Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Οι έλληνες στην τουρκική ιστοριογραφία (μέρος 1ο)



Το παρόν θέμα εντάσσεται σε μία προσπάθεια προσέγγισης της σκέψης του «απέναντι», του «άλλου», του τούρκου, και προσπαθεί να απαντήσει σε ένα ερώτημα που όλοι μας έχουμε θέσει: «πως μας βλέπουν οι Τούρκοι μέσω της ιστοριογραφίας τους»;
Η απάντηση δεν είναι απλή και έχει να κάνει με την ιδεολογική αφετηρία και την κοσμοθεωρία των τούρκων ιστοριογράφων. Με το παρόν θέμα εγκαινιάζουμε μια τριλογία, μέσω της οποίας θα δούμε τις τάσεις και τις κατηγοριοποιήσεις της τουρκικής ιστοριογραφίας. Πηγή αυτών των προσεγγίσεων της τουρκικής ιστοριογραφίας ένα υπέροχο βιβλίο με τίτλο: «Εικόνες ελλήνων και τούρκων», του Καθηγητή Ηρακλή Μήλλα [1]. Ξεκινάμε σήμερα με την «εκλαϊκευτική» προσέγγιση.

Η «εκλαϊκευτική» προσέγγιση.

Ο λόγος των συγγραφέων που απαρτίζουν αυτή την κατηγορία είναι τραχύς, ανεπιτήδευτος, απλοϊκός και έντονα πολιτικός. Ο σκοπός περιορίζεται στο να τεκμηριωθούν τα αρνητικά του «άλλου» και το δίκιο της τουρκικής πλευράς. Το πνεύμα είναι εθνικιστικό. Οι σχέσεις με τον «Άλλο» φαίνεται να υπαγορεύονται από μια νομοτελειακή αναγκαιότητα.
Η σύγκρουση γίνεται αντιληπτή σαν αιώνια, σαν μια σχέση που επαναλαμβάνεται μέσα στο χρόνο.
Ο έλληνας είναι πολιτικά εχθρός, εποφθαλμιά τα τουρκικά εδάφη, συχνά είναι εισβολέας, αλλά και ηθικά κατώτερος: τύραννος, καταπιεστής, αλύπητος, έκφυλος και ως πολίτης του οθωμανικού κράτους αχάριστος, συνεργάτης και όργανο των ξένων εχθρικών δυνάμεων.
Ο δε «Τούρκος», όπως συμβαίνει πάντα με τα εθνικιστικά κείμενα, είναι σχεδόν το αντίθετο του «Άλλου»: έχει μόνο θετικά χαρακτηριστικά και πάντα δίκιο.
Αν σπάνια δηλώνεται κάποιο τουρκικό εθνικό παράπτωμα ή ελάττωμα, αυτό παρουσιάζεται σαν υποδεέστερο γεγονός ή σαν δικαιολογημένη αντίδραση ή σαν πράξη που βλάπτει πρωτίστως «εμάς» και όχι τον «άλλο». Γίνεται αποδεκτή, π.χ. κάποια υπερβολική «μας» ευαισθησία, ευπιστία ή υποχωρητικότητα, η οποία τελικά «κόστισε σε μας».
Αυτού του είδους η γραφή παρατηρείται για πρώτη φορά στην εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Αγώνων και την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Τρεις φορές, το 1906, το 1916 και το 1919, κυκλοφόρησαν «Μαύρες Βίβλοι» με τίτλους που διαλαλούσαν «την ελληνική βαρβαρότητα».
Ο Kadir Misirlioğlu , ορμώμενος από τις εξελίξεις στην Κύπρο εξέδωσε το 1966 μια ανανεωμένη μορφή αυτών των «Βίβλων».
Το κείμενο συνοδεύεται από περίπου 40 φωτογραφίες (πίνακες ζωγραφικής) όπου οι Έλληνες ως φαντάροι, κληρικοί και πολίτες, με εμφανή τα εθνικά τους σύμβολα, π.χ. με σταυρούς στα πηλήκιά τους και με ελληνικές σημαίες, βασανίζουν, κρεμούν, σταυρώνουν, βιάζουν άμαχους, γέρους, γυναίκες και παιδιά, καίνε και λεηλατούν χωριά, πιέζουν για εκχριστιανισμούς κ.α. Τα παραδείγματα επιλέγονται από γεγονότα των Βαλκανικών Πολέμων, της επανάστασης στην Κρήτη, από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας κατά το Μικρασιατικό Πόλεμο και τελικά από την Κύπρο.
Επαναλαμβάνεται ότι οι Τούρκοι δεν πρέπει να ξεχνούν τι σημαίνει «Έλληνας». Αυτός ο εχθρός, «διαχρονικά», από την εποχή του Βυζαντίου, μισεί τους Τούρκους και πάντα ζει με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας.
Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης παρουσιάζεται να έχει πρωτοστατήσει σε όλες τις αντιτουρκικές ενέργειες. Η εθνική ύπαρξη των Τούρκων απειλείται από τους Έλληνες. Υποστηρίζεται δε ότι η Δύση ποτέ δεν μπόρεσε να εκτιμήσει τη μετριοπάθεια των Τούρκων σε θέματα συνύπαρξης διαφόρων αλλόθρησκων εθνών και πάντα υποστήριξε τους Έλληνες κατά των Τούρκων.
Ο συγγραφέας ειρωνεύεται τις προσπάθειες συμφιλίωσης που επιχειρούνται και υποστηρίζει την ανάγκη μιας εθνικής αφύπνισης κατά του «Άλλου». Εκφράσεις όπως «κοπάδι γουρουνιών» χρησιμοποιούνται συχνά για τους Έλληνες [2].
Ένα παρόμοιο βιβλίο είναι και του καθηγητή φιλολογίας Mehmet Hocaoğlu, όπου παρουσιάζονται 438 αριθμημένες περιπτώσεις «ελληνικής βαρβαρότητας».
Ο κατάλογος των βιαιοτήτων περιλαμβάνει κάψιμο στην πυρά, ανασκολοπισμό παιδιών, το βανδαλισμό των ισλαμικών νεκροταφείων, τον κατακερματισμό των εγκύων γυναικών, ακόμα και τη γέμιση των γυναικείων στηθών με μπαρούτι και την ανατίναξή τους [3].
Στο ίδιο πνεύμα αλλά με πιο συγκρατημένη γλώσσα έχει γραφτεί και το βιβλίο των τριών συγγραφέων οι οποίοι αναφέρονται στον «ελληνικό ιμπεριαλισμό» στην Κύπρο [4] όπως και αυτό του Süleyman Kocabaş [5], που αναφέρεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρώτη φάση αυτού του τελευταίου έργου.
Υποστηρίζεται ότι ποτέ μέσα στην Ιστορία οι Τούρκοι δεν έχουν κατακτήσει ελληνικά εδάφη: αυτά που πήραν ανήκαν στους Ρωμαίους ή στους Λατίνους [6].

Το 1967 το προαναφερόμενο βιβλίο του Misirlioğlu, θεωρήθηκε κατάλληλο και συνιστάται από την ίδια Γραμματεία το 1966 στο υπουργείο Εξωτερικών και στο υπουργείο Άμυνας ως «προϊόν σοβαρής έρευνας» ανήκει στον Selahattin Salışık [7] ο οποίος συνέταξε την έρευνά του ως πρώην παράγοντας της Διεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας.
Το βιβλίο διαφέρει από τα παραπάνω μόνο ως προς την αποδοχή της Τουρκικής Ιστορικής Θέσης [8].
Σε αυτό το βιβλίο οι αρχαίοι Έλληνες παρουσιάζονται ως Τούρκοι. Ο αναγνώστης πληροφορείται ότι ο Όμηρος και ο Θαλής ήταν τουρκικής καταγωγής και ότι είχαν τουρκικά ονόματα, Ομέρ και Ταλάς, ότι το όνομα Αιγαίο προέρχεται από τα αρχαία τουρκικά κ.α. [9]. Οι σημερινοί Έλληνες παρουσιάζονται σαν μιγάδες «χωρίς υπόσταση» [10].
Επίσης αναπτύσσεται η άποψη ότι η «θυσία αίματος» για την κατάκτηση εδαφών νομιμοποιεί αυτή την πράξη [11].
Τελικά οι Έλληνες παρουσιάζονται ως έκφυλοι που έχουν απώτερο σκοπό το διαμελισμό της Τουρκίας δημιουργώντας προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας [12].
Οι δε Τούρκοι, πάντα και αντιθέτως, είναι υπόδειγμα ανεκτικότητας και πολιτισμού [13].
Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και ορισμένες μελέτες στρατιωτικών και απόστρατων. Πολλές από τις ανακοινώσεις του συνεδρίου που οργανώθηκε από την ηγεσία των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων το 1995 ταυτίζονται με το πνεύμα και την έκφραση των παραπάνω έργων. Σε μια μελέτη σχετικά με τη «Μεγάλη Ιδέα», η οποία πραγματοποιήθηκε από τη Διεύθυνση Ιστορικών Ερευνών του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού το 1985, διαβάζουμε ότι «η Ελλάδα από το 1830 χρησιμοποιείται σαν κεντρικός άξονας με τον οποίο οι μεγάλες δυνάμεις προωθούν τις σκοτεινές τους προθέσεις κατά της Τουρκίας και ότι η Ελλάδα ποτέ δεν αλλάζει ή εγκαταλείπει την πολιτική της κατά της Τουρκίας» [14].
Στην «εκλαϊκευτική προσέγγιση», η Ελλάδα εκλαμβάνεται ως απειλή για την ακεραιότητα της Τουρκίας και οι Έλληνες ως αδίστακτοι εχθροί οι οποίοι δεν χάνουν ευκαιρία να καταφέρονται κατά των Τούρκων.

Η προσέγγιση αυτή παρατηρείται και στην Ελλάδα, με αντεστραμμένους τους ρόλους του «καλού» και του «κακού».
Και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, αυτή η προσέγγιση χαρακτηρίζεται από απλοϊκότητα, στηρίζεται σε επιστημονικοφανείς υπεραπλουστεύσεις και υπάρχει διάχυτος ένας θεολογικής φύσης μανιχαϊσμός όπου «εμείς» είμαστε πάντα οι καλοί και οι «άλλοι» είναι πάντα οι κακοί. Όσοι όμως βρίσκονται εκτός αυτών των μισαλλόδοξων και απλοϊκών κατηγοριοποιήσεων, ξεπερνάνε αυτά τα στερεότυπα και με νηφαλιότητα και ψυχραιμία υψώνουν την σκέψη τους ψηλά. Πολύ ψηλά.
Τόσο ψηλά που υιοθετούν «την οπτική γωνία ενός αετού πάνω από το Αιγαίο» που βλέπει τα πράγματα όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε να είναι[15].

doctor
Y.Γ. Ο συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης, στον απολογισμό για τις "Αντιρρήσεις" μνημονεύει μερικά blogs, μεταξύ των οποίων και το δικό μου. Παραθέτω αυτά που γράφει ο Θανάσης για μένα, αν και δεν τα αξίζω και τον ευχαριστώ θερμά:
"[...] Ο κυριολεκτικά καταπληκτικός (εφόσον διαρκώς με καταπλήσσει) blogger dimitrisdoctor (http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/). Μιλώντας για το ελληνόφωνο Ίντερνετ, έχω την αίσθηση πως, εδώ και καιρό, το blog του συνιστά την πλέον αντιδογματική-αντικοσμοδιορθωτική (και κατά συνέπεια: βαθιά ουμανιστική) προσέγγιση της αλλόκοτης θαμπούρας που ονομάζουμε ιστορική μνήμη"
Όλο το κείμενο του Θ.Τριαρίδη: http://www.triaridis.gr/keimena/keimD059.htm
________________________________________________________

