Το σημερινό θέμα έχει να κάνει με την σκιαγράφηση μιας μεγάλης προσωπικότητας, του λόρδου Βύρωνα [1]. Βασική πηγή του κειμένου ο Samuel Gridley Howe [2] και το έργο του «Σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης (1827)» που με γλαφυρότητα παραθέτει πολύ χρήσιμα στοιχεία για τη ζωή αυτού του μεγάλου φιλέλληνα. Δυστυχώς ο λόρδος Βύρων δεν απέκτησε ποτέ την θέση που του άρμοζε στην θέση των ηρώων της Επανάστασης του 1821.
Η εθνική ιστοριογραφία ανέδειξε (και αντίστοιχα η ελληνική πολιτεία τίμησε και τιμά) ως ήρωες αμφιλεγόμενες προσωπικότητες που κινήθηκαν περισσότερο από προσωπικό συμφέρον παρά από αγάπη για την πατρίδα και που σε κρίσιμες στιγμές προτίμησαν το «ίδιον» από το «γενικό» συμφέρον. [3]
Το 1824 σημαδεύεται από ένα πολύ σημαντικό γεγονός για την Ελλάδα και ακόμα πιο ενδιαφέρον για τον υπόλοιπο κόσμο. Πρόκειται για την άφιξη του Λόρδου Βύρωνα. Για τον Βύρωνα, Η Ελλάδα είχε κάποιο ιδιαίτερο και συγκινητικό ενδιαφέρον. Στην παιδική του ηλικία είχε νιώσει μεγάλο θαυμασμό για το πνεύμα και τη φιλοκαλία του λαού της Αρχαίας Ελλάδας που, φυσικά o καθένας μπορεί και πρέπει να νιώσει, αν διεισδύσει στο κλασικό της πνεύμα. Στην εφηβική του ηλικία, είχε μεταβεί για προσκύνημα στη θρυλική αυτή χώρα. Παρατήρησε με το θαυμασμό του ποιητή τα γραφικά τοπία της. Έσκυψε με σεβασμό πάνω στους τάφους των ηρώων της. Και ήταν πλημμυρισμένος από γλυκιά μελαγχολία όταν έγραφε:
«Κρύα καρδιά έχει αυτός που σε βλέπει όμορφη Ελλάδα
Και δεν αισθάνεται σαν εραστής
Επάνω στην τέφρα των αγαπημένων του.
Νεκρό είναι το μάτι που δεν θα θρηνήσει
Βλέποντας τα γκρεμισμένα τείχη σου
και τους χορταριασμένους βωμούς σου πεσμένους». [4]
Το 1824 σημαδεύεται από ένα πολύ σημαντικό γεγονός για την Ελλάδα και ακόμα πιο ενδιαφέρον για τον υπόλοιπο κόσμο. Πρόκειται για την άφιξη του Λόρδου Βύρωνα. Για τον Βύρωνα, Η Ελλάδα είχε κάποιο ιδιαίτερο και συγκινητικό ενδιαφέρον. Στην παιδική του ηλικία είχε νιώσει μεγάλο θαυμασμό για το πνεύμα και τη φιλοκαλία του λαού της Αρχαίας Ελλάδας που, φυσικά o καθένας μπορεί και πρέπει να νιώσει, αν διεισδύσει στο κλασικό της πνεύμα. Στην εφηβική του ηλικία, είχε μεταβεί για προσκύνημα στη θρυλική αυτή χώρα. Παρατήρησε με το θαυμασμό του ποιητή τα γραφικά τοπία της. Έσκυψε με σεβασμό πάνω στους τάφους των ηρώων της. Και ήταν πλημμυρισμένος από γλυκιά μελαγχολία όταν έγραφε:
«Κρύα καρδιά έχει αυτός που σε βλέπει όμορφη Ελλάδα
Και δεν αισθάνεται σαν εραστής
Επάνω στην τέφρα των αγαπημένων του.
Νεκρό είναι το μάτι που δεν θα θρηνήσει
Βλέποντας τα γκρεμισμένα τείχη σου
και τους χορταριασμένους βωμούς σου πεσμένους». [4]
Childe Harold's Pilgrimage by J.M.W. Turner, 1823
Ποτέ δεν εκφράστηκαν άλλοι για την Ελλάδα με καλύτερο τρόπο από αυτόν του Βύρωνα:
«Είναι η Ελλάδα, μα όχι ζωντανή πια,
Τόσο γλυκιά στην παγωνιά της,
Τόσο θανάσιμα όμορφη». [5]
Αυτά τα αισθήματα ένιωθε, καθώς στεκόταν ανάμεσα στα ερείπια του Παρθενώνα, και γύρω στους άλλους ναούς, που υπέστησαν αμέτρητων χρόνων τις επιδρομές και διατηρούν ακόμη ανεξίτηλα τα ίχνη απ’ το παλιό τους μεγαλείο και την απαράμιλλη ομορφιά τους.
