianism, “Liberty and Representative Government”, σσ. 363-4, όπως παρατίθεται από τον Eric Hobsbawm,”Nations and Nationalism since 1780” Cambrige University Press, ελλ.έκδοση «Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα», Αθήνα, 1994,σ.55.
[6] Hobsbawm, o.π. σσ.55-6.
[7] Acts of Union 1707
[8] Linda Colley, “Whose nation? Class and national consciousness in Britain 1750-1830, σσ.96-117.
[9] Έρευνα για την Εκπαίδευση στην Ουαλλία, Parliamentary Paper, 1847, XXVII, μέρος II (Αναφορά για τις Κομητείες του Brecknock,Cardigan και Radnor),σ.67, όπως το παραθέτει ο Hobsbawm, ο.π. σελ.57.
[10] Φώτιος Δημητρακόπουλος, «Δωρόθεος Σχολάριος: ο ποιήσας και διδάξας», σσ.107-120.
[11] Βλ.σχετικά: «Η Ελληνοτουρκική Ανταλλαγή των Πληθυσμών, πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης»,σσ. 225-237 (Νίκος Μαραντζίδης, Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονία «Οι τουρκόφωνοι πόντιοι πρόσφυγες στην Ελλάδα: προβλήματα ενσωμάτωσης»).
[12] Δέδε, ο.π. σσ. 97-8.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

Οι ιδρυτικοί μύθοι των εθνών



Στο παρόν θέμα θα ασχοληθούμε με τους ιδρυτικούς/καταγωγικούς μύθους των εθνών. Παραθέτω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Καθηγητή Ιστορικής Κοινωνιολογίας και Σύγχρονης Κοινωνικής Θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Π.Λέκκα με τίτλο «Το παιχνίδι με τον Χρόνο».
Ο κ.Λέκκας με μια υπέροχη γραφή, με επιστημονικό τρόπο και έπειτα από εμβριθή μελέτη των ιδρυτικών μύθων των εθνών εγκύπτει στην συνδεσμολογία των μύθων αυτών, οι οποίοι βέβαια είναι ιστορικά προσδιοριστέοι όσον αφορά την γένεσή τους, και έχουν όλοι κοινά γνωρίσματα, συναποτελώντας έτσι το βασικό δομικό στοιχείο ενός παγκοσμίου φαινομένου, του έθνους, με την έννοια που έχει αυτό τους τελευταίους δύο αιώνες. [1]

Με δεδομένο τον παρελθοντικό προσανατολισμό του εθνικισμού, είναι επόμενο τα περισσότερα έθνη να φαντάζονται τους εαυτούς τους ως συλλογικότητες που κατάγονται από κοινούς προγόνους [2].
Καμία εθνικιστική ιδεολογία δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι ολόκληρο το εθνικό σώμα εξ ονόματος του οποίου ομιλεί, έλκει απευθείας την καταγωγή του από κάποια φυλετικώς ανόθευτη ιστορική κοινότητα του παρελθόντος. Η υπεράσπιση μιας τέτοιας θέσης θα συνεπαγόταν απαντήσεις σε ενοχλητικά ερωτήματα σχετικά με την υποτιθέμενη «μόνωση» του οικείου έθνους από εξωγενείς επιδράσεις και επιμιξίες-απαντήσεις, που αναπόφευκτα θα υπονόμευαν την αξιοπιστία και την απήχηση του εθνικιστικού μηνύματος. Περιττεύει ίσως εδώ η αναφορά στην ιδεολογική χρεωκοπία της ναζιστικής εκδοχής του γερμανικού εθνικισμού εξαιτίας της αγκίστρωσής της σε φυλετικά επιχειρήματα.
Έτσι, οι καταγωγικοί μύθοι όταν διατυπώνονται με φυλετικούς όρους (λ.χ. Φυλή, Γένος), έχουν κατά βάθος πολιτισμικό περιεχόμενο. Υπογραμμίζουν δηλαδή όχι τόσο την απαρχή κάποιας αμιγούς φυλετικής προέλευσης του έθνους όσο την σύλληψη της αναλλοίωτης πολιτισμικής του αυτοπροσωπίας ανά τους αιώνες [3].
Οι διάφοροι μύθοι που κρυσταλλώνονται περί την καταγωγή του έθνους είναι δηλωτικοί της βούλησής του να υπάρξει από εδώ και στο εξής.
Εδώ βρίσκεται το βαθύτερο νόημα στις ανασκαλεύσεις του παρελθόντος από την νεωτερική ιδεολογία του εθνικισμού: ορίζοντας την γενέθλια ή ιδρυτική «στιγμή» του έθνους, οι μύθοι των προγόνων χαρακτηρίζονται από έντονη διδακτική φόρτιση, συμπυκνώνοντας παραδείγματα προς μίμηση και πρότυπα δράσης. [4]