[1] Το παρόν θέμα έχει ως πηγή το ως άνω βιβλίο του Ηρακλή Μήλλα και συγκεκριμένα τις σελίδες 133-6. Πληροφορίες για τον συγγραφέα και παρόμοια θέματα εδώ: http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2007/11/blog-post_4979.html
http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2007/11/blog-post_5651.html
[2] Misirlioğlu, Kadir, Yunan Mezalimi, Türk’ün Siyah Kitabi, Κωνσταντινούπολη: Sebil, 1968.
[3] Mehmet Hocaoğlu, Yunan Barbarliği, Κωνσταντινούπολη: Berekat, 1985, σελ.7.
[4] Kürsad, Fikret, Altan, Mustafa, Egeli, Sabahattin, Kibris’ta Yunan Emperyalizmi, Κωνσταντινούπολη: Kutsun, 1978.
[5] Süleyman Kocabaş, “ Türk -Yunan Mücadelesi, Κωνσταντινούπολη, 1988.
[6] Kocabaş, ο.π. σ.9.
[7] Selahattin Salışık, “ Türk -Yunan İlişkileri (III. Akeri Tarih Semineri), Άγκυρα: Genelkurmay Basimevi, 1986.
[8] Η «Τουρκική Ιστορική Θέση» είναι μια ερμηνεία ιστορίας. Σύμφωνα με αυτήν το τουρκικό έθνος είναι πανάρχαιο και έχει συμβάλλει αποφασιστικά και πολύ θετικά στον παγκόσμιο πολιτισμό. Η «Θέση», ενισχύθηκε και ολοκληρώθηκε με την «Θεωρία Ηλίου-Γλώσσας» η οποία αποδείκνυε ότι η τουρκική γλώσσα ήταν η αρχική ή μία από τις αρχικές γλώσσες της ανθρωπότητας. Οι Τούρκοι δεν εμφανίζονται πια σαν «Οθωμανοί», σαν υπήκοοι ή απόγονοι της δυναστείας του σουλτάνου Οσμάν ή «μουσουλμάνοι», ή σαν μια φυλή των Σελτζούκων ή των Ογούζ που ήρθαν από την Ασία, αλλά σαν ένας αριθμητικά πολύ μεγαλύτερος και αρχαίος λαός. Το πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της θεωρίας αποτελεί η προσπάθεια που γίνεται να εμφανιστούν οι Τούρκοι σαν αυτόχθονες στην Ανατολία (Μικρά Ασία). Για να επιτευχθεί αυτό οι αρχαίοι λαοί της περιοχής μετατρέπονται σε αρχαίους Τούρκους. Έτσι, όχι μόνο οι Χετταίοι αλλά σχεδόν όλοι οι λαοί που παρουσίασαν έναν αξιόλογο αρχαίο πολιτισμό εμφανίζονται σαν Τούρκοι και μετονομάζονται έτσι (Μήλλας, «εικόνες ελλήνων και τούρκων» σσ.61-2).
[9] Salışık, o.π., σσ. 299-300.
[10] ο.π., σ.75.
[11] ο.π. σ.81.
[12] ο.π. σ.199.
[13] ο.π. σ.138.
[14] Genelkurmay Askeri Tarih ve Stratejik Etüt Başkanlığı, Türk-Yunan İlişkileri ve Megalo Idea. Άγκυρα: Kültür ve Turizm Başkanlığı Yayinlari, 1985.
[15] Η υπέροχη εντός εισαγωγικών φράση ανήκει στην Renée Hirschon-Φιλιππάκη, Ερευνήτρια και διδάσκουσα στο St Pete’s College και στο Refugee Studies Centre, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (Oxford University) και υπάρχει στην εισαγωγή του κεφαλαίου «Τα αποτελέσματα της Ανταλλαγής» στο «η Ελληνοτουρκική Ανταλλαγή Πληθυσμών, πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης» , Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων, σ.157.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

28η Οκτωβρίου 1940



28η Οκτωβρίου 1940. Μια μεγάλη ημέρα για την Ελλάδα και την ιστορία της, που γράφτηκε στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου. Αποφεύγοντας τις υπερβολές, τις υπερμεγεθύνσεις, τους εξωραϊσμούς και τις υπεραπλουστεύσεις που ακούγονται πάντα αυτές τις ημέρες, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε μερικές πτυχές αυτής της σύγκρουσης:

1)Οι συσχετισμοί δυνάμεων.

Ο ιταλικός στρατός διέθετε στις 28 Οκτωβρίου 140.000 στρατιώτες σε όλη την Αλβανία, αριθμός που περιελάμβανε τους συνοριοφύλακες, τις δυνάμεις δημόσιας τάξης και τα εξαιρετικά αναξιόπιστα σώματα των Αλβανών εθελοντών.
Από αυτούς οι 100.000 μπορούσαν να θεωρηθούν στρατεύματα πρώτης γραμμής και από αυτά το μεγαλύτερο μέρος (εκτός από δύο μεραρχίες που κάλυπταν τα σύνορα προς την Γιουγκοσλαβία) ήταν παρατεταγμένοι στα ελληνικά σύνορα.
Οι Έλληνες αν και είχαν μόνο 35.000 άνδρες στα σύνορα, με τρόπο ώστε να μην θεωρηθεί πρόκληση η υπερβολική συγκέντρωση δυνάμεων εκεί, είχαν ήδη επιστρατεύσει περισσότερους από 80.000 στρατιώτες και πολύ γρήγορα (σε 15-20 ημέρες) μπορούσαν να παρατάξουν έναν στρατό 300 με 400.000 ανδρών.
Τα ιταλικά στρατεύματα ήταν, στο ξεκίνημα των επιχειρήσεων, ισχυρότερα στους τομείς της Ηπείρου και της Πίνδου (σύμφωνα με το Γ.Ε.Σ. υπήρχαν εκεί 22 τάγματα, 61 πυροβολαρχίες κα 2,5 συντάγματα ιππικού των ιταλών έναντι 15 ταγμάτων και 16,5 πυροβολαρχιών των Ελλήνων), υποδεέστερα δε στον τομέα της Κορυτσάς, στο μέτωπο της δυτικής Μακεδονίας (όπου είχαν μόνο 17 τάγματα έναντι 22 ελληνικών σύμφωνα με στοιχεία της ελληνικής Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του Γ.Ε.Σ.).
Η αδυναμία των εισβολέων στον τελευταίο τομέα όπου οι Έλληνες ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο στις πρώτες ημέρες των επιχειρήσεων, έκρινε και την έκβαση του πολέμου καθώς η εκεί ελληνική αντεπίθεση απείλησε με κύκλωση όχι μόνο τη μεραρχία «Τζούλια» αλλά και ολόκληρο τον ιταλικό στρατό που είχε εμπλακεί στον τομέα της Ηπείρου (όπου και είχε σημαντικά προελάσει).
Από τα μέσα Νοεμβρίου η ελληνική αριθμητική υπεροχή έγινε προφανής σε όλους τους τομείς του μετώπου καθώς ολοκληρώθηκε η επιστράτευση και πιστοποιήθηκε η μη επέμβαση της Βουλγαρίας.
Οι Ιταλοί, που είχαν να ξεπεράσουν το εμπόδιο της μικρής ικανότητας φορτοεκφόρτωσης των λιμανιών της Αλβανίας (3.500 τόνοι την ημέρα έναντι αναγκών που υπερέβαιναν τους 10.000 τόνους), ισοφάρισαν αριθμητικά τους Έλληνες τον Ιανουάριο του 1941 και απέκτησαν σαφή υπεροχή τον Μάρτιο.
Στη διάρκεια της μεγάλης «Εαρινής επίθεσης» των Ιταλών, ο ιταλικός στρατός στην Αλβανία είχε πλέον υπερβεί τους 550.000 άνδρες έναντι 300.000 Ελλήνων στρατιωτών [1].



2) Το αξιόμαχο του ιταλικού στρατού.

Υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι η Ιταλία ως αντίπαλος ήταν στα μέτρα των ελληνικών όπλων [2] και ότι η αναμέτρηση μαζί της θα μπορούσε να είναι νικηφόρα.
Η Γερμανία τρόμαζε, η υπερφίαλη Ιταλία μάλλον το γέλιο προκαλούσε. Δεν ήταν μόνο ο τρόπος της ύαινας με τον οποίο το φασιστικό καθεστώς έτρεξε να προλάβει τον πόλεμο στη Γαλλία, όταν πλέον βεβαιώθηκε ότι αυτός είχε τελεσίδικα κριθεί.
Οι νίκες των ιταλικών όπλων στα χρόνια του ’30 ελάχιστους έπειθαν.
Στην Αβυσσηνία χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν δηλητηριώδη αέρια, χλώριο, για να νικήσουν έναν στρατό ιθαγενών.
Στον ισπανικό εμφύλιο, οι ιταλοί εθελοντές του φασισμού πέτυχαν, παρά τον μεγάλο αριθμό τους, πολύ λιγότερα από ό,τι λόγου χάρη οι Μαροκινοί μισθοφόροι του Φράνκο.
Ο Χίτλερ αντιμετώπιζε τους Ιταλούς με συγκατάβαση, δύσκολα κρύβονταν αυτό στους λόγους και στις εικόνες, οι δε θεωρητικοί του ναζισμού, ελάχιστα αναβάθμιζαν την εικόνα των ιταλών και της Ιταλίας.
Τους ταξινομούσαν στην ράθυμη, παρηκμασμένη Μεσόγειο, και μετά βίας τους έδιναν θέση ανθρώπων στην ρατσιστική ταξινόμηση του κόσμου [3].
Όσο για το ιταλικό σχέδιο επίθεσης μάλλον αντικατόπτριζε την αλλοπρόσαλλη πολιτική της ιταλικής ηγεσίας όπου επέβαλε ένα σχέδιο ριψοκίνδυνο, περίπου τυχοδιωκτικό, που σήμερα δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς την ικανότητα ανάλυσης και εκτίμησης της πραγματικότητας από την τότε ιταλική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία [4].
Στα «Πρακτικά της συνεδρίασης του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου της Ιταλίας» στο Παλάτσο Βενέτσια στην Ρώμη, που έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1940 διαβάζουμε:

"Τζακομόνι [5]:Ποια είναι όμως η κατάστασις εις την Ελλάδα;
Μουσολίνι: Αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει. […]
Τζακομόνι: Πληροφορίαι κατασκόπων μας ληφθείσαι προ διμήνου φέρουν τους Έλληνας ως μη δυναμένους να προβάλλουν αξιόλογον αντίστασιν. […] Φαίνεται πως οι Έλληνες έχουν χάσει το ηθικό των.
Πράσκα [6]: Η εκστρατεία αυτή εμφανίζεται προ ημών υπό τους καλύτερους οιωνούς.

Η γεωγραφική θέσις και μορφή της Ηπείρου δεν ευνοεί την δυνατότητα επεμβάσεως εις τον αγώνα μεγάλων ελληνικών δυνάμεων. Διότι από την μίαν πλευράν υπάρχει θάλασσα και από την άλλην απροσπέλαστοι οροσειραί.
Η διασπορά αυτή των ελληνικών δυνάμεων –που υπολογίζεται ότι δεν υπερβαίνουν τους 30.000 άνδρας- θα μας επιτρέψη να καταλάβωμεν συντόμως την Ήπειρον εις χρονικόν διάστημα 10-15 ημερών.
Μουσολίνι: Γνωρίζετε ποίον είναι το ηθικόν των Ελλήνων στρατιωτών;
Πράσκα: Δεν θα πολεμήσουν με ευχαρίστησιν"
[7].



3) Η σημασία της ελληνικής νίκης στην έκβαση του πολέμου.

Η ελληνική νίκη αναμφίβολα ανύψωσε το ηθικό της δημοκρατικής Ευρώπης και αποτέλεσε μια ένεση ηθικού και χαράς. Άλλαξε την ψυχολογία της κοινής γνώμης στην Ευρώπη, όμως οι γνώστες της ιταλικής πολεμικής επιχειρησιακής δυνατότητας ήξεραν ότι η ήττα της Ιταλίας ήταν φυσιολογική, μόνο που ο απαράμιλλος ηρωισμός και πατριωτισμός των Ελλήνων την έκαναν να φαίνεται ως το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Σχετικά τώρα με τις πραγματικές επιπτώσεις της ελληνικής νίκης, οι απόψεις, φυσιολογικά και αναπόφευκτα, διίστανται.
Ο Χίτλερ, σε συνομιλία του με την Leni Riefenstahl είπε με πικρία: "εάν οι ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δεν χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινκγραντ και τη Μόσχα.
Δεν θα υπήρχε Μάχη του Στάλινγκραντ "[8].
Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Antony Beevor, υποστηρίζουν ότι δεν καθυστέρησε η ελληνική αντίσταση την επίθεση του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά η αργή κατασκευή αεροδρομίων στην Ανατολική Ευρώπη [9].
O Γ.Μαργαρίτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, γράφει:
"Έχει συχνά τονιστεί η σημασία της ελληνικής επιτυχίας στο αλβανικό μέτωπο για την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Θα ήμασταν πιο κοντά στην πραγματικότητα αν περιορίζαμε το κεφάλαιο αυτό στις πραγματικές του διαστάσεις.
Επρόκειτο για δευτερεύουσα σε τελευταία ανάλυση σύγκρουση –ως προς τις γενικότερες εξελίξεις του πολέμου- σε μια περιοχή με ιδιαίτερα περιορισμένη εκείνον τον καιρό στρατηγική σημασία" [10].



