Πασχάλης Κιτρομηλίδης
Η επίσημη εκκλησία, αλλά και οι θιασώτες του ιδεολογήματος του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» , κατά πλήρη αντιδιαστολή προς την ιστορική πραγματικότητα, διακηρύσσουν ότι η εκκλησία ήταν αυτή που έσωσε τον ελληνισμό μετά την Άλωση της Πόλης.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Τι δίδασκε η εκκλησία κατά την τουρκοκρατία;
Ποια ήταν τα αγαπημένα αναγνώσματα τότε;
Τι πίστευε ο κόσμος ως ιστορία;
Ποιους θεωρούσε προγόνους του;
Τι έγραφαν αυτά τα περίφημα Χρονικά που ήταν τα τότε βιβλία της ιστορίας;
Εδώ λοιπόν προσκρούει το ιδεολόγημα περί της συνεχούς και αδιάλειπτης παρουσίας του ελληνικού Έθνους, μιας επινόησης του ιστορικού Ρομαντισμού: η εκκλησία αυτοδιαψεύδεται και αυτοαναιρείται όπως θα δείτε παρακάτω μέσα από τα όσα η ίδια πίστευε και δίδασκε κατά την τουρκοκρατία.
Παραθέτω αποσπάσματα μέσα από ένα βιβλίο που πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσει όποιος θέλει να πληροφορηθεί επιστημονικά για το πότε δημιουργήθηκαν οι νέοι έλληνες και το πώς ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός δημιούργησε αυτή την εθνογένεση.
Το βιβλίο ονομάζεται «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» (εξεδόθη από το "Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας") και συγγραφέας του ένας μεγάλος πανεπιστημιακός, ο Πασχάλης Μ.Κιτρομηλίδης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Harvard, Καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών [1].
Ορίστε λοιπόν τι πίστευαν τότε οι χριστιανοί ρωμιοί (μετέπειτα έλληνες) υπό την καθοδήγηση της εκκλησίας:
«Το πιο πλατιά διαδεδομένο χρονικό στους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας ήταν το λεγόμενο «Βιβλίον ιστορικόν», το οποίο αποδιδόταν ψευδεπίγραφα στον Δωρόθεο, ανύπαρκτο μητροπολίτη Μονεμβασίας [2].
Δημοσιευμένο για πρώτη φορά στα 1631, το κείμενο ανατυπώθηκε τουλάχιστον 24 φορές μέχρι το 1818.
Στόχος της εκλαϊκευτικής αφήγησης ήταν να εδραιώσει τον «φόβον Κυρίου» στον ευσεβή λαό του Θεού [3].
Το κύριο σώμα του βιβλίου καταλάμβανε η Βιβλική ιστορία. Ως προς την δομή της θεματολογίας τους τα χρονικά της Τουρκοκρατίας συνέχιζαν μια πολύ παλαιότερη βυζαντινή χρονογραφική παράδοση. Τις αφηγήσεις των γεγονότων της Παλαιάς Διαθήκης ακολουθούσε η ιστορία των αρχαίων Εβραίων ως την εποχή των πολέμων τους με τους άλλους αρχαίους λαούς της Μέσης Ανατολής καθώς και η ιστορία της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Με αυτόν τον τρόπο ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας παρεμβαλλόταν στην αφήγηση. Είναι αξιοσημείωτο, ότι η ελληνική ιστορία δεν εμφανιζόταν στο προσκήνιο παρά μόνο στην ελληνιστική της φάση, εποχή στην οποία τεμνόταν με την αρχαία εβραϊκή ιστορία.
Η αφήγηση προχωρούσε με την ρωμαϊκή ιστορία και την ιστορία της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από την ίδρυση ως την πτώση της Κωνσταντινούπολης, και συνεχιζόταν με την ιστορία των Οθωμανών σουλτάνων μέχρι τις ημέρες σύνταξης του χρονικού.