Εκεί το μυαλό του Βύρωνα γέννησε χίλιες δύο σκέψεις και εκεί πλημμύρισε η ψυχή του από απέραντο θαυμασμό για την Ελλάδα, για την οποία έδωσε κι αυτή ακόμη τη ζωή του, πεθαίνοντας με τ’ όνομά της στα χείλη του.
Ο λόρδος Βύρων στο Μεσολόγγι.
Παρακολούθησε με αγωνία την εξέλιξη των γεγονότων και πείσθηκε ότι το ξεσήκωμα ήταν γενικό και σταθερό και πως μπορούσε κι αυτός κάτι να προσφέρει. Κι έτσι αποφάσισε να συνδέσει την τύχη του με αυτήν της Ελλάδας. Η απόφασή του δεν ήταν επιπόλαιη και απερίσκεπτη. Ο Βύρωνας δεν μπλέχτηκε στην περιπέτεια, όπως πολλοί πίστεψαν, διακατεχόμενος μόνο από τον ενθουσιασμό του ποιητή. Κάθε άλλο. Μελέτησε το ζήτημα αυτό ψύχραιμα, ζήτησε από παντού πληροφορίες και ύστερα αποφάσισε να αναμιχθεί, κι αυτό τον τιμά. Κι ενώ άλλοι που ανακατεύτηκαν από πρόσκαιρο ενθουσιασμό, ύστερα απογοητεύτηκαν, ο Βύρωνας, έξυπνος και γεμάτος πάθος, έδειξε ψυχραιμία και σύνεση σε κάθε του κίνηση.
Είχε διαδοθεί ότι ο Βύρωνας έφερνε τεράστια ποσά και το κάθε κόμμα φιλοδοξούσε να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη μερίδα. Ο Βύρωνας ύστερα από ανάλυση της κατάστασης, πείστηκε μόνος του ότι η Δυτική Ελλάδα ήταν το μέρος που χρειαζόταν την βοήθειά του.
Το Μεσολόγγι, λοιπόν, ήταν το μέρος που θα’πρεπε να αγωνιστεί και να σώσει κι έτσι ετοιμάστηκε να πάει εκεί. Ο Βύρωνας είχε ήδη δώσει στην κυβέρνηση σημαντικότατη βοήθεια. Ανάμεσα στα άλλα, ένα δάνειο από 30.000 δολάρια που κανένας άλλος δεν θα της έδινε και μάλιστα με ελάχιστες πιθανότητες να του επιστραφούν.
Διορίστηκε από την κυβέρνηση καπετάνιος 3.000 αγωνιστών και ανέλαβε να εξοπλίσει και να διατρέφει με προσωπικά του έξοδα 500 άνδρες [6].
Διορίστηκε από την κυβέρνηση καπετάνιος 3.000 αγωνιστών και ανέλαβε να εξοπλίσει και να διατρέφει με προσωπικά του έξοδα 500 άνδρες [6].