Αν θέλουμε να καταδειχθεί σε γενική κλίμακα το μέγεθος του ελληνοϊταλικού πολέμου εν συγκρίσει με το γενικό θέατρο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο αριθμός των 13.325 ελλήνων νεκρών που κατεγράφησαν επίσημα από το Γ.Ε.Σ. [11] και αφορά όλα τα μέτωπα των πολέμων στα έτη 1940-1941 (εκτός της μάχης της Κρήτης) ωχριά μπροστά στις εκατόμβες των εκατομμυρίων νεκρών κατά την τιτάνια σύγκρουση της ναζιστικής Γερμανίας με την Σοβιετική Ένωση.
Πληροφοριακά αναφέρω ότι κατά τον ελληνογερμανικό πόλεμο, τις μεγαλύτερες απώλειες τις είχαν οι Βρετανοί (11.840) ενώ οι Γερμανοί είχαν 1.100 [12].
Όσον δε αφορά την μετέπειτα Εθνική Αντίσταση και το πόσο αυτή επηρέασε την τελική έκβαση του πολέμου, ο κ.Μαργαρίτης, ένας αριστερός ιστορικός, είναι ειλικρινής και ξεκάθαρος:
«Στην τελική έκβαση του πολέμου, το ειδικό βάρος της ελληνικής Αντίστασης, του ΕΛΑΣ, ελάχιστα καθοριστικό ήταν.
Σε έναν πόλεμο όπου, στην ευρωπαϊκή εκδοχή του, πήραν μέρος 80.000.000 πολεμιστές- στα πέντε χρόνια διάρκειάς του- οι 150.000 που υπηρέτησαν συνολικά –όχι όλοι την ίδια περίοδο- στις γραμμές του ΕΛΑΣ, ελάχιστη σημασία είχαν» [13].



4) Ελληνική ιστοριογραφία και (αυτο)λογοκρισία.

Τέλος, όσον αφορά την κατάρρευση του ελληνικού στρατού έπειτα από την ήττα του από τον γερμανικό στρατό, το κύμα λιποταξίας και αναρχίας που ακολούθησε, το φετιχιστικό δόγμα του ελληνικού στρατιωτικού επιτελείου να μην δοθεί ούτε μια σπιθαμή γης στους Ιταλούς την ώρα που έπρεπε να φύγουν οι ελληνικές δυνάμεις από την Πίνδο και να μεταβούν στο ελληνογερμανικό Μέτωπο (αντ’αυτού μόνο 6 από τις 21 ελληνικές μεραρχίες αντιμετώπισαν τους γερμανούς, με τις υπόλοιπες να χαραμίζονται στην Πίνδο για να κρατήσουν τα όσα κέρδισαν από τους Ιταλούς), την ρεαλιστική και επιβεβλημένη πράξη συνθηκολόγησης της στρατιωτικής ηγεσίας με τους Γερμανούς [14], για την επίσημη ελληνική ιστοριογραφία ίσχυσε η αυτολογοκρισία (unremembering) για την οποία γράφει ο Α.Λιάκος, Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών:
«[…] από τη λογοκρισία της μνήμης υπάρχουν σιωπές εξαιτίας λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας της μνήμης, σιωπές εξαιτίας της επιλεκτικότητάς της, σιωπές για εμπειρίες που είναι τόσο τραυματικές ώστε δεν μπορούν να αφηγηματοποιηθούν και να ειπωθούν, δομικές σιωπές εξαιτίας του τρόπου που συγκροτούνται το αρχείο και η εξιστόρηση, σιωπές ντροπής, σιωπές ενοχής, μελαγχολικές σιωπές, σιωπές για πράγματα που θυμόμαστε ή για πράγματα που ξεχάσαμε»[15].

Αντί επιλόγου, ένα μικρό απόσπασμα από την "πορεία προς το Μέτωπο", από το "Άξιον εστί" του Οδ.Ελύτη:

"[...] Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα".

doctor

_____________________________________________

[1] «Η Ιστορία των Ελλήνων», εκδ.ΔΟΜΗ, 13ος τόμος, σσ.53-4. Τα στοιχεία παρατίθενται από τον κ.Γιώργο Μαργαρίτη, Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ και έχουν ως κύρια πηγή την «Επίτομη Ιστορία του ελληνοϊταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου,1940-1941» του Γενικού Επιτελίου Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ.).
[2] Η Ελλάδα ήταν καλά πληροφορημένη από την βρετανική κατασκοπεία για το αξιόμαχο του ιταλικού στρατού, για την επιχειρησιακή του ικανότητα αλλά και για τις κινήσεις του. Ο ιταλός ιστορικός Renzo de Felice αναφέρει: «Η στρατιωτική υπεροχή (αριθμητική και τεχνική) ήταν πάντοτε, τους πρώτους μήνες του πολέμου με την πλευρά των Ελλήνων. Οι Έλληνες ήταν πολύ καλά πληροφορημένοι (από την βρετανική κατασκοπεία) για τις ιταλικές προθέσεις […] (De Felice, Renzo “Musolini l’Alleato: Italia in Guerra 1940-1943,σ.87-8).
[3] Δομή, ο.π. σ.44.
[4] Δομή, ο.π. σ.31.
[5] Ιταλός «Αντιβασιλέας της Αλβανίας» και ανώτατος Διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία.
[6] Στρατηγός, επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στο ελληνικό μέτωπο.
[7] «Πρακτικά της συνεδρίασης του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου της Ιταλίας» στο Παλάτσο Βενέτσια στην Ρώμη, που έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1940, όπως παρατίθενται από τον Δ.Κόκκινο, «Οι δύο πόλεμοι», 1940-41, τόμος Β’, σσ.154-6.
[8] Leni Riefenstahl, “A Memoir” (Picador New York, USA, 1987), σ.295. Πηγή:Wikipedia.
[9] Beevor Antony, “Crete:The Battle and the Resistance” (New York,2002), σ.230. Πηγή: Wikipedia.
[10] Δομή, ο.π. σ.35.
[11] Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-1941», Αθήνα, 1983. Φονευθέντες αξιωματικοί και οπλίτες: 13.325. Εξαφανισθέντες: 1.248. Τραυματίες: 62.663. Αιχμάλωτοι πολέμου:2.364. Στην μάχη της Κρήτης οι απώλειες των υπερασπιστών ανήλθαν σε 4-5.000 νεκρούς από τους οποίους οι 2.000 ήταν ναύτες του Βρετανικού ναυτικού, 1.800 στρατιώτες των αυτοκρατορικών στρατευμάτων και πολλοί έλληνες, στρατιώτες και πολίτες. Η πλευρά των επιτιθέμενων έχασε 5-6.000 στρατιώτες εκ των οποίων 4.750 αλεξιπτωτιστές, σώμα επίλεκτο που έως τότε είχε πετύχει σημαντικά κατορθώματα με μικρό κόστος.
[12] Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού των Η.Π.Α., «Η εκστρατεία των Γερμανών στα Βαλκάνια. Άνοιξη 1941» (συντάχθηκε με βάση γερμανικές πηγές), Αθήνα, Εκάτη, 1996, σ.165.
[13] Γ.Μαργαρίτη, «Η Εθνική Αντίσταση», Δομή, ο.π. σ.376.
[14] Η επίσημη ελληνική ιστοριογραφία έχει δαιμονοποιήσει την συνθηκολόγηση της στρατιωτικής ηγεσίας με τους Γερμανούς. Σχετικά με αυτό διαβάζουμε στο «Ελλάς η σύγχρονη συνέχεια» των Θ.Βερέμη-Γ.Κολιόπουλου:

«η ελληνική άμυνα στα οχυρά της ανατολικής Μακεδονίας κάμφθηκε ύστερα από γενναία αντίσταση. Σύντομα επίσης κάμφθηκε η αντίσταση των βρετανικών και ελληνικών δυνάμεων στην κεντρική Μακεδονία, με συνέπεια να ανοίξουν τα περάσματα και οι δρόμοι που οδηγούν προς την Αθήνα και την Ήπειρο, όπου έμελλε να παιχτεί η τελευταία πράξη ενός πολιτικού δράματος.
Αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο να συλληφθεί αιχμάλωτος ο στρατός του αλβανικού μετώπου μετά τη διάσπαση της άμυνας στη Μακεδονία, οι στρατιωτικοί ηγέτες του έκαναν έκκληση στην κυβέρνηση να αναλάβει την ευθύνη της συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς και να σώσει την τιμή του στρατού.
Η έκκληση αυτή ήταν ουσιαστικά απειλή ότι την ευθύνη της συνθηκολόγησης θα αναλάμβανε η στρατιωτική ηγεσία του μετώπου, εάν δεν την αναλάμβανε η κυβέρνηση.
Δεδομένου δε ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να μην αναλάβει αυτή την ευθύνη για να μην ατιμάσει την Ελλάδα, αφού στη χώρα μάχονταν βρετανικά στρατεύματα, η έκκληση αποτελούσε ταυτόχρονα προειδοποίηση της στρατιωτικής ηγεσίας για την ενέργεια στην οποία σκόπευε να προβεί, απαλλάσσοντας την κυβέρνηση από την ευθύνη της ενέργειας.
Η έκκληση της στρατιωτικής ηγεσίας του Αλβανικού Μετώπου ωστόσο έκρυβε μια οδυνηρή πραγματικότητα, την προοδευτική διάλυση των μονάδων του μετώπου εξαιτίας της ακατάσχετης διαρροής ανδρών και της αδυναμίας των διοικητών τους να τη συγκρατήσουν.
Ο κίνδυνος να εξανεμιστούν οι μονάδες του μετώπου εξαιτίας της παράτασης της αβεβαιότητας, καθώς και ο κίνδυνος να βρεθούν οι ελληνικές δυνάμεις σε μειονεκτική θέση έναντι των Ιταλών πριν να φτάσουν στην Ήπειρο τα γερμανικά στρατεύματα εξηγούν αυτή την έκκληση της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας του μετώπου προς την κυβέρνηση της χώρας να αναλάβει επειγόντως την ευθύνη της συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς.
Η απάντηση της κυβέρνησης στην έκκληση των στρατιωτικών, ότι δηλαδή ήταν αδύνατον να αναλάβει η ίδια την ευθύνη, εμμέσως αποδέσμευε τη στρατιωτική ηγεσία του μετώπου να σηκώσει αυτή τον σταυρό του μαρτυρίου, για να μην διαταραχτούν οι σχέσεις της χώρας με τη Βρετανία και διακυβευτούν με αυτό τον τρόπο ύψιστα εθνικά συμφέροντα (σ.393-4. Πηγή: .John Koliopoulos, Greece and the British Connection, 1935-1941, σ.263).
[15] Αντ.Λιάκος, «Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία», σσ. 274-5.

[16] Οδυσσέας Ελύτης, “Η πορεία προς το μέτωπο”, “Το Άξιον Εστί”, 1959

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Ο Χίτλερ, το Κτηματολόγιο και η Μονή Βατοπεδίου



Εκπληκτικό. Χωρίς λόγια...!

doctor

Y.Γ. Στον φίλο glam με αγάπη.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Καλώς ήρθατε στη Wall Street!



Μια φορά και έναν καιρό σ΄ ένα χωριό, ένας άντρας, ο Χάρης, ανακοίνωσε στους χωρικούς ότι θα αγόραζε μαϊμούδες προς 10 δολάρια τη μία.
Ξέροντας οι χωρικοί ότι υπήρχαν πολλές μαϊμούδες γύρω στο δάσος πήγαν και τις έπιασαν.
Ο Χάρης αγόρασε χιλιάδες προς 10 δολάρια τη μία όπως είπε.
Το εμπόρευμα όμως λιγόστευε και οι χωρικοί σταμάτησαν να κυνηγάνε μαϊμούδες.
Ο Χάρης ξαναανακοινώνει ότι θα αγόραζε μαϊμούδες για 20 δολάρια τη μία.
Οι χωρικοί έτρεξαν και έπιασαν και άλλες μαϊμούδες.
Σύντομα όμως οι μαϊμούδες λιγόστεψαν κι άλλο, οι χωρικοί επέστρεψαν στα κτήματά τους.
Ο Χάρης ανακοινώνει πάλι ότι επειδή δεν υπάρχουν πλέον πολλές μαϊμούδες θα αγόραζε τη μία προς 25 δολάρια.
Οι χωρικοί πιάνουν και τις λίγες που έμειναν.
Ο Χάρης τούς λέει :"καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχουν πλέον παρά ελάχιστες μαϊμούδες γι' αυτό και εγώ θα σας δώσω 50 δολάρια τη μία. Αλλά επειδή πρέπει να φύγω για την πόλη για δουλειές θα αναλάβει την αγοροπωλησία ο βοηθός μου".
Ο βοηθός φωνάζει τους χωρικούς και τους λέει:
"Κοιτάξτε τι έκανε ο Χάρης. Γέμισε ένα στάβλο γεμάτο με μαϊμούδες, θα σας τις πουλήσω εγώ για 35 δολάρια τη μία και όταν γυρίσει ο Χάρης τού τις πουλάτε εσείς για 50 δολάρια τη μία".
Οι χωρικοί στριμώχτηκαν μάζεψαν όλες τις οικονομίες τους και αγόρασαν όλες τις μαϊμούδες.
Δεν ξαναείδαν ούτε τον βοηθό ούτε τον Χάρη.

Καλώς ήρθατε στη Wall Street!