Σε όλη την αφήγηση αποδιδόταν ιδιαίτερη προσοχή στην εκκλησιαστική ιστορία, ενώ έλειπαν αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και στον πολιτισμό της. Οι Οθωμανοί σουλτάνοι της Κωνσταντινούπολης προβάλλονταν ως οι φυσικοί διάδοχοι των χριστιανών αυτοκρατόρων.
Παρόμοιες αντιλήψεις αντανακλούσε και ένα άλλο χρονικό, πρωτοδημοσιευμένο τον 17ο αιώνα, το οποίο γνώρισε συχνές ανατυπώσεις κατά τη διαδρομή του 18ου αιώνα.
Πρόκειται για την «Επιτομή της ιεροκοσμικής ιστορίας», συγγραφέας της οποίας ήταν ο Νεκτάριος ο Κρης, ο λόγιος πατριάρχης Ιεροσολύμων (1602-1676).
Αντίθετα προς τους αρχαίους ειδωλολάτρες συγγραφείς που είχαν περιγράψει το μεγαλείο των κρατών και των βασιλείων, καθώς και τους πολέμους των εθνών και των ηγεμόνων, με πρόθεση να προκαλέσουν τον θαυμασμό για την ανθρώπινη αρετή, ο στόχος της ιστορίας επαναπροσδιοριζόταν τώρα σε νέα βάση: δεν την απασχολούσαν πια τα κατορθώματα των ανθρώπων αλλά τα θαύματα της θείας πρόνοιας και της θείας δύναμης, που άνοιγαν τον δρόμο προς τη μέλλουσα μακαριότητα.
Η ενασχόληση με το υπερβατικό συσκότιζε την έννοια του κοσμικού χρόνου.
Η πολιτική ιστορία καταγραφόταν χωρίς να διατυπώνονται ερωτήματα για τον λογικό της άξονα ή για τους στόχους της. Εκφραζόταν άλλωστε μια πολιτική ταύτιση με την οθωμανική μοναρχία.
Αναφερόμενος στην οθωμανική κατάκτηση της Μέσης Ανατολής, τον 16ο αιώνα, ο συγγραφέας πανηγύριζε τις νίκες του Σουλτάνου, που είχαν επιτέλους επαναφέρει αυτές τις περιοχές υπό το σκήπτρο της βασιλίδας των πόλεων. Κατά την εκτίμησή του, είχε έτσι δοθεί τέλος στην σύγχυση και στις αναστατώσεις ολόκληρων αιώνων και η ειρήνη είχε επανέλθει στους Αγίους Τόπους.
Ούτε για μια στιγμή δεν φαίνεται να πέρασε από το νου του ευσεβούς συγγραφέα η σκέψη ότι η βασιλίδα των πόλεων (Κωνσταντινούπολη), στην κυριαρχία της οποίας είχαν υποταχθεί η Παλαιστίνη και η Αραβία, βρισκόταν και η ίδια αιχμάλωτη ενός ξένου και χριστιανομάχου δυνάστη. Εντοπίζεται και στο σημείο αυτό η πολιτική ταύτιση της ηγεσίας της ελληνικής κοινωνίας με το οθωμανικό καθεστώς, η οποία είναι εμφανής και στη στάση των Φαναριωτών.
Η ελληνική ιστορία παρέμεινε απούσα από την Επιτομή, όπως απουσίαζε και από το Βιβλίον Ιστορικόν. Γινόταν μία σύντομη μνεία της πτολεμαϊκής κυριαρχίας στην Αίγυπτο, μόνο και μόνο γιατί η περίοδος αυτή ενσωματωνόταν στο κοσμολογικό σχήμα που περιλάμβανε τη Δημιουργία, τη βιβλική εβραϊκή ιστορία, την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή κυριαρχία επί των αρχαίων Εβραίων και τη χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία[4]».