Αμέσως καταπιάστηκε με αυτό το έργο και παρακολουθούσε προσωπικά ο ίδιος την εκπαίδευσή τους. Ο φιλέλληνας ταγματάρχης William Parry γράφει σχετικά:
«Δημιούργησε σιδηρουργεία στο Ναύσταθμο, όπου προσέλαβε εξειδικευμένους εργάτες, και το καθετί γινόταν με μεγάλη προσπάθεια και μεθοδικότητα. Ο αγγλικός λαός που διασκέδαζε παλαιότερα με τις αλλεπάλληλες ιδιορρυθμίες και εκκεντρικότητες του Λόρδου Βύρωνα, αγνοούσε σε ποιες θυσίες και στερήσεις υποβαλλόταν για να βοηθήσει την υπόθεση της Ελλάδας. Μας ενθάρρυνε σε όλες τις δραστηριότητές μας και, το πιο σημαντικό, ξόδευε προκαταβολικά όσα χρήματα χρειάζονταν για να προοδεύσει ο Αγώνας». [7]
Το μεγάλο λάθος του Βύρωνα υπήρξε η συγκρότηση του στρατιωτικού σώματος Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες αναμφισβήτητα ήταν οι πιο γενναίοι Έλληνες και κράτησαν αυτόν τον τίτλο για πολλά χρόνια. Ποτέ δεν έσκυψαν το κεφάλι στους Τούρκους. Ούτε αυτοί ούτε οι πρόγονοί τους πλήρωσαν ποτέ το ατιμωτικό χαράτσι. Από τα πολύ παλιά χρόνια, έζησαν ελεύθεροι στα απρόσιτα βουνά τους, επιδεικνύοντας τέλεια περιφρόνηση και παντοτινή εχθρότητα για τους Οθωμανούς. Ήταν ατρόμητοι και σταθεροί στην ώρα του κινδύνου, αλλά δεν μπορούσαν να ανεχθούν κανενός είδους πειθαρχία. Δεν έκαναν ποτέ κάτι παρά τη θέλησή τους και δεν ακολουθούσαν κανέναν οπλαρχηγό, παρά μόνο για όσο καιρό τους πλήρωνε.
Ο Βύρωνας αγωνίστηκε με πάθος για την υπόθεση στην οποία είχε ακράδαντα πιστέψει. Δαπανούσε κάθε ημέρα σημαντικά χρηματικά ποσά κι ένας λεπτομερής λογαριασμός προς το συνταγματάρχη Στάνχοπ και τους άλλους μας δείχνει ότι τα ποσά αυτά ήταν πολύ μεγαλύτερα από ότι πίστευε ο κόσμος. Τα έξοδά του έφταναν τις 2.000 δολάρια τη βδομάδα, μόνο για το συσσίτιο. Δεν κουράστηκε ποτέ, προσπαθώντας να συμφιλιώσει τους διάφορους οπλαρχηγούς. Και είχε συμφωνήσει να πάει με τον Μαυροκορδάτο σε ένα πολεμικό συμβούλιο στα Σάλωνα, για να δουν πως θα υπερνικούσαν αυτές τις δυσκολίες. Ούτε για μια στιγμή δεν απογοητεύτηκε και δεν σκέφτηκε να παραιτηθεί. Έγραφε σε έναν φίλο του στην Ζάκυνθο: «[…] Τώρα, γράφοντάς σου αυτά, γνωρίζω για τις δυσκολίες, τις διαφορές και τα ελαττώματα των Ελλήνων. Αλλά κάθε λογικός άνθρωπος, πρέπει να τα παραβλέπει».
Τα αισθήματα και οι απόψεις του δεν μπορούν να γραφτούν καλύτερα και σαφέστερα παρά στη γλώσσα του:
«Θα μείνω εδώ ώσπου να βεβαιωθώ ότι ή η Ελλάδα θα αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό ή θα πέσει πάλι στην εξουσία τους. Όλα τα εισοδήματά μου θα δαπανηθούν γι’αυτόν τον σκοπό. Ό,τι προσφέρω από το δικό μου εισόδημα και τις προσωπικές μου προσπάθειες, θα τα δώσω με την ευχαρίστησή μου».
Ο συνταγματάρχης Στάνχοπ [8] δεν υπήρξε ούτε θαυμαστής του Βύρωνα ούτε κόλακας, και ήταν ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο. Έτσι, οι κρίσεις του για τον Βύρωνα, όπως στο παρακάτω στιγμιότυπο, είναι αμερόληπτες:
Ο συνταγματάρχης Στάνχοπ [8] δεν υπήρξε ούτε θαυμαστής του Βύρωνα ούτε κόλακας, και ήταν ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο. Έτσι, οι κρίσεις του για τον Βύρωνα, όπως στο παρακάτω στιγμιότυπο, είναι αμερόληπτες:
«Ο Λόρδος Βύρωνας ήταν ιππότης μέχρις υπερβολής. Αυτό θα μπορούσε να τον κάνει να πέσει στην εκτίμηση των ανθρώπων, αν δεν είχε δώσει εξαιρετικά δείγματα θάρρους, π.χ. μόλις συνήλθε από την πρώτη προσβολή της αρρώστιάς του [9], κι αυτό συνέβη στο δωμάτιό μου, ρωτούσε επίμονα το γιατρό με τη μεγαλύτερη αταραξία, αν διέτρεχε κίνδυνο. Αν ναι, τον παρακαλούσε να του το πει, γιατί δε φοβόταν καθόλου το θάνατο. Λίγο ύστερα από αυτόν τον φοβερό παροξυσμό, κατέπεσε στο κρεβάτι λιπόθυμος από την αιμόπτυση, με το νευρικό του σύστημα εξουθενωμένο. Τότε, οι ατίθασοι Σουλιώτες, με σκονισμένες τις λαμπερές στολές τους, όρμησαν μέσα στο διαμέρισμά του, κραδαίνοντας τα ακριβά τους άρματα, φωνάζοντας και διεκδικώντας τους μισθούς τους. Ο Βύρωνας, σοκαρισμένος από το γεγονός αυτό, που δεν το περίμενε, φάνηκε να συνέρχεται. Και όσο πιο πολύ μανιασμένα συμπεριφέρονταν οι Σουλιώτες, τόσο η ψυχραιμία του θριάμβευε και ανακτούσε το ηθικό του. Η σκηνή, αληθινά, ήταν υπέροχη».
