«Έννοιες όπως «μας κλέβουν», «αλλοιώνουν», «παραχαράσσουν» την ιστορία, παραπέμπουν στην αντίληψη μιας αποκρυσταλλωμένης ιστορίας, κάτι σαν το σύμβολο της πίστεως, με συγκεκριμένα μέρη, ερμηνείες, αξιολογήσεις. Παραπέμπουν δηλαδή σε ένα φαντασιακό αφήγημα, το οποίο κανείς δεν μπορεί να περιγράψει επαρκώς, αλλά το οποίο θα πρέπει να «διαφυλάσσουμε ως κόρην οφθαλμού» [1].
Όπως τα «πάντα ρει», έτσι και η ιστορία υπόκειται σε συνεχείς αναθεωρήσεις, επαναδιατυπώσεις και αποδομήσεις, αναλόγως με τα ερωτήματα που θέτει η κάθε γενιά.
Η ιστορική επιστήμη εξελίσσεται όπως όλες οι επιστήμες και θεωρεί ότι καμία πρόσκαιρη καταγραφή δεν πρέπει να εκλαμβάνεται με δογματικούς-θεολογικούς όρους, ως τελεσίδικη απόφαση, ως δεδικασμένο. Δεν μιλώ φυσικά για την καταγραφή των γεγονότων αλλά για την ανάλυσή τους.
Το παρόν θέμα πραγματεύεται την υποκειμενικότητα των εθνικών ιστοριογραφιών όσον αφορά τα γεγονότα των ετών 1919-1922. Προσπαθεί δηλαδή να φωτίσει την σκοτεινή πλευρά της χειραγώγησης της ιστορίας από τις –άμεσα ή έμμεσα- εμπλεκόμενες χώρες για «εθνικά» επωφελείς σκοπούς.
Το παρόν θέμα πραγματεύεται την υποκειμενικότητα των εθνικών ιστοριογραφιών όσον αφορά τα γεγονότα των ετών 1919-1922. Προσπαθεί δηλαδή να φωτίσει την σκοτεινή πλευρά της χειραγώγησης της ιστορίας από τις –άμεσα ή έμμεσα- εμπλεκόμενες χώρες για «εθνικά» επωφελείς σκοπούς.
Κατά τα έτη που έλαβε χώρα η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή (1919-1922), στην Μέση και Άπω Ανατολή υπήρξε μια ολόκληρη αλυσίδα από επαναστατικά αντιαποικιοκρατικά γεγονότα όπως του Πατζάμ στις Ινδίες τον Απρίλιο-Μάιο του 1919, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Κίνα τον Μάιο του 1919, η εξέγερση της Κορέας τον Απρίλιο του 1919, ο πόλεμος του Αφγανιστάν ενάντια στους Άγγλους (Μάιος-Ιούνιος 1919), η εξέγερση εναντίον των άγγλων στην Περσία στα 1920, ο πόλεμος των βορείων φυλών των Ινδιών ενάντια στην αποικιακή κατοχή (1919-1922) και η απελευθέρωση της Μογγολίας (1922). Οι λαοί αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ξεσηκώνονται και διεκδικούν ένοπλα την ελευθερία τους.
Στην Τουρκία, την ίδια εποχή, επιβάλλονται οι όροι της ανακωχής της Συνθήκης του Μούδρου [2] που συνεπάγονται την ολοκληρωτική αποικιακή υποδούλωση του τουρκικού λαού ο οποίος αντιδρά και ξεσηκώνεται καθιστώντας την Τουρκία το κέντρο της αντιαποικιακής πάλης των λαών της Εγγύς Ανατολής.
Στα γεγονότα των ετών 1919-1922 στην Τουρκία, ενεπλάκησαν αρκετές χώρες.
Στα γεγονότα των ετών 1919-1922 στην Τουρκία, ενεπλάκησαν αρκετές χώρες.
Η καθεμία από αυτές στην εθνική της ιστοριογραφία εξέλαβε τα γεγονότα με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον» και τα ερμήνευσε με τέτοιον τρόπο ώστε να δικαιώνουν τις αντίστοιχες εθνικές «μας» πράξεις.