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Οικογενειακή γαλήνη





Brendan Perry "Medusa"



When all you have left are your memories

And diamonds and pearls for company

I'll be sailing to St. Lucia on the ocean breeze

With the moon and my scars for company



In your bedroom you keep an iron cage

Where a blackbird sings her freedom song

For you know the true value of keeping slaves

They sing the saddest of songs



Medusa you robbed me of my youth

Abandoned me on the tropic of solitude

Seducer of the shipwrecked and forlorn

You told me to undress

Then crowned my head with thorns



Medusa you robbed me of my youth

Abandoned me on the tropic of solitude

Seducer of the shipwrecked and forlorn

You told me to get dressed

Then turned my heart to stone



***



Δυστυχώς αυτές τις ημέρες ο ελεύθερός μου χρόνος είναι είδος υπό εξαφάνιση. Επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις σε μία πόλη που σε κουράζει, σε πνίγει, σε εξοργίζει (Αθήνα).

Μετά από μια κουραστική ημέρα πάντα ακούω χαλαρή μουσική. Είναι το αντίδοτο στο δηλητήριο της καθημερινότητας. Και ο μάγος αυτού του αντιδότου, τραγούδια σαν κι αυτά, με λυρισμό, με έντονο συναίσθημα και με μία γερή πινελιά δημιουργικού πεσιμισμού -ναι, με την βίωση του απολύτου κενού κάνεις μία ψυχική επανεκκίνηση, είμαι σίγουρος ότι το έχετε νιώσει. Για να νικήσεις τον πόνο πρέπει να πονέσεις.

Και έτσι επανέρχεσαι στην μάχη της καθημερινότητας. Δυστυχώς ο ελεύθερος χρόνος μου είναι πολύ λίγος για να τον δαπανώ στα σκάνδαλα και στην διαφθορά των εξουσιαζόντων και οι καταθέσεις μου επίσης πολύ λίγες για να ασχολούμαι με την κατάντια των τραπεζών.

Άλλωστε θεωρώ αυτή τη χώρα άξια της τύχης της και όλα τα πολιτικά κόμματα ως διαχειριστές ονείρων και πραματευτές του τίποτα.

Όσο για τον απλό κόσμο, είναι όχλος και άξιος της τύχης του διότι ψηφίζει και στηρίζει αυτή τη σαπίλα.

Η ζωή ωραία αρκεί να την δεις από την σωστή οπτική γωνία.

Και μόνο όταν βλέπω αυτά τα υπέροχα πλασματάκια, τις κόρες μου, ηρεμώ και νιώθω μια απέραντη ευτυχία που δεν θα την άλλαζα με τίποτα.

Μην αφήνετε κανέναν Τράγκα, κανέναν Κακαουνάκη να σας κλέβει τον χρόνο.

Καλημέρα σε όλους και καλή δύναμη.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008

Ο γίγαντας και η Μαρία





Με τον γίγαντα (giant13) και την Μαρία (mtryfo) γνωριστήκαμε διαδικτυακά στο blog του Νίκου Δήμου.
Από εκεί κιόλας ξεχώρισα το ήθος τους, την ευθυκρισία τους, την καλωσύνη τους, μα πάνω από όλα την νηφαλιότητά τους.
Το μεγαλείο μιας προσωπικότητας φαίνεται στην νηφαλιότητα και στην αυτοκυριαρχία και σε αυτό και οι δύο παίρνουν άριστα.
Στο δικό μου blog είναι οι πιο πιστοί αναγνώστες και σχολιαστές.
Ειλικρινά, αν και δεν είμαι προληπτικός, θεωρώ ένα θέμα μου ημιτελές αν δεν εμπεριέχει σχόλιο αυτών των δύο!
Είναι και οι δύο Θεσσαλονικείς και αυτό είναι που μου αρέσει περισσότερο, διότι αυτή η υπέροχη πόλη έχει δεχτεί αλλεπάλληλες επιθέσεις λαϊκισμού και ψευτοπατριωτισμού σε τέτοιο βαθμό ώστε να εκλέγει από την πρώτη Κυριακή τον ανεκδιήγητο Ψωμιάδη νομάρχη...
Τους αφιερώνω με πολλή αγάπη αυτό το ποστ -και το τραγούδι που ακολουθεί- θέλοντας να τους ευχαριστήσω για όσα έχουν κάνει για αυτό το blog, όμως κυρίως για τα όσα όμορφα έχουν γράψει σε αυτό, αλλά και για τα ωραία ποστ που έχουν στο δικό τους- αν και θα έπρεπε να μαλώσω την Μαρία που έκλεισε το δικό της.





doctor

Υ.Γ. Επί της επικαιρότητας και σχετικά με τα περί της χρηματοπιστωτικής κρίσης ένα έχω να πω: Είμαι άσχετος και αναρμόδιος.
Ελπίζω το ίδιο να πράξουν και αυτοί οι ανεύθυνοι άσχετοι δημοσιογραφίσκοι στων ειδήσεων του 8 και να σταματήσουν να τρομοκρατούν τον κόσμο με τις αηδίες που εκστομίζουν.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Ο Ηγεμόνας - Ν.Μακιαβέλλι



Tomb of Niccolò Machiavelli in the Basilica of Santa Croce in Florence



Ο Ηγεμόνας [1]



«Εκείνοι που μόνο από τύχη γίνονται ηγεμόνες, με λίγους μόχθους γίνονται, αλλά με πολλούς διατηρούνται στην εξουσία» (σ.49).

«Γιατί για τους ανθρώπους μπορεί κανείς να πει γενικά το εξής: είναι αχάριστοι, ευμετάβλητοι, υποκριτές, αποφεύγουν τους κινδύνους, είναι άπληστοι για κέρδος, και όσο τους κάνεις καλό, είναι όλοι δικοί σου, σου προσφέρουν το αίμα τους, την περιουσία, τη ζωή, τα παιδιά τους […]» (σ.108).





«[…] οι άνθρωποι γενικά κρίνουν περισσότερο με τα μάτια παρά με το μυαλό, γιατί μπορεί να βλέπει ο καθένας, αλλά καταλαβαίνουν λίγοι. Ο καθένας βλέπει εκείνο που φαίνεσαι, λίγοι καταλαβαίνουν εκείνο που είσαι» (σ.116).



«Ας κατορθώσει λοιπόν ένας ηγεμόνας να νικήσει και να διατηρήσει το κράτος του: τα μέσα θα κρίνονται πάντοτε έντιμα και θα επαινούνται από τον καθένα γιατί ο όχλος εντυπωσιάζεται με εκείνο που φαίνεται και με το αποτέλεσμα ενός πράγματος και στον κόσμο δεν υπάρχει παρά μόνο όχλος» (σσ.116-7).


«Οι ηγεμόνες πρέπει να αναθέτουν τα ζητήματα που απαιτούν ευθύνη σε άλλους, ενώ τα ευχάριστα να τα κρατούν για τον εαυτό τους» (σ.124).



«Πρέπει ακόμα ένας ηγεμόνας […] στους κατάλληλους καιρούς του έτους, να κρατάει απασχολημένο το λαό με γιορτές και θεάματα» (σσ.147-8).
"Δεν μπορεί λοιπόν ένας ηγεμόνας να τηρεί τον λόγο του, όταν αυτή η τήρηση στρέφεται εναντίον του και έχουν εκλείψει οι αιτίες που τον έκαναν να δώσει υπόσχεση.Και, αν οι άνθρωποι ήταν όλοι καλοί, αυτό το δίδαγμα δεν θα ήταν καλό. Αλλά επειδή είναι μοχθηροί και δεν θα κρατούσαν τον λόγο τους σε σένα, και εσύ δεν χρειάζεται να τον κρατήσεις προς αυτούς. [...]
Και είναι τόσο αφελείς οι άνθρωποι και υποκύπτουν τόσο εύκολα στις υπάρχουσες ανάγκες, ώστε εκείνος που εξαπατάει θα βρίσκει πάντοτε κάποιους που θα αφήνονται να εξαπατώνται" (σσ.114-5).
***
Το ομοίωμα του «αρχιυπηρέτη του Σατανά» καίγεται δημόσια και ο Index librorum praehibitorum [2] του Πάπα στα 1559 περιλαμβάνει τον Μακιαβέλι στα απαγορευμένα για κάθε καλό Καθολικό βιβλία.
Την εποχή του γαλλικού Διαφωτισμού, ο Ρουσσώ, που τον θαυμάζει εξαιρετικά, βεβαιώνει πως ο Μακιαβέλλι, απλώς προσποιείται ότι οπλίζει τους τυράννους, στην πραγματικότητα όμως, σαν γνήσιος δημοκράτης, ενημερώνει το λαό για τις βρόμικες μεθόδους της εξουσίας.
Στην ουμανιστική εικόνα που η χριστιανική Ευρώπη τεχνούργησε για τον «καλό ηγεμόνα» (ευγενικός, μεγάθυμος, θρήσκος, ιπποτικός και ειρηνικός), ο Μακιαβέλλι, στα 1516, ρίχνει ένα ανελέητα σκληρό φως.
Είναι αλήθεια πως αποσπάσματα από τον «Ηγεμόνα» τροφοδότησαν σύγχρονες αντιδημοκρατικές και φασιστικές αντιλήψεις. Ο ίδιος ο Μουσολίνι έγραψε διατριβή πάνω στον Μακιαβέλλι («Preludio al Machiavelli,1924») και πολλοί στραγγαλιστές της δημοκρατίας γαλουχήθηκαν κι εκτράφηκαν με μερικές από τις πιο εκρηκτικές σελίδες του «Ηγεμόνα».
Το ερώτημα όμως είναι ποια είναι, ποια μπορεί να είναι, η ευθύνη του συγγραφέα γι’αυτό.
Διαβάζοντας τον «Ηγεμόνα» βλέπει κανείς πόσα από αυτά που διαβάζει είναι δίπλα του, συμβαίνουν μπροστά του και πόσο επίκαιρος είναι ο λόγος του.
Η δαιμονοποίησή του δημιούργησε πλήθος στερεοτύπων και μόνο αν τον διαβάσει κανείς προσεκτικά, ή διαβάσει τα «Σχόλια στον Τίτο Λίβιο» [3] μπορεί να σχηματίσει μια σαφή εικόνα για τα όσα περιγράφει και τότε θα δει ότι στην ουσία ο Μακιαβέλλι περιγράφει το τραγικό αυτό ηθικό αδιέξοδο που επιτείνεται όχι μόνο από τον αμοραλισμό του εξουσιαστή αλλά και από την αδιαφορία και την αλλοτρίωση του εξουσιαζόμενου [4].

Ο Μακιαβέλλι περιγράφει με διεξοδικό και αναλυτικό τρόπο την ρήση του Θρασύμαχου στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα:
«Φημί γαρ εγώ είναι το δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον» (Εγώ λοιπόν σας λέω ότι δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρότερου) [5].
Τον Μακιαβέλλι τον μίσησαν πολλοί ηγεμόνες φανερά, όμως κρυφά τον αγάπησαν και τον αγαπούν.
Ο Μάρλοου τον αναγορεύει σε σκηνικό ήρωα που προλογίζει τον «Εβραίο της Μάλτας» και εκεί υπάρχει συμπυκνωμένη αυτή η αναντιστοιχία:

"Το όνομά μου μισητό σε όλους μπορεί να’ναι.
Όμως αυτοί που μ’αγαπούν, ούτε που το προφέρουν.
Ο Μακιαβέλλι είμ’εγώ, και όλοι ας το μάθουν
όσοι δε λογαριάζουνε ανθρώπους κι υποσχέσεις.
Αυτοί που τάχα με μισούν, στο βάθος με θαυμάζουν
κι όσοι ανοιχτά κατηγορούν αυτά που ‘χω γραμμένα,
κρυφά με μελετούν"
[6].