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι χριστιανοί ρωμιοί (οι ελληνόφωνοι χριστιανοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας) είχαν μια οικουμενική αντίληψη για την ιστορία τους ως χριστιανοί και όχι ως έλληνες. Θεωρούσαν τους ευατούς τους πρωτίστως και κυρίως ως χριστιανούς και αυτοαποκαλούντο «ρωμαίοι». Ο ελληνόφων που ασπαζόταν τον μουσουλμανισμό γινόταν αυτόματα "τούρκος" ("τούρκεψε" έλεγαν γι'αυτόν που άλλαζε θρησκεία) και ο ελληνόφων χριστιανός ένιωθε τον αλβανόφωνο χριστιανό ορθόδοξο (αρβανίτη) πολύ πιο κοντά του και για τον λόγο αυτό κατά την διάρκεια της Επανάστασης πολέμησε μαζί με τον αλβανόφωνο, τον βλαχόφωνο, στον σλαβόφωνο χριστιανό τους μουσουλμάνους τουρκόφωνους, ελληνόφωνους κ.λπ.
Ο ορισμός του έλληνα στα πρώτα συντάγματα αποδεικνύει του λόγου το αληθές ("Οσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες") [5].
Για τον λόγο αυτό η ιστορία τους ήταν η ιστορία του χριστιανισμού και όχι κάποια εθνική ιστορία.
Για να «δέσει» το ιδεολόγημα περί της –δήθεν- συνεχούς και αδιάλειπτης παρουσίας του ελληνικού έθνους, ολόκληρες κοινωνίες και για εκατοντάδες χρόνια παρουσιάζονται από την εθνικιστική ιστοριογραφία σχεδόν ως ηλίθιες, ως ευρισκόμενες σε λήθαργο, ως μη έχουσες συνείδηση του τι είναι, και έτσι μια εθνικιστική θεώρηση της ιστορίας πραγματοποιείται αναδρομικά: αφού δεν έλεγαν τότε ότι είναι Έλληνες αλλά χριστιανοί ρωμαίοι, τότε εξ ανάγκης αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν μεθυσμένοι, τελούν εν υπνώσει, εν αφασία και κάποια στιγμή αφυπνίζονται και έρχονται στα συγκαλά τους γιατρεμένοι από την αμνησία τους!
Η εισαγωγή των ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο ήταν αυτή που άρχισε να αλλάζει τα δεδομένα.
Γράφει σχετικά ο Π.Κιτρομηλίδης:
«Η μετάβαση στην κοσμική αίσθηση του χρόνου και η μεταφορά των πνευματικών προσανατολισμών και των μεθόδων της ιστοριογραφίας του Διαφωτισμού στην ελληνική σκέψη καλλιέργησαν την ιδέα ενός ξεχωριστού εθνικού παρελθόντος έναντι του κοινού ιερού παρελθόντος όλων των χριστιανικών λαών, τους πρόσφεραν μιαν αρχική επίγνωση της ιδιαιτερότητάς τους στη νεότερη διεθνή κοινωνία…» [6]
Οι λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οι οποίοι αντιμάχονταν την μοιρολατρική θεώρηση της κατάστασης από την επίσημη εκκλησία, προσπάθησαν (και τελικά κατάφεραν) να πείσουν τους χριστιανούς ρωμιούς ότι οι τελευταίοι είναι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων. Σε αυτό συνετέλεσαν οι ευρωπαίοι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού, το τεράστιο φιλελληνικό κίνημα και οι ευρωπαίοι περιηγητές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Φυσικά οι δυσκολίες ήταν τεράστιες στο έργο τους μιας και ο λαός δεν ήταν και τόσο δεκτικός σε αυτή την εθνογένεση.