Πόσο μακριά στον χρόνο τοποθετείται αυτή η «στιγμή»; Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα εξαρτάται, κατά περίπτωση, από το πρόσφορο υλικό που μια εθνικιστική ιδεολογία έχει στην διάθεσή της ή καταφέρνει να ιδιοποιηθεί από την δεξαμενή του παραδοσιακού παρελθόντος το οποίο, ας μην λησμονούμε, θεωρείται ότι υπήρξε ανέκαθεν «εθνικό».
Έτσι, οι Φινλανδοί μπορούν ευχερώς να επικαλούνται το έπος της Καλεβάλα [5] και να το τοποθετούν τις ρίζες του έθνους τους στην Εποχή του Σιδήρου. Το γεγονός ότι η παράδοση στην οποία παραπέμπουν δημιουργήθηκε μόλις το 1835 δεν συνιστά φυσικά κώλυμα- απλώς αντιμετωπίζεται σαν άλλη μια στιγμή εθναφύπνισης.
Το παράδειγμα των Φινλανδών και της Καλεβάλα ακολουθούν και οι γείτονές τους Εσθονοί, με τον Γιό του Καλεβί (Kalevipoeg)[6], ένα ακόμη έπος που θεωρείται η βάση για την αναδρομή στους προϊστορικούς χρόνους ώστε να αποδειχθεί και η δική τους μακραίωνη εθνική καταγωγή. Αδιάφορα βέβαια από την «ασήμαντη» λεπτομέρεια ότι πρόκειται για συμπίλημα προφορικών παραδόσεων που συγκεντρώθηκαν και συμπληρώθηκαν εντέχνως μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ μέχρι τότε οι σημερινοί Εσθονοί δεν διέθεταν ούτε καν ξεχωριστό εθνώνυμο.
Έκτοτε όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, φρόντισαν να σφραγίσουν τα κενά στην μακραίωνη συνέχεια της εθνικής παρουσίας τους. Προέβησαν αναδρομικά στην εθνική τους διαφοροποίηση από τους μη ιθαγενείς που είχαν ζήσει κατά καιρούς στα εδάφη τους (Γερμανούς αστούς, Σουηδούς αριστοκράτες, Ρώσους γραφειοκράτες) και συνέλεξαν τα τεκμήρια της διαφορετικότητάς τους στο Εθνογραφικό Μουσείο του Τάρτου [7] όπου καθένα από τα εκατό χιλιάδες ευρήματα αντιστοιχεί σε δέκα περίπου μέλη του μικροσκοπικού αυτού έθνος του ενός εκατομμυρίου. [8]
Παρόμοια παραδείγματα σημαίνουν ότι ο εθνικισμός είναι έτοιμος να αξιοποιήσει κάθε νέο στοιχείο ή εύρημα που θα επιβεβαιώνει την ειλημμένη απόφασή του να υπερασπιστεί την αρχαιότητα του έθνους που εκπροσωπεί, την ακλόνητη βεβαιότητά του ότι όντως ομιλεί εξ ονόματος μιας αναλλοίωτης οντότητας με βαθιές ρίζες στο παρελθόν. Το παράδειγμα της Ζιμπάμπουε επιβεβαιώνει με ακραίο τρόπο αυτό ακριβώς το σημείο.
Ο αγώνας εναντίον των αποικιοκρατών λευκών στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, επενδύθηκε αναδρομικά με τις ανακαλύψεις του Ελλειπτικού Ναού και των τειχών της αρχαίας Μεγάλης Ζιμπάμπουε. Κι έτσι, οι παλιές φυλές ανακάλυψαν ότι ανέκαθεν αποτελούσαν έθνος.
Το Σώλσμπερυ (αρχικά μια κωμόπολη που είχε ιδρυθεί από τους Βρετανούς και είχε πάρει το όνομά της προς τιμήν του πρωθυπουργού της ακμής του βρετανικού ιμπεριαλισμού) μετατράπηκε σε Χαράρε. Και η Ροδεσία (αρχικά τοπωνύμιο μιας διοικητικής περιφέρειας της αποικίας του Ακρωτηρίου στην οποία ο Σέσιλ Ρόουντς είχε, με “μνημειώδη σεμνότητα” δώσει το όνομά του) έγινε Ζιμπάμπουε- ένα νέο εθνικό κράτος που περιέχει ένα ακόμη “αρχαίο” έθνος”. [9]