doctor
___________________________________________________

[1] Νικκολό Μακιαβέλλι (1469-1527)
Ο Νικκολό Μακιαβέλλι γεννήθηκε στη Φλωρεντία το 1469. Ήταν γόνος παλιάς οικογένειας, και η μόρφωση που έλαβε ήταν η συνηθισμένη ουμανιστική των αστών της εποχής. Από το 1498 ως το 1512 χρημάτισε γραμματέας της δεύτερης καγκελαρίας της Φλωρεντινής Δημοκρατίας. Υπό την ιδιότητά του αυτή πραγματοποίησε πολυάριθμες αποστολές σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας και σε άλλες χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, στην αυλή του Λουδοβίκου IB΄, στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό). Το 1502 είχε την ευκαιρία να γνωρίσει ως απεσταλμένος της κυβέρνησής του στο Ουρμπίνο και τη Σινιγκάλια τον Καίσαρα Βοργία, τον λεγόμενο δούκα Βαλεντίνο, το μελλοντικό πολιτικό του πρότυπο. Οι Εκθέσεις και οι Λόγοι του αποτελούν μαρτυρίες της διπλωματικής του δραστηριότητας αυτής της εποχής. Την ίδια περίοδο έγραψε και τις δύο έμμετρες Δεκαετίες (1504-1509). Το 1512 οι Μέδικοι επανήλθαν στη Φλωρεντία με τη βοήθεια των Ισπανών, πράγμα που είχε συνέπεια την άμεση απομάκρυνση του Μακιαβέλλι από τα πολιτικά αξιώματα. Φυλακίστηκε μάλιστα και βασανίστηκε, θεωρούμενος ένοχος για συμμετοχή στη συνωμοσία του Πιερπάολο Μπόσκολι. Όταν αποφυλακίστηκε, την άνοιξη του 1513, α¬ποσύρθηκε στο κτήμα του στο Αλμπεργκάτσιο, κοντά στο Σαν Κασιάνο στην κοιλάδα της Πίζας. Απομονωμένος εκεί, μακριά από την ενεργό πολιτική, την επάνοδο στην οποία πάντοτε λαχταρούσε, έγραψε τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων και τον Ηγεμόνα. Το 1513 άρχισε τους Λόγους για τα πρώτα δέκα βιβλία του Τίτου Λίβιου, τους διέκοψε όμως για να γράψει, από τον Ιούλιο ως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, τον Ηγεμόνα. Το 1516 ακολούθησε ο Διάλογος γύρω από τη γλώσσα, όπου υποστηρίζει τη χρησιμοποιηση της φλωρεντινής διαλέκτου, και το 1518 η κωμωδία Μανδραγόρας, που θ¬ωρείται από τα αριστουργήματα του θεάτρου του 16ου αιώνα. Το έργο του αυτό καθώς και το διαλογικό Περί της τέχνης του πολέμου (1519-1520) είναι τα μόνα που εκδόθηκαν όσο ζούσε ο συγγραφέας τους, το 1524 και το 1521 αντίστοιχα. Άλλωστε, ο Μακιαβέλλι ήταν τότε περισσότερο γνωστός ως κωμωδιογράφος παρά ως πολιτικός στοχαστής. Το 1520 έγραψε το ιστορικό έργο Η ζωή του Καστρούτσο Καστρακάνι και την ίδια χρονιά του ανέθεσε ο Ιούλιος των Μεδίκων τη συγγραφή της ιστορίας της Φλωρεντίας (Φλωρεντινές ιστορίες, 1520-1525). Στα 1525 χρονολογείται και το άλλο θεατρικό του έργο, η Κλιτία. Έγραψε επίσης τη νουβέλα Ο αρχιδιάβολος Μπελφαγκόρ και τα έμμετρα Κεφάλαια και Χρυσός γάιδαρος (αυτοβιογραφικό, αλληγορικό). Από το 1520 ο Μακιαβέλλι επανήλθε στην πολιτική ζωή, αλλά τα καθήκοντα που του ανέθεταν δεν ήταν τόσο σημαντικά όπως παλαιότερα. Πέθανε το χρόνο που επικράτησαν πάλι οι δημοκρατικοί στη Φλωρεντία. Οι υπηρεσίες όμως που είχε προσφέρει τα τελευταία έτη στους ευγενείς, τους έκαναν να μην τον εμπιστεύονται πια και δεν του έδωσαν κανένα αξίωμα. Ο Ηγεμόνας (εκδόθηκε το 1531) θεωρήθηκε διαβολικό βιβλίο. Σήμερα, παρά την καλύτερη γνώση και κατανόηση του έργου του και της προσωπικότητάς του, το όνομά του εξακολουθεί να προκαλεί ένα είδος τρόμου. Ο λόγος φαίνεται πως είναι το ότι ο διανοούμενος αυτός του 1500 τόλμησε να μιλήσει για πράγματα που, παρότι αποτελούν τους σταθερούς κανόνες που ακολούθησαν και ακολουθούν οι πε¬ρισσότεροι ηγεμόνες και οι κάθε είδους ηγεμονίσκοι όλων των εποχών, δεν λέγονται. Το σκανδαλιστικότερο ίσως έγκειται στο ότι προτρέπει σ’ αυτό τον τρόπο σκέψης και δράσης, και τούτο θεωρείται μεγάλο αμάρτημα, καθώς σε όλες τις κοινωνίες υπάρχει τεράστιο χάσμα ανάμεσα στη ζωή γενικότερα –και ειδικότερα στην πολιτική ζωή– και στην ηθική διαπαιδαγώγηση των πολιτών. Το ν’ αποκαλύπτεις τις σκέψεις και τις μεθόδους που βρίσκονται πίσω από πολιτικές ενέργειες και γεγονότα, αφαιρώντας τα προσχήματα του δικαίου, της ηθικής, της θρησκείας κ.λπ., είναι στις κοινωνίες μας χειρότερο από το να διαπράττεις τα ίδια τα εγκλήματα.
Πηγή:
http://www.kaktos.gr/default.asp?pid=13&itm=55
[2] Το Index Librorum Prohibitorum ("Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων") είναι ένα κατάλογος εντύπων τα οποία λογοκρίθηκαν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καθώς τα θεωρούσε επικίνδυνα για την ίδια και για την πίστη των μελών της. Στις διάφορες εκδόσεις του περιέχονται οι εκκλησιαστικοί κανόνες σχετικά με την ανάγνωση, την πώληση και τη λογοκρισία των βιβλίων.
Ο σκοπός του καταλόγου ήταν η αποτροπή της ανάγνωσης
ανήθικων βιβλίων και έργων, τα οποία περιείχαν θεολογικά σφάλματα, και της διαφθοράς των πιστών. Ο κατάλογος δεν συμπληρωνόταν αποκλειστικά ως αντίδραση σε βιβλία που είχαν ήδη κυκλοφορήσει. Οι Καθολικοί συγγραφείς είχαν τη δυνατότητα να υπερασπίσουν τα γραφόμενά τους και μπορούσαν στη συνέχεια να ετοιμάσουν μια νέα έκδοση του έργου τους με τις απαιτούμενες διορθώσεις ή περικοπές έτσι ώστε να αποφύγουν ή έστω να περιορίσουν την απαγόρευσή του. Η λογοκρισία πριν την έκδοση των βιβλίων ενθαρρυνόταν.
Ο πρώτος κατάλογος αυτού του είδους δεν δημοσιεύθηκε στην
Ρώμη, αλλά στην Ολλανδία το 1529. Η Βενετία και το Παρίσι ακολούθησαν αυτό το παράδειγμα (1543 και 1551). Το πρώτο ρωμαϊκό Index (Κατάλογος) ήταν έργο του Πάπα Παύλου Δ' (1557, 1559). Το έργο της λογοκρισίας θεωρήθηκε πολύ αυστηρό και, μετά από τον επαναπροσδιορισμό της εκκλησιαστικής νομοθεσίας στο ζήτημα της απαγόρευσης των βιβλίων, ο Πάπας Πίος Δ΄ ανακοίνωσε επίσημα το λεγόμενο Tridentine Index (Κατάλογος του Τριέδου), την βάση όλων των μετέπειτα καταλόγων μέχρι που ο Πάπας Λέων ΙΓ΄, το 1897, δημοσίευσε το Index Leonianus (Λεόντειος Κατάλογος). Οι πολύ πρώιμοι κατάλογοι ήταν έργο της Επιτροπής της Ιερής Υπηρεσίας (Congregation of the Holy Office) της Καθολικής Εκκλησίας (πρόκειται για την Επιτροπή της Ιεράς Εξέτασης [Sacred Congregation of the Inquisition], αργότερα γνωστή ως Επιτροπή για τo Δόγμα της Πίστης [Congregation for the Doctrine of the Faith]).
Πηγή: wikipedia.
[3] Μερικές σκέψεις του Μακιαβέλι, από τα «Σχόλια στον Τίτο Λίβιο»: «Όποιος έπαινος πρέπει σε αυτόν που θεμελιώνει μια δημοκρατία ή ένα βασίλειο, τόση κατάκριση αξίζει σε όποιον θεμελιώνει την τυραννία». «Όποιος αντιμάχεται όλο το λαό δεν βρίσκει ποτέ ησυχία, και σε όσο περισσότερη καταπίεση ξεπέφτει τόσο πιο αδύνατη γίνεται η εξουσία του. Το καλύτερο φάρμακο είναι να ζητήσει τη φιλία του λαού». «Ολέθρια για την πολιτεία είναι η εξουσία που κάποιος αρπάζει και όχι εκείνη που παραχωρείται με ελεύθερες εκλογές». «Περισσότερο γνωστικός και σταθερός είναι ο λαός παρά ο ηγεμόνας». Πηγή: «Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας, εκδ.Κάκτος, Επιλεγόμενα,σσ.200.
[4] Σταχυολογώντας από τα «Επιλεγόμενα» στον «Ηγεμόνα», ο.π., σσ. 179-229, που γράφει ο Σάκης Σαλκιτζόγλου.
[5] Πλάτωνος, «Πολιτεία», Α,10.
[6] Μάρλοου, «ο Εβραίος της Μάλτας».

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

Οι Αρβανίτες του Έβρου



«Θεωρούμε ότι οι δικοί μας Αρβανίτες, του νομού Έβρου, έχουν μεταναστεύσει γύρω στον 17ο με 18ο αιώνα από την περιοχή της Κορυτσάς, από τα χωριά Βιθκούκι, Κιάφαζετς και Κιοτέσα.
«Κούκι» γνωρίζουμε ότι σημαίνει κόκκινο, το «βιθ» πρέπει να είναι βάθρα ή λακκούβα, εκτός κι αν «μπιθκούκι» σημαίνει κάτι άλλο[1].
Το «Κιάφαζετς» σημαίνει μαύρος λαιμός και η «Κιοτέσα» ίσως να σχετίζεται με νερά που αχνίζανε στην περιοχή αυτή της Κορυτσάς. Αυτά συνάγονται από παραδόσεις και μαρτυρίες».

Η παραπάνω εισαγωγή αποτελεί μέρος των όσων είπε ο τέως Δήμαρχος Φερών [2] και τέως αντινομάρχης Νομού Έβρου, κ.Παναγιώτης Τσέκης στην διημερίδα που διοργανώθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 24 & 25 Οκτωβρίου 1998 [3] και εν πολλοίς αποτελεί την επιτομή των όσων γνωρίζουν από πάππου προς πάππου οι Αρβανίτες του νομού Έβρου.
Οι πληθυσμοί των χωριών αυτών βρέθηκαν ανατολικά του Έβρου, στην ανατολική Θράκη. Τα χωριά εγκατάστασής τους τα ονόμασαν : Κιουτέζα (εκ του Κιοτέσα από όπου ήρθαν και το οποίο ονομαζόταν «Ιμπρίκ Τεπέ» στα τούρκικα και «Ίμβρασος» στα ελληνικά), Μπιθκούκι (εκ του ομωνύμου χωριού του τόπου αναχωρήσεώς τους, «Σουλτάνκιοϊ» στα τούρκικα και «Λίβυθρο» στα ελληνικά).

Εκτός από τη συστάδα των δύο χωριών Σουλτάνκιοϊ και Ιμπρίκ Τεπέ, υπήρχε στην περιοχή της Αδριανούπολης το αρβανίτικο χωριό «Μεγάλο Ζαλούφι»[4]. Η κοινωνία των Ζαλουφιωτών, αυστηρά ενδογαμική ως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχε καμία σχέση με τους Αλβανόφωνους της περιοχής ούτε πριν το 1922 ούτε μετά [5] και το Μεγάλο Ζαλούφι μάλλον προέρχεται από την διασπορά των Αρβανιτών του 14ου αιώνα χωρίς να γνωρίζουμε την αρχική κοιτίδα τους [6]. Στην περιοχή υπήρχε επίσης και το αρβανιτόφωνο χωριό Αλτίν Τας (χρυσόλιθος) [7], λίγο πιο ανατολικά από το Ιμπρίκ Τεπέ.

Σχετικά με τα αρβανιτόφωνα χωριά του Έβρου, ο Αριστείδης Κόλλιας [8] αναφέρει (απευθυνόμενος προς τον Π.Τσέκη στην διημερίδα):
«Οι Αρβανίτες στην Θράκη ήρθαν σε μιαν άλλη εποχή, πολύ μεταγενέστερη (σ.σ. από αυτή των αρβανιτών της νοτίου Ελλάδος). Και λέγονται μάλιστα σκιπτάρ (shqiptar), ένα εθνώνυμο που είναι άγνωστο στη νότια Ελλάδα. Τούτο επικρατεί από την Ήπειρο, και βορειότερα μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη. Εμείς λεγόμαστε Αρβανίτες, «αρβανίτε» (arvanite), όπως και η γλώσσα μας, από το Κριεκούκι μέχρι την Πελοπόνησσο. Υπάρχει και το παλιό εθνώνυμο «αρμπερόρ» (Arberor) και ο προσδιορισμός της γλώσσας ως «αρμπερίστε» (arberishte). Είναι λοιπόν πλησιέστερα τα αρβανίτικα της Θράκης με τη γλώσσα της Κορυτσάς, και γιατί από εκεί έχετε έρθει, αλλά και γιατί μεταναστεύσατε σχετικά πρόσφατα» [9].
Τα χωριά Ιμπρίκ Τεπέ και Σουλτάνκιοϊ βρίσκονταν κοντά το ένα στο άλλο, στα νότια του Εργίνη ποταμού [10].