Ας δούμε λοιπόν πως κατέγραψαν οι εθνικές ιστοριογραφίες τα γεγονότα της περιόδου 1919-1922, λίγα χρόνια μετά από αυτά:
Ας δούμε λοιπόν πως κατέγραψαν οι εθνικές ιστοριογραφίες τα γεγονότα της περιόδου 1919-1922, λίγα χρόνια μετά από αυτά:
1) Οι αμερικάνοι ιστορικοί θεωρούν την επέμβαση των Η.Π.Α. εκεί ως μια προσπάθεια για την κατοχύρωση της διεθνούς ειρήνης [3].
Οι Αμερικάνοι παρουσιάζονται ως πιστοί φίλοι της Τουρκίας και εχθροί κάθε βίαιης επέμβασης στην Εγγύς Ανατολή [4].
Η θεωρία της αμερικανικής ανιδιοτέλειας αναπαράγεται και εδώ, σύμφωνα με την οποία οι Η.Π.Α. έχουν το δικαίωμα ελεύθερης δράσης στην Εγγύς Ανατολή, διότι είναι η μοναδική δύναμη που δεν έχει εγωιστικά συμφέροντα στην περιοχή [5].
Στην αμερικανική ιστοριογραφία υπάρχουν ακόμη και τάσεις να χαρακτηριστεί η επέμβασή τους ως ανάχωμα στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των άλλων δυτικών δυνάμεων στην Εγγύς Ανατολή[6].
Δεν λείπουν βέβαια και ιστορικοί που αναγνωρίζουν μερικές βασικές αλήθειες.
Έτσι, ο Harry O.Howard δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι τα ενδιαφέροντα των Η.Π.Α. στην Εγγύς Ανατολή ανέκαθεν ήταν οικονομικά, και αφορούσαν τα πετρέλαια της ευρύτερης περιοχής [7].
2) Οι άγγλοι ιστορικοί αντεπιτίθενται και κατηγορούν τις Η.Π.Α. για απληστία [8] και ταυτόχρονα καταβάλλουν προσπάθειες να παρουσιάσουν την Αγγλία σαν ανεύθυνη για τα αιματηρά γεγονότα στην Εγγύς Ανατολή στα 1919-1922. Ο William Miller καταλογίζει όλες τις ευθύνες στον Βενιζέλο:
«Ο Βενιζέλος πρότεινε να στείλει τον ελληνικό στρατό ενάντια στους κεμαλιστές και ο Λόυδ Τζώρτζ δέχθηκε την πρόταση, που κατ’αρχήν υποσχόταν θετικά αποτελέσματα»[9].
Οι άγγλοι παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, υπέρ του ανθρωπισμού και η στρατιωτική επέμβαση ενάντια στην τουρκική εθνική επανάσταση αποδίδεται στην ελληνική πρωτοβουλία [10].
3) Οι γάλλοι ιστορικοί αντικρούουν τους ισχυρισμούς των άγγλων συναδέλφων τους. Αποδίδουν όλη την ευθύνη στους άγγλους, τους οποίους κατηγορούν για ληστρικές πράξεις και τους θεωρούν ως αφερέγγυους συμμάχους. Υπάρχουν όμως και γάλλοι ιστορικοί που αποδίδουν μεγάλες ευθύνες στην Ελλάδα.
Ο Ε.Driault γράφει ότι τα πράγματα οδηγήθηκαν εκεί διότι η Ελλάδα «γνωρίζει μόνο μια πολιτική, την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της απελευθέρωσης της Μηδίας, της δημιουργίας της Μεγάλης Ελλάδας και της επαναφοράς του Βασιλιά στην Αγια-Σοφιά» [11]. Ο Lamouche γράφει ότι η ήττα στη Μικρά Ασία οφείλεται στην απιστία της Ελλάδας προς τους συμμάχους. Επίσης ισχυρίζεται ότι την πολιτική των δυτικών στην Εγγύς Ανατολής την υπαγόρευσε σε αυτούς η Ελλάδα [12].
4) Στην τουρκική ιστοριογραφία, η αντιαποικιοκρατική τουρκική επανάσταση αποκαλείται επανάσταση για την απαλλαγή του τουρκικού λαού από τον ξένο ζυγό και απολύτρωση από την εκπολιτιστική-ηθική καθυστέρηση που για αιώνες ήταν καταδικασμένος [13].