Τέτοια παραδείγματα σημαίνουν όμως και κάτι ακόμη. Ότι αυτή η ιδεολογική τάση να εξωθείται η καταγωγική αφετηρία του έθνους στο όλο και πιο μακρινό παρελθόν υποκρύπτει μια δυναμική, ευμετάβλητη και αναπόφευκτα αντιφατική διαδικασία ιστορικής αναζήτησης: ένα εσωτερικό στοίχημα πλειοδοσίας ανάμεσα στους λόγιους φορείς της ιδεολογίας, ιστορικούς, αρχαιολόγους, λαογράφους, δημοσιογράφους και πολιτικούς που απαρτίζουν την λεγόμενη «εθνική διανόηση». Γι’αυτό συχνά παρατηρούμε τόσες παλινωδίες στις εθνικιστικές έρευνες για όλο και πιο μακρινούς εστιακούς προγόνους.
Ας θυμηθούμε εδώ τις εντυπωσιακές παλινδρομήσεις του τουρκικού εθνικισμού, όπου Οσμανλήδες και Σελτζούκοι συνωθούνται με Χετταίους και Σουμέριους, με Ασσύριους και Τρώες, με Φρύγες και Λυδούς.
Όλοι τους έχουν παίξει κατά καιρούς ρόλο στο παιχνίδι της συγκεκριμένης εθνικιστικής ιδεολογίας με τον χρόνο, συνωστιζόμενοι στο άρμα των εστιακών προγόνων του σύγχρονου τουρκικού έθνους.
Η εκάστοτε προτεραιότητα ενός παραδοσιακού πολιτισμού έναντι των άλλων εξαρτάται από πλειάδα συγκυριακών παραγόντων: από τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης, από την φαντασία των απολογητών της εθνικιστικής ιδεολογίας, από την κυμαινόμενη ευπιστία των μελών του εθνικού σώματος ανάλογα με τις περιστάσεις, από τις δυνατότητες του εθνικού κράτους να επιβάλλει τις απόψεις του για την επίσημη εκδοχή της τουρκικής ιστορίας στην εκπαίδευση, στα γράμματα και στην συλλογική συνείδηση και, τέλος, από τους ευρύτερους προσανατολισμούς και τις πολιτικές επιδιώξεις της εθνικιστικής ιδεολογίας –άλλοτε στραμμένης προς το Τουράν, άλλοτε προς την γη της Ανατολίας κι άλλοτε πάλι προς την Δύση. [10]
Ανάλογες, αν όχι τόσο εντυπωσιακές, ταλαντεύσεις παρατηρούμε και σε λιγότερο νεοπαγείς ή «εξωτικούς» εθνικισμούς. Ο 19ος αιώνας βρίθει παραδειγμάτων από τους ιδεολογικούς επαμφοτερισμούς ανάμεσα στους Φράγκους και τους Γαλάτες προγόνους του σύγχρονου γαλλικού έθνους, ενόσω από την πλευρά του ο γερμανικός εθνικισμός έφθανε την δική του αναζήτηση μέχρι την αντίσταση των γερμανικών φύλων ενάντια στην Ρώμη στον 1ο και 2ο αιώνα π.Χ. [11].
Για τουλάχιστον εξήντα αιώνες γραπτής ιστορίας, ο πόλεμος δεν ήταν γενικά μεταξύ εθνοτήτων σαν αυτές που εξαπέλυσαν πολέμους στους τελευταίους δύο αιώνες, αλλά μεταξύ πόλεων και επαρχιών ή μεταξύ διεθνικών αυτοκρατοριών ή θρησκειών.
Ο κατακτήσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι πολυαίμακτες διενέξεις ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις-κράτη, οι ιδιωτικές φεουδαλικές διαμάχες του Μεσαίωνα, η παρατεταμένη σταυροφορική διένεξη της Χριστιανοσύνης με το Ισλάμ είχαν λιγότερο τον χαρακτήρα του σύγχρονου εθνικισμού, όσον αυτόν του αρχαίου ή μεσαιωνικού κοσμοπολιτισμού ή τοπικισμού. [12]