Η γλώσσα και η αίσθηση της κοινής πολιτισμικής παράδοσης αποτυπωνόταν και στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που βρισκόταν στην ενδιάμεση απόσταση.
Η γιορτή του αγίου και τα κουρμπάνια [11] που γίνονταν ή οι δωρεές που προσφέρονταν, ήταν ο συνεκτικός ιστός που υπενθύμιζε τη σχέση τους [12].
Ήταν αυτό το πανηγύρι που καθιστούσε τα δύο χωριά κέντρο της περιοχής και συνέβαλε στην ανάπτυξη σχέσεων με τις ορθόδοξες περιοχές που ήταν από την άλλη πλευρά του Έβρου ποταμού.
Σε μερικά σημεία του ποταμού τα νερά ήταν πολύ ρηχά, ιδίως στα τέλη του καλοκαιριού και οι Εβρίτες πηγαινοέρχονταν με τα πόδια από τη μία όχθη στην άλλη [13].




Έτσι, κατά μαρτυρίες πληροφορητών, Σουφλιώτες έμποροι και άλλοι κάτοικοι επισκέπτονταν το πανηγύρι και εξαιτίας αυτού δημιουργήθηκαν κουμπαριές, οι οποίες αξιοποιήθηκαν από τους Σουφλιώτες προσκυνητές και εμπορευόμενους για την παροχή φιλοξενίας, αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκαν από τους εκδιωγμένους από τις εστίες τους για την ομαλή μετάβαση στο καινούργιο καθεστώς.
Τα δύο χωριά αναφέρονται ως αρβανιτόφωνα, τα οποία όμως κατατάσσονται στα ελληνικά χωριά της περιοχής [14].
Παρατηρεί ο αρχιμανδρίτης Νικ.Βαφείδης όσον αφορά την εκπαιδευτική κατάσταση:
«Εκ της οδυνηράς ταύτης καταστάσεως εξαιρείται (ως προς τα σχολικά) το ελληνοαλβανικόν χωρίον Ιβρίκ-Τεπέ ως όασιν εν ερήμω… περιέχον αλληλοδιδακτικήν σχολήν, εις ην φοιτώσιν 95 μαθηταί […] Η ευάρεστος και εξαιρετική αύτη του Ιβρίκ-Τεπέ κατάστασις οφείλεται κυρίως εις τον οικονόμον του χωρίου Παπαδήμον, ως και εις τους δημογέροντας και μουχτάρηδες, οίτινες πάσαν υφίστανται θυσίαν υπέρ της σχολής» [15].


Όσον αφορά αυτό το σημείο, φαίνεται ότι οι δημογέροντες του χωριού δεν είχαν αμφιβολία για τη συνείδησή τους και για την ταυτότητα, που επέλεξαν να εμφυσήσουν στις νεότερες γενιές των Αρβανιτόφωνων. Η εμμονή τους στην στήριξη του ελληνικού σχολείου [16] είναι εύγλωττη για τις προαναφερθείσες διεργασίες. Το χωριό κατατάσσεται στα ελληνικά. Σημειώνει ο Βαφείδης:

"Ιμπρίκ Τεπέ, Έλληνες αλβανόφωνοι 1.500. Δημοτική σχολή, 1 διδάσκαλος, 80 μαθηταί. Παρθεναγωγείον 1 διδασκάλισσα, 40 μαθήτριαι"[17].
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι κάτοικοι είναι Αρβανιτόφωνοι.
Έτσι οι αποφάσεις δεν επιβάλλονται από μία πλειοψηφία, στην οποία αυτοί απλώς υπακούουν. Τα ίδια ισχύουν και για το άλλο χωριό: Σουλτάνκιοϊ, 1.500 έλληνες αλβανόφωνοι, δημ.σχολεία, 1 διδασκάλισσα, 35 μαθητές».



Οι διωγμοί.
Και οι δύο συστάδες χωριών διατρέχονται από το κοινό νήμα των περιπετειών των Ελλήνων στα χρόνια μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Πλήθος διωγμών προετοιμάζουν την προσφυγιά, τη διχοτόμηση και την τελική αναδιάταξη του χώρου.
Έτσι, κοινό γνώρισμα είναι η εκτόπιση.


Οι κάτοικοι του Ιμπρίκ Τεπέ και του Σουλτάνκιοϊ στέλνονταν στο εσωτερικό της Ανατολικής Θράκης:

"Αεραπόλ το λέγανε. Κοντέψαμε να πάμε ως την Μικρασία. Πήγαμε σακεί. Όλοι δεν πήγαμε, όμως εμείς πήγαμε. Εκάτσαμε 3 χρόνια εκεί. Το Αεραπόλ ήταν μεγάλη πόλη. Δεν ήταν θάλασσα εκεί. Δούλευαν εκεί, είχαν στάρια, δούλευαν, ύστερα ήρθαμε πάλι στο χωριό. Μας έδωναν ένα βόδι εμένα, ένα βόδι εσένα και φτιάχναμε ζευγάρι και ερχόσουν και τρία χρόνια έκατσαν εκεί και έκαναν πάλι νοικοκυριό. Λέω για πέρα. Έκαναν πράγματα και ζώα, όλα τα έκαναν. Από εκεί ύστερα εκάτσαμε τρία χρόνια εκεί. Κι μπαμπάς μου που ήταν φαντάρος στην Τουρκία, δούλεψε, έκανε και ζώα και ύστερα μας σήκωσαν πάλι και ήρθαμε εδώ" [18].

Είναι η περίοδος των μετέωρων βημάτων της προσφυγιάς. Οι απλοί άνθρωποι δοκίμασαν στο πετσί τους τις αναδιατάξεις. Έχασαν τις περιουσίες τους. Κάθε μετακίνηση συνεπαγόταν απώλεια των υπαρχόντων τους. Γύριζαν πάλι πίσω. Και ξανά απόπειρες να στήσουν το νοικοκυριό τους. Άνθρωποι με περιουσία κατάντησαν να επαιτούν τη βοήθεια των Τούρκων συγχωριανών. Γυναίκες έγιναν δούλες, υπηρέτριες. Οι εκτοπίσεις λειτούργησαν ως μια θυελλώδης, τακτική ανατάραξη, που ανέτρεψε τις υπάρχουσες ισσοροπίες, αναδιένειμε τον πλούτο και προκάλεσε νέες σχέσεις στις εθνολογικές ομάδες:

«οι δικοί μας ήταν φτωχοί, δεν μπορούσαμε να βγάλουμε σοδειές ή να πάρουμε ζώα γιατί μετά από 2-3 χρόνια θα μας έδιωχναν. Μόλις έκανες περιουσία, σε έδιωχναν και τα έπαιρνε ο Τούρκος. Ερχόσουν στο χωριό με δύο ξερά χέρια. Δίπλα υπήρχαν τουρκικά χωριά και πήγαινες σα δούλος στους Τούρκους και σε δυο μήνες σου δίνανε μια μέρα άδεια να πας να δεις τα παιδιά σου και τη γυναίκα σου και να φέρεις πέντε παράδες» [19].



Οι εκτοπίσεις δεν καλλιεργούν την αίσθηση του ιστορικού συμβαντολογικού χρόνου στους υφιστάμενους τα γεγονότα [20].
Γι’αυτούς όλα όσα πέρασαν, είναι παλινωδίες της ιστορικής κίνησης, οι οποίες επαναλαμβάνονται περιοδικά.
Πρόκειται για μετεωρισμούς που προσδοκούν ότι θα αποκατασταθούν.
Το σταθερό χρονικό σημείο στη μνήμη τους είναι ο εκτοπισμός του 1922 που εξελίχθηκε σε μόνιμη προσφυγιά. Ακριβώς αυτή η μονιμοποίηση του μετέωρου βήματος μετέτρεψε το γεγονός σε χρονικό σύνορο, που οργανώνει τη μνήμη τους στα πριν και μετά την πέρα του ποταμού μετεγκατάσταση.
Ο ξεριζωμός.
«Το ’22 που έγινε ο μικρασιατικός πόλεμος, ήτανε όλοι στο μοναστήρι του Άη Γιάννη.
Ήρθε τότες η διαταγή ότι έγινε πόλεμος και έπρεπε όλοι να φύγουμε από εκεί.
Περνούσαμε έπειτα με τα αμάξια μας μέσα από τον Έβρο. Ήταν καλοκαίρι» [21].
Για μια φορά ακόμη οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης ετοιμάστηκαν για μετακίνηση:
«Τον Σεπτέμβριο του 1922, διαταχθείσης της εκκενώσεως της Ανατολ.Θράκης, οι Ζαλουφιώται παραλαβόντες ό,τι ήτο δυνατόν να παραλάβουν επί μιας βοϊδαμάξης, πέρασαν τον Έβρον ποταμόν»[22].
Ο Άγγελος Γερμίδης, Ανδριανουπολίτης, γράφει:

«Επί 15 ημέρες, φάλαγγες ατελείωτες κάρρων, βοϊδάμαξων και κάθε λογής μεταφορικών μέσων, διέσχιζαν κάτω από ένα βαρεία συννεφιασμένο ουρανό, πένθιμα και σιωπηλά, τους δρόμους της Θράκης, για να περάσουν στη δυτική όχθη του Έβρου, τους έλληνες κατοίκους και τα λίγα υπάρχοντα, που έφερναν μαζί τους.
Ήτανε ημέρες συγκινητικώτατες και το πένθος βαρύτατο για τους εκπατριζόμενους πληθυσμούς, που αφίνανε την πατρώα γη με δάκρυα στα μάτια και τον αβάσταχτο πόνο, που νοιώθουν εκείνοι, που χάνουν την πατρίδα τους, για πάντα.
Και μονάχα εκείνοι που αντίκρυσαν με τα μάτια τους το φοβερό εκείνο ξερρίζωμα του αιωνόβιου θρακιώτικου ελληνισμού, που από χιλιάδες χρόνια στάθηκε όρθιος στις επάλξεις, μονάχα αυτοί μπορούν να συλλάβουν την έκταση της φρικτής εκείνης συμφοράς.
Εκκλησίες πανάρχαιες, μοναστήρια που είχαν κτισθή από τους πρώτους ακόμα αιώνες του Χριστιανισμού, Σχολεία και Μορφωτικές Οργανώσεις που ακτινοβολούσαν και έξω από τη Θράκη, νεκροταφεία στα οποία εκοιμόταν τον αιώνιο ύπνο τους πατέρες, μητέρες κι αδέλφια τους, σπίτια, μαγαζιά γεμάτα, ανθούσες επιχειρήσεις και εύφορα χωράφια, τα αφίνανε όλα πίσω, φεύγοντες τον επερχόμενο κατακτητή.
Μέχρι της 5ης Οκτωβρίου εκκενώθηκε η περιοχή ως τη γραμμή, Μήδεια-Ανακτόριο-Τσερκέσκιοϊ.
Στις 7 Οκτωβρίου μέχρι τη γραμμή Σαμμακόβι-Βιζύη-Τυρολόη-Σηλύβρια, στις 9 Οκτωβρίου μέχρι τη γραμμή Σκοπός-Αρκαδιούπολις(Λουλέ-Μπουργάζ)-Ραιδεστός, στις 11 μέχρι τη γραμμή, 40 εκκλησίαι, Χάφσα-Παυλίκιοϊ-Κεσσάνη και στις 18, η υπόλοιπη μέχρι τον Έβρο περιοχή.
Στις 18 Οκτωβρίου, τα τελευταία ελληνικά τμήματα, εγκατέλειπαν την Αδριανούπολι, αφίνοντα για φύλαξί της Γάλλους στρατιώτες. Στις 10 το πρωί της ημέρας αυτής, γινόταν στο Στρατηγείο της Στρατιάς Θράκης, η υποστολή της Ελληνικής σημαίας και η έπαρση της Τουρκικής»[23].
Για πρώτη φορά, η μετακίνηση θα γινόταν προς το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Για τους ίδιους όμως, ήταν κομμάτι των προηγούμενων διωγμών και ήθελαν να πιστεύουν ότι σύντομα θα κατακάθιζε ο κουρνιαχτός και θα επέστρεφαν και πάλι στις πατρογονικές εστίες, για να συνεχίσουν το πανηγύρι του Αη Γιάννη του Προδρόμου, που έμεινε και αυτό στη μέση.
Αυτές οι σκέψεις τους έκαναν να επιλέξουν περιοχές που βρίσκονταν κοντά στα δικά τους χώματα [24].
Το ίδιο μαρτυρείται από τον Γ.Τολίδη, από το Μεγάλο Ζαλούφι, ο οποίος καταθέτει και την προσωπική του μαρτυρία από την αδημονία του πατέρα του, που συχνά ρωτούσε: «Τι νέα; Πότε θα πάμε πέρα;».