Και συνεχίζει ο Στάνχοπ:
«Ο νέος σοβαρός σκοπός που έθεσε στη ζωή του ο Λόρδος Βύρωνας ξύπνησε τις καλύτερες και ευγενέστερες ικανότητές του. Και παρά τις επιπολαιότητές του, η διαγωγή του ήταν πάντα ανάλογη με τις αρχές που υποστήριζε. Είχε πολλές δυσκολίες να υπερπηδήσει, ιδιαίτερα με τους απειθάρχητους Σουλιώτες. Τις ξεπέρασε όλες μία προς μία και ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Ναυπάκτου [10], όταν τον προσέβαλε η αρρώστια, που εξελίχθηκε μοιραία γι’αυτόν, μέσα σε δέκα μέρες. Ο θάνατος υπήρξε μεγάλο πλήγμα για την Ελλάδα. Η εκδήλωση των αισθημάτων συμπαθείας στο σύντομο χρονικό διάστημα της αρρώστιάς του, είναι η τρανή απόδειξη για τη θέση που κατείχε ο Βύρωνας στις καρδιές των Ελλήνων. Αμέσως μόλις μαθεύτηκε ο θάνατός του, ο Μαυροκορδάτος εξέδωσε προκήρυξη για να ρυθμιστούν οι διατυπώσεις της κηδείας. Αλλά δεν ήταν μόνο οι πολιτικές, θρησκευτικές και στρατιωτικές τελετές, που έδειχναν την απήχηση που είχε στους Έλληνες ο θάνατος του Βύρωνα. Το γενικό πένθος εκδηλώνονταν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Κάθε πρωί, στο διάστημα της αρρώστιας του, πλήθος κόσμου συνέρρεε έξω από το σπίτι του, να μάθει την πορεία της αρρώστιάς του και ο συνηθισμένος πρωινός χαιρετισμός είχε αντικατασταθεί με την αγωνιώδη ερώτηση: «Πως πάει ο Βύρωνας;». Μια βαριά ατμόσφαιρα απλωνόταν σε όλο το Μεσολόγγι, που γινόταν πιο αισθητή γιατί συνέπεσε με τις γιορτές του Πάσχα, που σε αυτές οι Έλληνες έδιναν πιο μεγάλη θρησκευτική σημασία».