Ο Γρηγόριος Παλιουρίτης γράφει: «[Οι ξένοι]… επαίνους επί επαίνοις καθ’εκάστην των Ελλήνων και ημετέρων προγόνων πλέκουσι και ξυγγράφουσι και τας πρώτας αρχάς της αρετής από τους έλληνας λαμβάνοντες εις τας απαλάς των παιδίων ψυχάς αγωνίζονται να εμφυτεύσωσι, και καθείς δεν παύει να αναγιγνώσκη την Ελληνικήν Ιστορίαν, και αναγιγνώσκων να θαυμάζη και θαυμάζων εκείνους μεν επαινεί, ημάς δε ελεεί. Οι Έλληνες δε, οι απόγονοι λέγω του Μιλτιάδου, του Λεωνίδα, του Επαμεινώνδου και άλλων τοιούτων, ου μόνον αγνοούσι τα έργα αλλά και τα ονόματα των Προπατόρων αυτών. Η δε άγνοια πόθεν; εκ της ελλείψεως των τοιούτων επωφελών τοις Έλλησι Βιβλίων» [7].
Το μέγεθος του συνειδησιακού προβλήματος των χριστιανών ρωμαίων απεικονιζόταν στην συνήθεια των νεότερων Ελλήνων να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, όταν έπρεπε να δηλώσουν το εθνικό τους όνομα.
Γράφει επ’ αυτού ο Γρηγόριος Παλιουρίτης: «… των Ιστορικών Βιβλίων η σπάνις κρατεί το ποτε ευκλεές των Ελλήνων γένος εις άγνοιαν, η δε άγνοια τοσούτον κατεκυρίευσεν αυτό ώστε και το όνομα Έλληνες, ου μόνον δεν θέλομεν να δεχώμεθα, αλλά και ότε το ακούωμεν, δυσαρεστούμεθα, Ρωμαίοι δε καλούμενοι χαίρομεν, δια να χαρακτηρίζωμεν καλλίτερον το όνειδος της δουλείας, την οποία ελάβομεν από τον λαόν της Ρώμης ως πατρικήν τινα αρετήν» [8].
Ο ιατροφιλόσοφος Γιώργος Σακελλάριος επίσης παρατηρεί:
«Βλέποντας τα μεν άλλα γένη να είναι πλουτισμένα με παρόμοια βιβλία της Αρχαιολογίας των παλαιών γενών… και ου μόνον οι πεπαιδευμένοι και διδάσκαλοι αλλά και οι άκρω δακτύλω της παιδείας γευσάμενοι, σχεδόν δε και τα παιδία να έχωσιν ικανάς ιδέας της ιστορίας όλων των γενών, το δε ειδικόν μας γένος να μην έχη ουδεμίαν ιδέαν ούτε αυτών των προγόνων του..» [9].
Και έτσι, σιγά σιγά, μέσω του Διαφωτισμού, μέσω των ευρωπαίων και των ελλήνων διαφωτιστών άρχισαν οι χριστιανοί ρωμαίοι (ρωμιοί) να θεωρούν εαυτούς ως απογόνους των αρχαίων ελλήνων.
Για τα δεδομένα της εποχής, κάτι τέτοιο ήταν επαναστατικό και βρήκε την εκκλησία απέναντι, η οποία μη μπορώντας να επηρεάσει τις εξελίξεις, απλώς τις ακολούθησε.
Σήμερα φυσικά η εκκλησία, αντιστάσεως μη ούσης (το πολιτικό κόστος βλέπετε), διακηρύσσει εντελώς ανιστόρητα ότι ήταν αυτή που συνετέλεσε στην εθνογένεση.
Το οξύμωρο είναι ότι οι σημερινοί εθνικιστές αντίκεινται στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και αντιπαρατάσσουν τον αρχαιοελληνικό (αγνοώντας ότι ο πρώτος είναι συνέχεια του δεύτερου), θεωρώντας αφελώς ότι πρόκειται για δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα και αγνοώντας ότι αυτή τους η σκέψη είναι αντιφατική και σχιζοφρενική αφού και οι ίδιοι υπάρχουν χάρη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και σε ό,τι αυτός γένησε: τον Διαφωτισμό, που εξύψωσε τον άνθρωπο από υπήκοο σε πολίτη και γκρέμισε τις αυτοκρατορίες στήνοντας εθνικά κράτη σε όλη την Ευρώπη, και άρα και στην Ελλάδα.
doctor
Πληροφορίες για το βιβλίο: http://www.greekbooks.gr/web/book/details.aspx?ProductID=119484
_______________________________________________________
[1] Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης σπούδασε Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Harvard απ' όπου έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα. Είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην ιστορία των πολιτικών θεωριών και περιλαμβάνουν ζητήματα κλασικής και νεότερης πολιτικής σκέψης. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Στα βιβλία του περιλαμβάνεται το Enlightenment, Nationalism, Orthodoxy (Ashgate, 1994).