Αυτή η επιθυμία συνόδευσε σε όλη τους τη ζωή τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, καθώς ο καημός έγινε τροφή για τα όνειρά τους:
«Παπούς έλεε, παιδί μου, που ήρθαμε εδώ, καθήσαμε εδώ για να είμαστε κοντά στην πατρίδα μας.
Περιμέναμε μια μέρα για να πάμε πίσω στο Γιαούπ.
Δήθεν ότι ήρθαμε εδώ προσωρινά. Θυμάμαι τον παππού μου που έλεγε»[25].
Η μετακίνηση έγινε με κάρα:
«Ήρθα μια κοπέλα. Γω ήμουν δεκατριώ χρονών, όταν ήρθαμε εδώ. Από κει ήρθαμε, πήγαμε με το αμάξι, περάσαμε σε ένα ποτάμι έτσι με τα γελάδια από πάνω. Ήταν με τον καιρό καλό και ήρθαμε με τα γελάδια, ήταν φαντάροι στο Σουφλί. Πήγαμε στο Σουφλί, ύστερα όλοι εκεί εκάτσαμε τρεις μήνες, ύστερα ήρθαμε εδώ στο Μπίντικλι [26] και τώρα το λένε Τυχερό» [27].
Το κάρο μπορούσε να ήταν ιδιόκτητο. Αυτό ήταν σπάνιο και μπορούσε να φιλοξενήσει τους συγγενείς. Στις πιο πολλές περιπτώσεις τη μεταφορά έκαναν οι Τούρκοι, καραγωγείς που αναλάμβαναν έναντι αμοιβής αυτό το εργολαβικό έργο.
Οι πέραν του Έβρου Θρακιώτες πέρασαν το ποτάμι με την κινητή τους περιουσία – σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες οι οποίοι εγκατέλειψαν την περιοχή της Σμύρνης σε κατάσταση πανικού [28].
Έπειτα, το ταξίδι της προσφυγιάς ήταν πολύ μικρό, ήταν ζήτημα 2-3 ωρών, σε αντίθεση με τις απελπιστικές συνθήκες μετακίνησης των ποντίων που ήρθαν από τον Καύκασο ή την Τραπεζούντα, πολλοί εκ των οποίων πέθαναν κατά την διάρκεια του ταξιδιού.

«Με κάρο ήρθαμε και ένα αμάξι που μας έδωσαν οι Τούρκοι, τι να βάλεις εκεί πρώτα.
Είχαμε εκείνο το χρόνο στάρι, μια κάμαρα γεμάτη.
Και ό,τι είχαμε, δεν το πήραμε.
Ένα πάπλωμα πήραμε, μια κατσαρόλα, ένα ταψί και δύο σακιά στάρι, γιόμισε ένα κάρο.
–Το κάρο ήταν δικό σας δηλαδή;
-Δεν ήταν δικό μας. Οι Τούρκοι μας έφεραν και μετά γύρισαν. Ήταν σαν εργολάβοι. Τους πλήρωναν. Τους έδωσαν ένα αμάξι, τους λέει θα τους πάτε, θα τους παραδώσετε» [29].

Οι παραπάνω περιγραφές των πληροφορητών αποδεικνύουν ότι η μετακίνηση έγινε υπό ομαλές συνθήκες, με την βοήθεια των γηγενών Τούρκων (επ’αμοιβή) και δεν παρατηρήθηκαν οι σφαγές που έγιναν στον Πόντο και στην περιοχή της Σμύρνης.
Άλλωστε οι μετακινηθέντες Αρβανίτες ήταν βέβαιοι ότι και αυτή η μετακίνηση θα ήταν προσωρινή, ενώ αντίθετα οι αστοί της Ανδριανούπολης είχαν πλήρη επίγνωση της κατάστασης και γνώριζαν ότι επρόκειτο για οριστικό ξεριζωμό:
«Λίγες μέρες πριν από τις 18 Οκτωβρίου (σ.σ.1922), στις 9 του μηνός γινόταν στον Μητροπολιτικό Ναό της Αδριανουπόλεως η τελευταία λειτουργία, σαν εκείνη την τελευταία λειτουργία της Αγίας Σοφίας, την παραμονή της Αλώσεως. Και με δάκρυα στα μάτια, οι παρευρισκόμενοι σε αυτή, ακούγανε το γέρο Μητροπολίτη Πολύκαρπο, να αναπέμπη, με διακοπτόμενη από τη συγκίνηση φωνή, τη στερνή προς τον Ύψιστο επίκλησι. Ήταν ο τελευταίος Μητροπολίτης της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως» [30].

Με τον ίδιο τρόπο ξεσηκώθηκαν και οι γείτονες του Ιμπρίκ Τεπέ, οι ελληνόφωνοι κάτοικοι του Γιαούπ [31].
Οι μαρτυρίες ωστόσο διαφοροποιούνται για τα πράγματα που δικαιούνταν να πάρουν. Μπορούσαν να φορτώσουν δύο βοϊδά (ή βουβαλά-)μαξες:
«Οι δικοί μας πρέπει να ξεκίνησαν γύρω στις 10 Οκτωβρίου και η μεταφορά γινόταν με βοϊδάμαξα.
Είχαν δικαίωμα 2 και 3 φορές να μεταφέρουν στην απέναντι όχθη του ποταμού Έβρου.
Διότι η διαδρομή μεταξύ Γιακούμπ Μπέη και Σουφλί ήταν κάνα δυο τρεις ώρες.
Κατά μαρτυρίες γονέων μας, βροχή ραγδαία και χαλάζι [32] χονδρό χτυπούσε τους δυστυχείς γονείς μας.
Η διαδρομή γινόταν με πλωτά μέσα.
Είχαν στρατιωτικές σχεδίες, βάρκες, και βάζαν 2-3 κάρα και τα τραβούσαν με συρματόσχοινα.
Οι πρώτοι οι πιο πολλοί εγκαταστάθηκαν στο Σουφλί.
Μερικοί πέρασαν απέναντι απ’το Διδυμότειχο.
Με τους Σουφλιώτες αν και μακριά είχανε το πάρε δώσε.
Οι αραμπατζήδες (καροποιοί) μαστόροι Σουφλιώτες φτιάχνουν τα ξύλινα βοϊδάμαξα και αργαλειούς, κ.λπ.»[33].

Οι πρόσφυγες ήταν έμπειροι σε τέτοιου είδους μετακινήσεις.
Ταυτόχρονα, η σκέψη τους ήταν στραμμένη στα πατρογονικά χώματα.
Έτσι, μπορεί να εξηγηθεί και η επιλογή του χώρου για τη δημιουργία του οικισμού τους.
Οι Αρβανιτόφωνοι κινήθηκαν παράλληλα προς τον Έβρο και νοτιοανατολικά του Σουφλίου. Δεν εγκαταστάθηκαν όλοι στην ίδια κατεύθυνση.
Οι μισοί και παραπάνω προτίμησαν να κονακέψουν κοντά στο ποτάμι, σχεδόν πάνω στην δυτική του όχθη, και σχεδόν απέναντι από τα χωριά που έφυγαν.
Οι πιο πολλοί πήγαν στον κάμπο, όπου υπήρχαν δύο οικισμοί: ο Χάντζιας (Τάρσιον) νοτιότερα, κι ένα χιλιόμετρο βορειότερα το Τσακιρτζί (Πυρόλιθος). Μεγαλύτερος οικισμός ήταν ο Χάντζιας, που διέθετε και ορθόδοξη εκκλησία, απομεινάρι της βουλγαρικής παρουσίας στην περιοχή.
Στο Μπίντικλι (Τύχιο) και λίγα χιλιόμετρα δυτικά (μακριά από το ποτάμι) κατέλυσαν 80 οικογένειες [34].




Οι άλλοι κινήθηκαν λίγο πιο μέσα, μαζί με τους αρβανιτόφωνους του Αλτίν Τας σε άλλους οικισμούς: Φέρες, Πέπλος, Γεμιστή, Κήποι, Αρδάνιο, Καβησό, Πυλαία Έβρου και στην Παραδημή του νομού Ροδόπης.
Οι Αρβανιτόφωνοι του Μεγάλου Ζαλουφιού σκόρπισαν στα βόρεια του νομού Έβρου: Χειμώνιο, Θούριο, Πύθιο, Ρήγιο, Σάκκος, Δίκαια και Καβύλη [35]. Επίσης, υπάρχουν μαρτυρίες για εγκατάσταση Αρβανιτών από την Μανδρίτσα της Βουλγαρίας στο Σουφλί και στο Πρωτοκκλήσι Έβρου[36].

Κάπως έτσι έφτασαν οι Αρβανίτες από την Ανατολική Θράκη στον νομό Έβρου. Σε επόμενο θέμα θα ασχοληθούμε με τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην νέα τους πατρίδα αλλά και για την εθνική τους συνείδηση.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω δημόσια τον κ. Γρ.Αυδίκο, επίκουρο Καθηγητή Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, δρ.Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διότι το έξοχο βιβλίο του με τίτλο «Από τη Μαρίτσα στον Έβρο» (βλ.υποσημ.12) που έγραψε σχετικά με την ιστορία του Τυχερού Έβρου, του χωριού μου, ήταν η αιτία να κάνει να κάνει αρκετούς από εμάς, τους σημερινούς Τυχεριώτες να ψάξουμε, να ερευνήσουμε και να μπούμε στην μηχανή του χρόνου αναζητώντας τα ίχνη των προγόνων μας και εγκύπτοντας στην υπάρχουσα βιβλιογραφία να σπάσουμε τα ταμπού και τις προκαταλήψεις σχετικά με την γλώσσα των παππούδων και των πατεράδων μας, τα αρβανίτικα, σπάζοντας την σιωπή και καταστρέφοντας τον μηχανισμό της λήθης που τέθηκε πολύ νωρίς σε λειτουργία μέσω ενός περίεργου συνδυασμού κρατικής επιβολής και αυτοχειρίας των αρβανιτών, ώστε να ξεχαστεί όσο το δυνατόν συντομότερα το ότι είμαστε Αρβανίτες και ότι οι γονείς μας, οι παππούδες και οι πρόγονοί μας μιλούσαν Αρβανίτικα. Το εν λόγω βιβλίο αποτέλεσε την κύρια πηγή του παρόντος θέματος. Επίσης, πλήθος παραπομπών και πηγών του παρόντος θέματος, βρίσκονται σε αυτό το βιβλίο.