Statue of Lord Byron, one of the most beautiful statues in Athens, Greece
Ο φίλος του, κόμης Γκάμπα (Conte Pietro Camba) γράφει:
«21η Απριλίου. Όλη αυτή την ημέρα και την επομένη, μια σιωπή θανάτου διαπερνούσε όλη την πόλη. Σκεπτόμαστε να τον κηδέψουμε στις 21, αλλά η συνεχής βροχή μας εμπόδισε. Την επομένη, 22, οπωσδήποτε προετοιμαστήκαμε για να εκπληρώσουμε το θλιβερό αυτό καθήκον, με τα πενιχρά μέσα που διαθέταμε. Στη μέση της ταξιαρχίας του, των κυβερνητικών τμημάτων και όλου του πληθυσμού, στους ώμους των αξιωματικών του, που κάθε τόσο τους αντικαθιστούσαν άλλοι, το πολύτιμο λείψανο μεταφέρθηκε στην εκκλησία, όπου ήταν θαμμένοι ο Μάρκος Μπότσαρης και ο στρατηγός Νόρμαν. Εκεί ακουμπήσαμε το φέρετρο, που ήταν μια ξύλινη κακοφτιαγμένη κασέλα. Ένας μαύρος μανδύας χρησιμοποιήθηκε για σάβανο και πάνω σε αυτό βάλαμε ένα κράνος, ένα ξίφος, και ένα στεφάνι από δάφνη. Καμιά άλλη πένθιμη πομπή δεν θα μπορούσε να αφήσει τέτοιαν εντύπωση, ούτε μπορούμε να περιγράψουμε την συγκίνηση αυτής της τόσο απλής τελετής. Η αγριάδα και η ερημιά του τοπίου, οι άξεστοι και αγριωποί πολεμιστές τριγύρω μας, το βαθύ και απροσποίητο πένθος τους, οι χαμένες ελπίδες τους, οι ανησυχίες τους και τα βαριά προαισθήματα που διάβαζες σε κάθε πρόσωπο, όλα μαζί παρουσίαζαν την πιο συγκινητική και επιβλητική εικόνα που είδα γύρω από τον τάφο ενός μεγάλου άνδρα».[11]
Η επίσημη πολιτεία (Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος) εξέδωσε την προκήρυξη του Μαυροκορδάτου:
Προκήρυξη του Μαυροκορδάτου
Απρίλιος 1824
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Αι παρούσαι χαρμόσυναι ημέραι έγιναν δι’όλους ημάς, ημέραι πένθους. Ο Λόρδος Βύρων επέρασεν σήμερον εις την άλλην ζωήν, περί τας ένδεκα ώρας το εσπέρας, μετά μίαν ασθένειαν φλογιστικού ρευματικού πυρετού δέκα ημερών.
[…] Δυνάμει του υπ’αρ.314 και ημ.15 Οκτωβρίου θεσπίσματος του Βουλευτικού Σώματος διατάσσεται:
α) Αύριον, μόλις ανατείλη ο ήλιος να πέσουν από το μεγάλο κανονιοστάσιον του τείχους αυτής της Πόλεως 37 κανονιές (μία το κάθε λεπτό) κατά τον αριθμόν των χρόνων της ζωής του αποθανόντος.
β) Όλα τα υπουργεία, διά τρεις ημέρας κατά συνέχειαν, να κλεισθούν, εμπεριεχομένων και των κριτηρίων.
γ) Να κλεισθούν όλα τα εργαστήρια εκτός εκείνων, όπου πωλούνται τροφαί και ιατρικά, και να λείψουν τα μουσικά παιχνίδια, οι συνηθισμένοι εις αυτάς ημέρας χοροί, να παύσουν τα φαγοπότια εις τα κρασοπωλεία, και κάθε άλλο είδος ξεφαντώματος.
δ)Να γενή 21 ημέρας γενική πενθηφορία.
ε) Να γίνουν επικήδειοι δεήσεις εις όλας τας Εκκλησίας.
[…] Δυνάμει του υπ’αρ.314 και ημ.15 Οκτωβρίου θεσπίσματος του Βουλευτικού Σώματος διατάσσεται:
α) Αύριον, μόλις ανατείλη ο ήλιος να πέσουν από το μεγάλο κανονιοστάσιον του τείχους αυτής της Πόλεως 37 κανονιές (μία το κάθε λεπτό) κατά τον αριθμόν των χρόνων της ζωής του αποθανόντος.
β) Όλα τα υπουργεία, διά τρεις ημέρας κατά συνέχειαν, να κλεισθούν, εμπεριεχομένων και των κριτηρίων.
γ) Να κλεισθούν όλα τα εργαστήρια εκτός εκείνων, όπου πωλούνται τροφαί και ιατρικά, και να λείψουν τα μουσικά παιχνίδια, οι συνηθισμένοι εις αυτάς ημέρας χοροί, να παύσουν τα φαγοπότια εις τα κρασοπωλεία, και κάθε άλλο είδος ξεφαντώματος.
δ)Να γενή 21 ημέρας γενική πενθηφορία.
ε) Να γίνουν επικήδειοι δεήσεις εις όλας τας Εκκλησίας.