[2] Δωρόθεος Μονεμβασίας, Βιβλίον Ιστορικόν, Βενετία 1631, επιμ.εκδ.Απόστολος Τζιγαράς. Για το έργο βλ. Σπ. Λάμπρος, «Δωροθέου Βιβλίον Ιστορικόν», «Νέος Ελληνομνήμων, 16 (1922), σσ. 137-190. Για τις πηγές του έργου βλ.G.Moravcsik, Byzantinoturcica, I, Βερολίνο 1958 σσ. 412-413, και Ελισάβετ Ζαχαριάδου, «Μια ιταλική πηγή του Ψευδο-Δωροθέου για την ιστορία των Οθωμανών», Πελλοπονησιακά, 5 (1961), σσ. 46-59. Μέχρι στιγμής έχουν επισημανθεί οι εξής εκδόσεις του έργου, όλες τυπωμένες στην Βενετία: 1631,1637,1654,1673,1676 (δις), 1681,1684, 1686, 1691, 1740, 1743, 1750, 1752, 1761, 1763, 1767, 1778, 1781, 1786, 1792, 1798, 1805, 1818.
Για βιβλιογραφικές λεπτομέρειες βλ.Θ.Παπαδόπουλος, Ελληνική Βιβλιογραφία 1791-1795, Αθήνα 1970, σσ.116-117.
Μια άλλη χρονογραφική πηγή συναφής με το Βιβλίον Ιστορικόν ήταν η Νέα Σϋνοψις Διαφόρων Ιστοριών του Ματθαίου Κιγάλα, Βενετία 1637. Αμφότερες οι πηγές απηχούν τις παραδόσεις του προφητικού χιλιασμού της περιόδου της οθωμανικής κυραρχίας. Βλ. Cyril Mango, “The Legend of Leo the Wise”, Byzantium and its Image, Λονδίνο:Varorium, 1984, Μελέτη ΧVI, ιδίως σσ.75,78.
Η παράθεση των ανωτέρω πηγών ελήφθη από το βιβλίο του Π.Κιτρομηλίδη «Νεοελληνικός Διαφωτισμός»(Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας), σελ.532-533.
[3] «Βιβλίον Ιστορικόν», Βενετία 1743, Πρόλογος.
[4] Πασχάλη Κιτρομηλίδη, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός»(Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας), σελ.86-88.
[5] Βουλή των Ελλήνων: http://www.parliament.gr/1821/anafora/xrono4c.asp
[6] Πασχάλη Κιτρομηλίδη, "Νεοελληνικός Διαφωτισμός" (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας), σελ.123.
[7] Γρηγόριος Παλιουρίτης, Επιτομή ιστορίας της Ελλάδος, Βενετία 1815, τομ.Α’ σσ. ιζ’-ιη’.
[8] ο.π. σσ. ιη’-ιθ’.
[9] Γιώργος Σακελλάριος, «Αρχαιολογία συνοπτική των Ελλήνων», Βιέννη 1796.
2 σχόλια:
ΠΟΛΎ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ
Μα η Εκκλησία μέχρι την εποχή του ρομαντισμού ακι του παπαρηγόπουλου (πρώτου εκφραστή της ενότητας ιστορικά) δεν αποδεχόταν αυτή την ενότητα ακριβώς γιατί Έλλην στο Βυζάντιο σήμαινε τον άπιστο, τον ειδωλολάτρη -όπως και το "Τούρκος" για τους Οθωμανούς).
Δημοσίευση σχολίου