doctor

____________________________________________________

[1] σ.σ. : Β(Μπ)υθ(ι)κούκ(ι) στα αρβανίτικα σημαίνει «κόκκινος κώλος».
[2] Φέρες Έβρου:
wikipedia
[3] Τα όσα ελέχθησαν στην διημερίδα συμπεριλήφθηκαν ως ειδικό κεφάλαιο («Τα αρβανίτικα») του βιβλίου που εξέδωσε το Κ.Ε.Μ.Ο. (Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων) με τίτλο «Γλωσσική Ετερότητα στην Ελλάδα», εκδ.Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2001. Η διημερίδα διεξήχθη με την συμμετοχή Καθηγητών Πανεπιστημίων και ομιλητών της αρβανίτικης γλώσσας από όλα τα σημεία της Ελλάδας. Η συνάντηση ανάμεσα σε κοινωνικούς ερευνητές και σε ομιλητές των γλωσσών, η ζεύξη δηλαδή της βιωματικής αφήγησης με την επιστημονική ανάλυση, αποτέλεσε το μεθοδολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η κάθε συζήτηση. Το απόσπασμα από την τοποθέτηση του κ.Τσέκη βρίσκεται στην σελίδα 291 του εν λόγω βιβλίου.
[4] Γ.Τολίδης, «Η συμβολή της Θράκης στους αγώνες και τις θυσίες του Έθνους. Το μεγάλο Ζαλούφι της Ανδριανούπολης», Θρακικά, 40 (1970), σσ.80-138.
[5] Ν.Μελλίδου-Κεφαλά, «Σημειολογική λειτουργία παραδοσιακής γυναικείας φορεσιάς», Πρακτικά Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου. Η ιστορική, αρχαιολογική και λαογραφική έρευνα για τη Θράκη», Θεσσαλονίκη 1991, σ.233.
[6] «Η γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα», σ.291 (Τσέκης).
[7] Δ.Γκιοκτσέ, «Παραμύθια από την Πυλαία Έβρου», Αλεξανδρούπολη 1998. Βλ.επίσης «Γλωσσική Ετερότητα στην Ελλάδα», σ.291 (Τσέκης).
[8] Αριστείδης Κόλλιας (1944-2000). Ερευνητής, εκδότης του περιοδικό «Άρβανον», συγγραφέας. Έργα: «Οι Αρβανίτες και η καταγωγή των ελλήνων», Θάμυρις, Αθήνα, 1985, «Η προκήρυξη του Αρβανίτικου Συνδέσμου. Ένα ιστορικό ντοκουμέντο του 1899» (επιμ.), Θάμυρις, Αθήνα 1996.
[9] «Η γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα» (Α.Κόλλιας), σ.337. Βλ.επίσης, Κόλλιας, «Μικρό αφιέρωμα στα αρβανιτοχώρια της Θράκης»,Μπέσα,25 (1993), σ.5-8.
[10] «Ο Εργίνης ή Αγριάνης (στα τουρκικά Εργκενέ), ο οποίος διασχίζει την πεδιάδα της Ανατολικής Θράκης, δέχεται τα νερά πολλών μικρών ποταμών, ποτίζει τα πλούσια μποστάνια της Μακράς Γέφυρας (Ουζούν Κιοπρού) και συναντάει τον Έβρο στο ύψος περίπου της κωμόπολης Κύψελα (Ύψαλα)», Μαριάνα Κορομηλά, «Θρακική Τοπογραφία», Αθήνα 1994, Πολιτιστική Εταιρεία «Πανόραμα», σ.8.
[11] Στη Θράκη το σφάξιμο των ζώων-τα κουρμπάνια- που γίνονταν (και εξακολουθούν να γίνονται) κοντά σε αγιάσματα ή στο προαύλιο των εκκλησιών, που φέρουν το όνομα των Αγίων που θέλουν να τιμήσουν, διατηρούνται αλλά και συναρπάζουν. Η θυσία των ταύρων και των κριών στη Βορειοανατολική Θράκη περικλείει στοιχεία που σήμερα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί μόνο αν επισκεφθεί χωριά της κοιλάδας του Εβρου, οι κάτοικοι των οποίων, και μέχρι σήμερα τα συνεχίζουν, γιατί έτσι τα βρήκαν από τους πατεράδες τους,από τους παππούδες τους.
Σε πολλά χωριά στον Εβρο,μέχρι και σήμερα, πραγματοποιείται το κουρμπάνι του Αγίου Αθανασίου.Παλαιότερα στην πόλη του Διδυμοτείχου το κουρμπάνι τη μέρα του Αγίου γινότανε σε τέσσερα διαφορετικά σημεία. Εξάλλου ο Αγιος Αθανάσιος είναι ο πολιούχος της πόλης. Σήμερα το συνεχίζουν μόνο οι ψαράδες, που μένουν δίπλα τον Ερυθροπόταμο.
Πολλά όμως χωριά της επαρχίας Διδυμοτείχου την ίδια μέρα κάνουν το κουρμπάνι, όπως το Ισαάκιο,το Πραγγί,το Ασημένιο,το Σοφικό.
Και στην επαρχία Σουφλίου εξακολουθούν να το πραγματοποιούν, όπως οι κάτοικοι της Κορνοφωλιάς και της Δαδιάς.
[12] Ευάγγελος Γρ.Αυδίκος, επίκουρος Καθηγητής Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, δρ.Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, «Από την Μαρίτσα στον Έβρο» σελ.27. Για την σχέση των θρησκευτικών κέντρων ως πόλων συνοχής βλ.: S.Silverman, Three Bells of Civilization. The life of an Italian Town, New York and London, σ.152. Ακόμη, πβ. «Το μοναστήρι της αγίας Αναστασίας ήταν κατά την πανήγυριν ο τόπος συγκεντρώσεως των Ελλήνων των πέριξ κωμοπόλεων και χωρίων» Θ.Μαυρομάτης «Το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολυτρίας το εις τον Εύξεινον Πόντον», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 25 (1960), σ.209. Μ.Βαρβούνης, Λαϊκή λατρεία και θρησκευτική συμπεριφορά των κατοίκων της Σάμου, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1992.
[13] Μ.Κορομηλά, ο.π., σ.9.
[14] Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης, «Εκκλησιαστικαί Επαρχίαι της Θράκης και ο φάκελλος 434 της βιβλιοθήκης της Βουλής περί Θράκης», «Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού,ΙΗ’ (1953), σ.87.
[15] Βαφείδης, ο.π. σ.61.
[16] Α.Δημαράς, «Η εκπαίδευση φορέας διαμόρφωσης και εγχάραξης της ελληνικότητας», στον τόμο: Δ.Τσαούση (επιμέλεια), Ελληνισμός και ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Αθήνα 1983, σσ.235-241. J.Singleton, “Implications of Education as Cultural Tansmission”, στο G.Spindler (επιμέλεια), Education and Cultural Process: toward an Anthropology of Education, New York, 1974, σσ.26-38. Πβ.Τ. Kuwayama, “Gasshku:Off-Campus Training in the Japanese School”, Anthropology and Education Quarterly, 27:1 (1996),σ.113.
[17] Βαφείδης, ο.π. σ.77.
[18] Μαρτυρία της Σύρμως Γκίρδα, Αυδίκος, ο.π., σ.31.
[19] Μαρτυρία του Μιχαήλ Γιαννούλη, Αυδίκος, ο.π.σ.31.
[20] Η αίσθηση αυτή είναι αποτέλεσμα της ανατροπής της κοινωνικής δομής, όπως εκδηλώνεται σε συνθήκες ιστορικής αβεβαιότητας και μετάβασης σε ένα νέο καθεστώς, βλ.Μ.Sahlins, Islands of History, Chicago and London, 1985,σ.138. S.Condor”Social Identity and Time”, στο βιβλίο: W.P. Robinson, Social Groups and Identities. Developing the Legacy of Henri Taifel, Oxford 1996, σς.302-6. A.Von Plato, “An Unfamiliar Germany.Some Remarks on the Past and Present Relationship Between East and West Germans”, Oral History, 21:1(1993), σσ.35-42. Πβ.A.Gell, The Anthropology of Time, Oxford, 1996.
[21] Μαρτυρία Σουλτάνας Κουρτίδου, Αυδίκος, ο.π. σ.33.
[22] Γ.Τολίδης, ο.π. σ.101. Πβ.Μαυρίδης, Β.Μπεζιργιαννίδης, «Μνήμες από τις αξέχαστες πατρίδες», Νέα Ορεστιάδα 1996, σσ.54-58.
[23] Άγγελος Γερμίδης, Υποστράτηγος ε.α., «Η Απελευθέρωσις της Αν.Θράκης τον Ιούλιον του 1920 και η δραματική εγκατάλειψίς της τον Οκτώβριο του 1922», Εκδόσεις Θρακικού Κέντρου, Αθήνα, 1972. Όλο το κείμενο βρίσκεται εδώ:
http://alex.eled.duth.gr/EthM/germidis/Kef05.htm .
«Στην Ανδριανούπολη έκανε την είσοδό του ο ελληνικός στρατός το 1920, αφού το 1912 την είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι και το 1913 την είχαν ανακαταλάβει οι Τούρκοι, για να υποχρεωθεί όμως να αποσυρθεί το 1922, με τη συνθήκη που επισφράγισε τη μικρασιατική καταστροφή, ακολουθούμενος από 30.000 Έλληνες Ανδριανουπολίτες και άλλες προσφυγικές στρατιές απ’όλη την Ανατολική Θράκη», Θοδώρου Καρζή, «Οι πατρίδες των Ελλήνων», Γ’ Τόμος, Ανατολική Θράκη-Ανατολική Ρωμυλία, σ.246.
“Με την ανακωχή των Μουδιανών, 28 Σεπτεμβρίου 1922, ορίστηκε να αποσυρθούν τα ελληνικά στρατεύματα δυτικά του Έβρου σε 20 περίπού μέρες ενώ οι πολιτικές αρχές να μεταβιβαστούν στους Τούρκους σε ένα μήνα μετά την εκκένωση της Θράκης από τους Έλληνες. Η συνθήκη των Μουδανών δεν έθετε κανένα όρο για να εγκαταλείψουν τον τόπο τους οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης. Ποιος όμως μπορούσε να τους συγκρατήσει; Οι πληροφορίες των κατοίκων της Θράκης για τις εκτεταμένες σφαγές των Ελλήνων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και της Σμύρνης και οι Τούρκικές συμμορίες, πού είχαν εμφανιστεί στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης, είχαν τρομοκρατήσει τους ελληνικούς πληθυσμούς και τους προειδοποιούσαν τι τους περιμένει, όταν Θα έφταναν στον τόπο τους οι βάρβαροι Τούρκοι (Θεοδώρου Κυρκούδη, «Η προσφορά των Θρακών στους αγώνες του Έθνους 1453-1923»,Εθνικό Ίδρυμα Νεότητας, Πρόγραμμα διαπολιτισμικής εκπαιδευτικής στήριξης Θράκης, Αθήνα, 1998)Βλ.:
http://alex.eled.duth.gr/kirkoudis1/index.html
[24] Η τάση αυτή, να επιλέγουν δηλαδή κάποιοι πρόσφυγες γειτονικές περιοχές, με την προσδοκία της επιστροφής, είναι κοινός τόπος στην προσφυγική βιβλιογραφία. N.North, “Narratives of Cambodian in the Collection of Reffugee Stories”, Oral History, 23:2 (1995), σ.33-48. Δ.Σεϊτανίδης, «Το Σουφλί και η ιστορία του από το 1910 μέχρι το 1950», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 24 (1959), σσ.233-68.
[25] Μαρτυρία της Μαρίας Χατζοπούλου, Αυδίκος, ο.π. σ.34. Το Γιαούπ ήταν ένα (ελληνόφωνο και όχι αρβανιτόφωνο) χωριό κοντά στο Ιμπρίκ Τεπέ.
[26] Μπίντικλι λεγόταν το τούρκικο χωριό το οποίο εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του το 1922 και εκεί πήγαν 80 οικογένειες αρβανιτόφωνων από το Ιμπρίκ Τεπέ. Το χωριό ονμάστηκε Τύχιο και από το 1953 (Β.Δ.23.7.53, ΦΕΚ 193/31.7.53, τεύχος Α’) ονομάζεται Τυχερό και είναι η έδρα του ομώνυμου Δήμου.
[27] Μαρτυρία Σύρμως Γκίρδα, Αυδίκος, ο.π., σ.34.
[28] Βλ. Λάμπρος Μπαλτσιώτης, ιστορικός, «Ανταλλαγές Πληθυσμών και προσφυγιά στην Ελλάδα και την Τουρκία. Οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα δύο εθνικών αφηγήσεων», περιέχεται στο «Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών», Κέντρο ερευνών μειονοτικών ομάδων (Κ.Ε.Μ.Ο.), σ.488.
[29] Μαρτυρία Αγλαΐας Πράφτσα, Αυδίκος, ο.π., σ.35.
[30] Άγγελος Γερμίδης, ο.π.
[31] Οι άριστες σχέσεις μεταξύ Γιαούπ και Ιμπρίκ Τεπέ συντέλεσαν ώστε οι Γιαουπιώτες να ακολουθήσουν τους αρβανίτες στην μετακίνησή τους και να καταλύσουν και πάλι σε διπλανό χωριό (Φυλακτό) μετά το πέρασμα από τον Έβρο.
[32] Η σφοδρή κακοκαιρία του Οκτωβρίου του 1922 στην Ανατολική Θράκη μαρτυρείται επίσης και από τον Γερμίδη στην περιγραφή του για την εκκένωση της Ανδριανούπολης, λίγα χιλιόμετρα πιο βόρεια, Γερμίδης, ο.π.
[33] Μαρτυρία Βασίλη Μιχαηλίδη, Αυδίκος, ο.π. σ.35.
[34] Στην απογραφή του 1928 το Τύχιο έχει πληθυσμό 529 άτομα.
[35] Κόλλιας, «Μικρό αφιέρωμα στα αρβανιτοχώρια της Θράκης»,Μπέσα,25 (1993), σ.5-8.
[36] «Κέντρο όλων των Αρβανιτάδων της Μανδρίτσας, που μετανάστευσαν από τη Βουλγαρία το 1914, είναι οι Μάνδρες του Κιλκίς. Από την Μανδρίτσα εγκαταστάθηκαν επίσης αρκετοί στο Σουφλί, στο Πρωτοκκλήσι Έβρου, στον Καλό Αγρό Δράμας, στη Θέρμη, στο Ζαγκλιβέρι και στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, αλλά οι περισσότερες οικογένειες ήρθαν στις Μάνδρες. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν χτίστες. Δεν έχουμε καταλήξει ακόμα, μέσα από τις παραδόσεις των γεροντότερων, για τον αρχικό τόπο καταγωγής. Μια παράδοση σχετίζεται με αναγκαστικό εκπατρισμό στην Τουρκοκρατία από τη Μάνδρα Αττικής. Μια άλλη εκδοχή λέει ότι και εμείς είμαστε από την περιοχή, από το Βιθκούκι». Τα παραπάνω είπε ο Κω/νος Βασδραβανίδης, τ.πρόεδρος της κοινότητας Μανδρών Κιλκίς, στην διημερίδα για τα Αρβανίτικα (βλ.υποσημείωση 3), «Η Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα», ο.π., σ.292.
[37] Η παρούσα εργασία, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται ο καθένας, επικεντρώθηκε στους Αρβανίτες του νοτίου Έβρου και δεν αναφέρθηκε παρά αποσπασματικά και σποραδικά στους Αρβανίτες που προήλθαν από το Μεγάλο Ζαλούφι και εποίκισαν τον Βόρειο νομό Έβρου. Ο λόγος είναι η καταγωγή του γράφοντος, το Τυχερό Έβρου, και τίποτα περισσότερο. Είναι όμως στις άμεσες προθέσεις μου να μελετήσω και να γράψω και για τους Αρβανίτες του βορείου Έβρου.