Η επίσημη τουρκική ιστοριογραφία χαρακτηρίζεται από την απολογητική της στάση προς τον τουρκικό σωβινισμό και τα όσα εγκλήματα αυτός έπραξε προκειμένου να δημιουργηθεί ένα «καθαρό» εθνικό κράτος, μέσω της εξόντωσης όσων δεν «χωρούσαν» στην προκρούστεια «εθνική» κλίνη του [14].
5) Η σοβιετική ιστοριογραφία αντιμετώπισε τα γεγονότα αυτά σαν αποτέλεσμα της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και της ανάπτυξης του αντιαποικιακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των λαών της περιοχής υπό την αποφασιστική επίδραση της σοσιαλιστικής επανάστασης των Μπολσεβίκων.
6) Η ελληνική ιστοριογραφία, στα πρώτα χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, κινήθηκε υπό την μεγάλη επίδραση του «Εθνικού Διχασμού».
Έτσι, η ιστορική έρευνα περιορίστηκε μόνο πάνω στο πρόβλημα για τις ευθύνες των δύο αντιμαχομένων πολιτικών παρατάξεων στην καταστροφή του 1922.
Το άφθονο διπλωματικό υλικό, με επιλεκτική κρίση, θα μπορούσε να αποδείξει και τους πιο αυθαίρετους ισχυρισμούς. Οι έλληνες ιστορικοί, ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση και με την συμπάθειά τους προς την μία ή την άλλη παράταξη, προς τον βενιζελισμό ή τον αντιβενιζελισμό, οδηγούνται στην ανάλογη επιλογή των διπλωματικών εγγράφων και φθάνουν σε αποδείξεις που ικανοποιούν τις υποκειμενικές τους διαθέσεις.
Ο Α. Φραγκούλης χρησιμοποιεί πλουσιότατο διπλωματικό υλικό για να αποδείξει ότι τα αίτια της εθνικής καταστροφής ήταν η μεγαλομανία του Βενιζέλου [15].
Ο Χ. Βοζίκης και ο Π.Πιπινέλης -μερικές δεκαετίες αργότερα- θεωρούν την απόβαση του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία ως το μεγαλύτερο σφάλμα [16].
Ο Βοζίκης αποδίδει την εκστρατεία σε λόγους εσωτερικής κομματικής πολιτικής του Βενιζέλου και την ίδια άποψη υποστηρίζει ο Ι.Μεταξάς [17].
Ο Θ.Κιοσέογλου,αντίθετα, με βάση κι αυτός τα διπλωματικά έγγραφα, αποδίδει την ευθύνη στον βασιλιά Κωνσταντίνο και την αντιβενιζελική κυβέρνηση που ήταν τυφλά όργανα των Άγγλων [18].
Ο Γ.Βεντήρης θεωρεί αιτία της αποτυχίας της μικρασιατικής εκστρατείας την πολιτική της αντιβενιζελικής παράταξης, που δεν είχε την εμπιστοσύνη των συμμάχων [19].
Από τις ελληνικές στρατιωτικές μελέτες, χαρακτηριστικές είναι αυτές των στρατηγών Νίδερ και Κοντούλη, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Και οι δυο τους, αποδεικνύουν με βάση πλούσιο υλικό ότι ο ελληνικός στρατός δεν είχε τις δυνατότητες διεξαγωγής του πολέμου. Επίσης δεν είχε ελευθερία κινήσεων. Τις κινήσεις του τις έλεγχαν και τις αποφάσιζαν οι δυτικές στρατιωτικές αρχές της Εγγύς Ανατολής με γνώμονα την ικανοποίηση των απαιτήσεων της εξωτερικής πολιτικής των χωρών τους [20].
Έτσι, ο κάθε λαός, μέσα από την επίσημη ιστορία του, πληροφορείται τα γεγονότα αυτής της εποχής διαμορφωμένα, αποστειρωμένα και διατυπωμένα έτσι ώστε το δικό «μας» έθνος να αποδεικνύεται το μεγάλο θύμα, ο καλός ή (και) ο μεγάλος αδικημένος της υπόθεσης.
Η ιστοριογραφία των δυτικών χωρών παρουσιάζει την δράση τους ως πράξη διασφάλισης της ειρήνης και ως εγγύηση σταθερότητας στην περιοχή, ενώ η ελληνική και η τουρκική ιστοριογραφία επικαλούνται τα «ιστορικά δίκαια» για να δικαιολογήσουν κάθε ενέργειά τους.