Mahabarata scene, Batu Caves, near Kuala Lumpur Malaysia

Ο ινδικός εθνικισμός, όταν δεν αναζητεί τις ρίζες του σύγχρονου έθνους στα έπη της Ραμαγιάνα και της Μαχαμπαράτα, ικανοποιείται με την ινδουιστική αυτοκρατορία του Ασόκα στον 3ο π.Χ. αιώνα, λησμονώντας την καταλυτική για την ινδική εθνογένεση επίδραση της βρετανικής αποικιοκρατίας ή την νεωτερική εθνικοποίηση της θρησκευτικής διαφοράς των ινδουιστών (και μετέπειτα Ινδών) από τους Μουσουλμάνους (και μετέπειτα Πακιστανούς).
Ο εβραϊκός εθνικισμός τοποθετεί τους ιδρυτικούς του μύθους άλλοτε στην καταστροφή του δεύτερου Ναού του Σολομώντα από τους Ρωμαίους τον 2ο αιώνα μ.Χ. άλλοτε στην καταστροφή του πρώτου Ναού από τους Βαβυλώνιους και την εξορία των Ιουδαίων τον 6ο αιώνα π.Χ. κι άλλοτε ακόμη μακρύτερα, στην Έξοδο από την Αίγυπτο ή στους «πατριάρχες» του (σύγχρονου πάντα) εβραϊκού έθνους, στον Αβραάμ και τους γόνους του [13].

Για τους προτεστάντες του Όλστερ, οι πρόγονοί τους δεν ήταν πρεσβυτεριανοί έποικοι που ήρθαν στην Ιρλανδία από την Σκωτία στις αρχές του 17ου αιώνα, αλλά μέλη ενός προχριστιανικού βρετανικού φύλου. Οι Ιρλανδοί εθνικιστές του Νότου πάλι, οι καθολικοί, πίστευαν ότι η γλώσσα στον κήπο της Εδέμ ήταν κελτική.


Ο Καρλομάγνος επισκέπτεται τον πάπα Ανδριανό Α'

Στο εσωτερικό του αγγλικού εθνικισμού τον 19ο αιώνα, διατυπώνονταν αντικρουόμενες απόψεις για το κατά πόσον οι Άγγλοι προέρχονται από τα γερμανικά φύλα ή από τους απογόνους του Αινεία της Τροίας.
Στον κορεατικό εθνικισμό, ο μυθικός πρόγονος είναι ο Τανγκούν, γιος αρκούδας, που φέρεται να ίδρυσε την πρώτη κορεατική δυναστεία την τρίτη χιλιετία π.Χ.
Άραβες εθνικιστές τον καιρό του μεσοπολέμου αναζητούσαν τις ρίζες του πανάρχαιου έθνους τους στον Χαμουραμπί.
Για τον Βουκ Κάρατζιτς, ο σερβικός πολιτισμός είχε ηλικία πέντε χιλιετηρίδων και υπήρξε ο λαμπρότερος όλων, ενώ ο Ιησούς και οι Απόστολοι μιλούσαν σερβικά.
Για τους ιδρυτικούς μύθους του ελληνικού έθνους βλ. προηγούμενο θέμα που είχα αναρτήσει: http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2008/05/blog-post_16.html

Ως επίλογο, παραθέτω τον υπέροχο επίλογο του βιβλίου του κ.Λέκκα:

«Ο ίδιος τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον κόσμο μας και για τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν, έχει αφομοιώσει το παράξενο και αντιφατικό παιχνίδι του εθνικισμού με τον χρόνο. Ένα παιχνίδι που άλλοτε αποδεικνύεται παράγοντας κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας κι άλλοτε παράγοντας κινδύνου και αναταραχής.
Ένα παιχνίδι που αναδεικνύει την εγωιστική ανασφάλεια του ανέστιου ανθρώπου της νεωτερικότητας, ενόσω του εμπνέει ένα ασύγκριτο πνεύμα ηρωισμού και αυταπάρνησης.
Ένα παιχνίδι που προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο μη μεταφυσικές εξηγήσεις για τον κόσμο και προτροπές για το τι μπορεί και πρέπει να επιτύχει ο ίδιος με τις πράξεις του, ενώ αυτό που κάνει δεν είναι παρά να αφηγείται ένα υποκατάστατο θείου δράματος.
Ένα παιχνίδι συναρπαστικό στην κριτική του ανάλυση, η οποία είναι υποχρεωμένη να αναδεύσει τον θολό πυθμένα της ίδιας μας της σκέψης» [14].