Η μεν ελληνική ιστοριογραφία θεωρεί το έδαφος της Τουρκίας ως αποσπασθέν τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και άρα την απόβαση του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη ως «ιστορικά δίκαιη», η δε τουρκική θεωρεί το έδαφος της Ελλάδας ως παρανόμως αποσπασθέν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απόβαση του ελληνικού στρατού ως «άδικη επιθετική κίνηση».
Όλα αυτά βέβαια μέσω της αναδρομικής «εθνικοποίησης» των εν λόγω θρησκευτικών αυτοκρατοριών του παρελθόντος.
Έτσι, η προσπάθεια ανάγνωσης της ιστορίας εκφυλίζεται σε μια καταναγκαστική επιλογή «στρατοπέδου» για τον μελετητή (έλληνα ή τούρκο), με συνέπεια τον εγκλωβισμό της σκέψης του σε έναν δογματικό μονόδρομο «ετοίμων εθνικών συμπερασμάτων».
Για να προσεγγίσουμε όμως την αντικειμενικότητα πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από τον «εθνικό» μας εαυτό, χωρίς αυτό φυσικά να προσλαμβάνεται ως πράξη «εθνικής μειοδοσίας» αλλά ως μια δυναμική κίνηση «εθνικής αυτογνωσίας».
Η απαλλαγή από τα στερεότυπα και τις «έτοιμες απαντήσεις» και η ανάπτυξη κριτικής σκέψης είναι το μόνο εχέγγυο της οντολογικής μας ανύψωσης.
Αφήνω τον Nobert Elias να «πει» τον επίλογο:
«Για να καταστεί δυνατή η μετάβαση από τη γεωκεντρική στην ηλιοκεντρική κοσμοεικόνα, δεν χρειάζονταν νέες απλώς ανακαλύψεις και η σωρευτική διεύρυνση της γνώσης των αντικειμένων του ανθρώπινου στοχασμού. Χρειαζόταν προπαντός η μεγαλύτερη ικανότητα των ανθρώπων να αποστασιοποιηθούν από τον εαυτό τους μέσα από τη σκέψη τους.
Ο επιστημονικός τρόπος σκέψης είναι αδύνατον να αναπτυχθεί και να γίνει κοινό κτήμα, εάν οι άνθρωποι δεν απελευθερωθούν από τον πρωτογενή αυτονόητο τρόπο, με τον οποίο στην αρχή, αστόχαστα και αυθόρμητα, προσπαθούν να κατανοήσουν τις εμπειρίες τους» [21].
doctor
doctor
______________________________________
[1] Αντώνης Λιάκος, «Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία;», σσ.162-3.
[2] Συνθήκη του Μούδρου
Με την ονομασία Ανακωχή του Μούδρου ή Συνθήκη του Μούδρου ή Συνθήκη ανακωχής του Μούδρου χαρακτηρίζεται η γνωστή συμφωνία ανακωχής που συνάφθηκε στον όρμο Μούδρου, της Λήμνου, στις 17/30 Οκτωβρίου 1918 και υπογράφτηκε την επομένη 31 Οκτωβρίου μεταξύ των Δυτικών Συμμαχικών Δυνάμεων, της Αντάντ, (Entente), αφενός, και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου, με τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Με την συνθήκη αυτή συμφωνήθηκε η κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ των Συμμαχικών Δυνάμεων, (μετά των οποίων και η Ελλάδα), και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία και αναλάμβανε περιληπτικά:
1. Την υποχρέωση του ανοίγματος των Στενών των Δαρδανελίων καθώς και του Βοσπόρου προς την Μαύρη Θάλασσα,
2. Της απόδοσης των συμμάχων αιχμαλώτων,
3. Της παράδοσης του τουρκικού στρατού (του οπλισμού) και των πολεμικών πλοίων (γραμμής), στους Συμμάχους,
4. Της παροχής δυνατότητας άσκησης εποπτείας εκ μέρους των Συμμάχων επί του σιδηροδρομικού δικτύου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
5. Της διακοπής οποιασδήποτε σχέσης, (οικονομικής, εμπορικής κ.λπ.) με τις κεντρικές Δυνάμεις και
6. Της παροχής δυνατότητας των Συμμάχων της κατάληψης, για λόγους ασφάλειας, οποιωνδήποτε στρατηγικών σημείων, έκριναν εκείνες, επί του εδάφους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την Οθωμανική κυβέρνηση.
Η συνθήκη αυτή υπογράφτηκε επί του αγγλικού πολεμικού «Αγαμέμνων» μεταξύ του Άγγλου Ναυάρχου Κάλθορπ, πληρεξούσιου των Συμμάχων και αντιπροσώπων του Σουλτάνου (πηγή: wikipedia).
[1] Αντώνης Λιάκος, «Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία;», σσ.162-3.
[2] Συνθήκη του Μούδρου
Με την ονομασία Ανακωχή του Μούδρου ή Συνθήκη του Μούδρου ή Συνθήκη ανακωχής του Μούδρου χαρακτηρίζεται η γνωστή συμφωνία ανακωχής που συνάφθηκε στον όρμο Μούδρου, της Λήμνου, στις 17/30 Οκτωβρίου 1918 και υπογράφτηκε την επομένη 31 Οκτωβρίου μεταξύ των Δυτικών Συμμαχικών Δυνάμεων, της Αντάντ, (Entente), αφενός, και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου, με τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Με την συνθήκη αυτή συμφωνήθηκε η κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ των Συμμαχικών Δυνάμεων, (μετά των οποίων και η Ελλάδα), και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία και αναλάμβανε περιληπτικά:
1. Την υποχρέωση του ανοίγματος των Στενών των Δαρδανελίων καθώς και του Βοσπόρου προς την Μαύρη Θάλασσα,
2. Της απόδοσης των συμμάχων αιχμαλώτων,
3. Της παράδοσης του τουρκικού στρατού (του οπλισμού) και των πολεμικών πλοίων (γραμμής), στους Συμμάχους,
4. Της παροχής δυνατότητας άσκησης εποπτείας εκ μέρους των Συμμάχων επί του σιδηροδρομικού δικτύου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
5. Της διακοπής οποιασδήποτε σχέσης, (οικονομικής, εμπορικής κ.λπ.) με τις κεντρικές Δυνάμεις και
6. Της παροχής δυνατότητας των Συμμάχων της κατάληψης, για λόγους ασφάλειας, οποιωνδήποτε στρατηγικών σημείων, έκριναν εκείνες, επί του εδάφους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την Οθωμανική κυβέρνηση.
Η συνθήκη αυτή υπογράφτηκε επί του αγγλικού πολεμικού «Αγαμέμνων» μεταξύ του Άγγλου Ναυάρχου Κάλθορπ, πληρεξούσιου των Συμμάχων και αντιπροσώπων του Σουλτάνου (πηγή: wikipedia).
[3] Lenczowski G., «The Middle East in World Affairs», β’έκδ.1956, σ.520.
[4] Albert Hatchinson Putney, “International Relations-Modern Turkey”, New York 1924, σ.501.
[5] A.H. Putney, ό.π., σ.502.
[6] Hedley V. Cooke, “Challenge and response in the Middle East”, New York 1951.
[7] Harry Howard, “The United States and the Soviet Union in the Middle East-Background of the Middle East”, New York, 1952,σ.179.
[8] Ο E.L. De Golter γράφει ότι οι Η.Π.Α. με την επέμβασή τους μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στην Εγγύς Ανατολή, επεδίωξαν την απόκτηση αποκλειστικών οικονομικών προνομίων. De Golter, “The Near East and the Great Powers”, London, σ.128.
[9] Miller, “The Ottoman Empire and its succesors”, Cambridge, 1936, σ.542.
[10] J.A.Grand και I.Temperley, “Europe in the Nineteenth and Twentieth centuries”, London, 1940, σσ.563-4.
[11] Ε. Driault, “La question d’Orient 1918-1937, Paris 1938, σ.82.
[12] «Οι Λόυδ Τζωρτζ, Κλεμανσώ και Ουίλσον ελάχιστα εγνώριζαν ή και τελείως αγνοούσαν τις συνθήκες στην Ανατολική Ευρώπη, οι αντιπρόσωποι των μικρών κρατών ήταν εκείνοι που κατά κάποιο τρόπο υπαγόρευαν τους όρους τους στους μεγάλους. Όσον αφορά την Τουρκία, είναι ο κ.Βενιζέλος που, σαν ικανός πολιτικός, επέβαλε τις πιο μεγάλες ελληνικές αξιώσεις» (Lamouche,”Histoire de la Turquie, Paris, 1922, σ.18).