doctor

______________________________________________

[1] Π.Λέκκας, «Το παιχνίδι με τον χρόνο» σ. 167-75. Σχετικά με το προαναφερθέν βιβλίο αλλά και με τον συγγραφέα του είχα ανεβάσει σχετικό θέμα: http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2007/12/blog-post_3319.html
[2] M.Weber, Economy and Society, τόμος 1, σ,389.
[3] Τον κατ’ουσίαν πολιτισμικό χαρακτήρα των φυλετικών επιχειρημάτων του εθνικισμού είχε πρώτος επισημάνει ο Otto Bauer στην ρηξικέλευθη για τον μαρξισμό πραγματεία του για το έθνος, The concept of the Nation, σ.103. Για το ίδιο σημείο, βλ.επίσης F.Hertz, Nationality in History and Politics, σ.56-61, L.W.Doob, Patriotism and Nationalism, σ.237, Β.Anderson, Imagined Communities, σ.135-6, Ε.Hobsbawm, Nations and Nationalism since 1780, σ.63-5 και G.L. Mosse, Racism and Nationalism, σ.163-73.
[4] Α.D. Smith, National identity and myths of ethnic decent, σ.118.
[5] Η Καλεβάλα αποτελεί έργο του λαογράφου και φιλόλογου Ελίας Λένροτ, ο οποίος συνέλεξε σύντομες μπαλάντες από την προφορική παράδοση και τις συνέραψε το 1835 σε ενιαίο αφήγημα με δικές του λυρικές συμπληρώσεις. Το ενιαίο αυτό «εθνικό» έπος επεξέτεινε περαιτέρω το 1849.
[6] Το έπος του Kalevipoeg αποτελεί έργο του ιατρού και λαογράφου Φρίντριχ Ράινχολντ Κρόιτσβαλντ, ο οποίος δημιούργησε τα δημώδη τραγούδια που είχε συλλέξει, συμπληρωμένα με την δική του συνεκτική ποίηση, από το 1857 έως το 1861. T.U. Raun, Estonia and the Estonians, σ.56.
[7] Founded in Tartu in 1909, the Estonian National Museum was dedicated to the memory of Jakob Hurt, one of the greatest Estonian collectors of folklore. The museum was to be so authoritative and comprehensive an institution that it could simply have been called the Estonian Museum (much like the British Museum, the Russian Museum).
http://www.erm.ee/?lang=ENG
[8] Ε.Gellner, “Reply: Do nations have navels?”, σ.367-8.
[9] T.Pakenham, The scamble for Africa, σ.375-85.
[10] Για την αναδρομή του τουρκικού εθνικισμού στους Χετταίους και τους Σουμέριους, βλ.μεταξύ άλλων H.Seton-Watson, Nations and States, σ.259. Για την διαμόρφωση της τουρκικής εθνικής ταυτότητας, βλ. προηγούμενο σχετικό θέμα:
http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2007/11/blog-post_4979.html
[11] J.A. Fishman, Language and Nationalism, σ. 99.
[12] C.H.Hayes, Nationalism, Historical Development, σ.240.
[13] Η συντηρητική πτέρυγα των «ορθόδοξων» Ισραηλιτών που υπογραμμίζει την κληρονομιά του Μωυσή, αντιμάχεται την κοσμική και σοσιαλίζουσα πτέρυγα των «πατέρων του έθνους» (όπως ο Μπεν Γκουριόν) που αποδίδει έμφαση στο ανεξάρτητο βασίλειο του Δαυίδ και του Σολομώντα. Οι εντάσεις συνεχίζουν να διχάζουν και την σημερινή ισραηλινή κοινωνία αντανακλώντας διαφορετικές απόψεις για την αυτοπροσωπία και το μέλλον της. Βλ.σχετικά, V.R. Dominguez, “The politics of heritage in contemporary Israel”, σ.136-43, και R.Paine, “Israel: Jewish identity and competitionn over tradition”, σ.128-32.
[14] Π.Λέκκας, «Το παιχνίδι με τον χρόνο», σ.257.