[13] Α. Tekin, “Le Kemalisme”, Paris 1937, σ.2.
[14] «Histoire de la republique Turque-Devlet Bassimevi», Istanbul 1935, σ.39.
[15] Frangoulis, “La Grèce et la crise mondiale”, Paris 1926, σ.22.
[16] Βοζίκη Χ., «Αι απολογίαι των θυμάτων της 15/11/1922», Αθήναι 1924-5, σ.107. Πιπινέλη Π. «Περισσότερον φως», Αθήναι 1961, σσ.47-8.
[17] Μεταξά Ι., «Ιστορία του εθνικού διχασμού», Αθήναι 1935, σσ.364-370.
[18] Kiosseoglou Th. "L’ échange forcé des minorities d’apré s le traité de Lausanne", Nancy, Nancy, 1926, σ.68.
[19] Βεντήρη Γ., «Η Ελλάς 1910-1920», Αθήναι 1931, τ.Β’, σ.288.
[20] Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια- Περιοδικόν τόμ.1-6, Αθήναι,1927-1930.
[21] Nobert Elias, «Η Εξέλιξη του πολιτισμού», τ.Α’, σ.49.
[4] Albert Hatchinson Putney, “International Relations-Modern Turkey”, New York 1924, σ.501.
[5] A.H. Putney, ό.π., σ.502.
[6] Hedley V. Cooke, “Challenge and response in the Middle East”, New York 1951.
[7] Harry Howard, “The United States and the Soviet Union in the Middle East-Background of the Middle East”, New York, 1952,σ.179.
[8] Ο E.L. De Golter γράφει ότι οι Η.Π.Α. με την επέμβασή τους μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στην Εγγύς Ανατολή, επεδίωξαν την απόκτηση αποκλειστικών οικονομικών προνομίων. De Golter, “The Near East and the Great Powers”, London, σ.128.
[9] Miller, “The Ottoman Empire and its succesors”, Cambridge, 1936, σ.542.
[10] J.A.Grand και I.Temperley, “Europe in the Nineteenth and Twentieth centuries”, London, 1940, σσ.563-4.
[11] Ε. Driault, “La question d’Orient 1918-1937, Paris 1938, σ.82.
[12] «Οι Λόυδ Τζωρτζ, Κλεμανσώ και Ουίλσον ελάχιστα εγνώριζαν ή και τελείως αγνοούσαν τις συνθήκες στην Ανατολική Ευρώπη, οι αντιπρόσωποι των μικρών κρατών ήταν εκείνοι που κατά κάποιο τρόπο υπαγόρευαν τους όρους τους στους μεγάλους. Όσον αφορά την Τουρκία, είναι ο κ.Βενιζέλος που, σαν ικανός πολιτικός, επέβαλε τις πιο μεγάλες ελληνικές αξιώσεις» (Lamouche,”Histoire de la Turquie, Paris, 1922, σ.18).
[13] Α. Tekin, “Le Kemalisme”, Paris 1937, σ.2.
[14] «Histoire de la republique Turque-Devlet Bassimevi», Istanbul 1935, σ.39.
[15] Frangoulis, “La Grèce et la crise mondiale”, Paris 1926, σ.22.
[16] Βοζίκη Χ., «Αι απολογίαι των θυμάτων της 15/11/1922», Αθήναι 1924-5, σ.107. Πιπινέλη Π. «Περισσότερον φως», Αθήναι 1961, σσ.47-8.
[17] Μεταξά Ι., «Ιστορία του εθνικού διχασμού», Αθήναι 1935, σσ.364-370.
[18] Kiosseoglou Th. "L’ échange forcé des minorities d’apré s le traité de Lausanne", Nancy, Nancy, 1926, σ.68.
[19] Βεντήρη Γ., «Η Ελλάς 1910-1920», Αθήναι 1931, τ.Β’, σ.288.
[20] Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια- Περιοδικόν τόμ.1-6, Αθήναι,1927-1930.
[21] Nobert Elias, «Η Εξέλιξη του πολιτισμού», τ.Α’, σ.49.