Εν Μεσολογγίω τη 7η Απριλίου 1824 (σ.σ. η ημερομηνία είναι με βάση το παλαιό ημερολόγιο)
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος
Ο Γραμματεύς Γεώργιος Πραΐδης
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος
Ο Γραμματεύς Γεώργιος Πραΐδης
Εκ της Τυπογραφίας Δ.Μεσθενέως
Lord Byron on His Deathbed, by Joseph-Denis Odevaere, c 1826Ο Σπυρίδων Τρικούπης, Έλληνας με ρητορικό ταλέντο, εξεφώνησε τον επικήδειο [12], τον οποίο παραθέτω αυτούσιο [13]:
«Τι ανέλπιστον συμβεβηκός! Τι αξιοθρήνητον δυστύχημα! Ολίγος καιρός είναι αφού ο λαός της πολύπαθης Ελλάδος όλος χαρά και αγαλλίαση εδέχθη εις τους κόλπους του τον επίσημον τούτο άνδρα και σήμερον όλος θλίψη και κατήφεια καταβρέχει το νεκρικόν του κρεβάτι με πικρότατα δάκρυα, και οδύρεται απαρηγόρητα. Ο γλυκύτατος χαιρετισμός ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, έγινε άχαρις την ημέραν του Πάσχα εις τα χείλη του κάθε Έλληνος Χριστιανού, και απανταίνοντας ο ένας εις τον άλλον, πριν του ευχηθή ταις καλαίς εορταίς ερωτούσε «Πως είναι ο μυλόρδος;». Χιλιάδες άνθρωποι συναγμένοι να δώσουν μεταξύ τους το θείον φίλημα της αγάπης εις την ευρύχωρον πεδιάδα έξω από το τείχος της πόλεώς μας, εφαίνονταν ότι εσυνάχθησαν μόνον και μόνον να παρακαλέσουν τον ελευθερωτήν του παντός διά την υγείαν του συναγωνιστού της ελευθερίας του γένους μας. Και πως ήτο δυνατόν να μη συντριβή η καρδία όλων; Να μη καταπικραθούν όλων τα χείλη; Ευρέθηκεν άλλη φοράν το μέρος τούτο της Ελλάδος εις περισσοτέραν χρείαν και ανάγκην παρά εις την εποχήν, εις την οποίαν ο πολυθρήνητος Μυλόρδος Μπάυρον επέρασε με κίνδυνον και αυτής της ζωής του εις το Μεσολλόγι, και τότε και εις όσον καιρόν συνέζησε μαζί μας, δεν εθεράπευσε το πλουσιοπάροχόν του χέρι ταις δεινόταταις χρείαις μας, χρείαις όπου η πτωχεία μας ταις άφηνεν αδιόρθωταις; Πόσα άλλα καλά πολύ ακόμα μεγαλύτερα, ελπίζαμεν από αυτόν τον άνδρα; Και σήμερον, αλλοίμονον! Σήμερον ο πικρός τάφος καταπίνει και αυτόν και ταις ελπίδαις μας!
Αλλ’ έως αυτού, αδερφοί, είδατε τον φιλελεύθερον, τον πλούσιον, τον ανδρείον άνθρωπον, τον αληθινόν φιλλέληνα, είδατε τον ευεργέτην. Τούτο φθάνει βέβαια να μας κινήση τα δάκρυα. Δεν φθάνει όμως, δεν φθάνει διά την υπόληψίν του και το μέγεθος του ενδόξου επιχειρηματός του αυτός, του οποίου κλαίομεν τον θάνατον απαρηγόρητα, είναι άνθρωπος ο οποίος (εις το είδος του) έδωκε το όνομά του εις τον αιώνα μας. Η ευρυχωρία του πνεύματός του και το ύψος της φαντασίας του δεν τον άφησαν να πατήση τα λαμπρά, πλην κοινά ίχνη της φιλολογικής των παλαιών δόξας. Έπιασε νέο δρόμον, τον οποίον η γεροντική πρόληψις προσεπάθησε και προσπαθεί ακόμη να τον κλείση εις την σοφήν Ευρώπην. Αλλά όσω ζουν τα συγγράματά του (και θα ζουν όσω ζη ο κόσμος) θέλει μείνει πάντοτε ο δρόμος αυτός ανοιχτός επειδή και αυτός καθώς και ο άλλος είναι δρόμος αληθινής δόξας. Εδώ παρατρέχω όσα με βιάζει να σας κοινοποιήσω το βαθύ σέβας και ο μεγάλος ενθουσιασμός όπου πάντοτε ενέπνευσεν εις την καρδίαν μου η ανάγνωσις των συγγραμμάτων του και τον οποίον αισθάνομαι τώρα σφοδρότερον από άλλην φοράν. Εγκωμίασε και εγκωμιάζει τον ποιητήν του αιώνος μας όλη η σοφή Ευρώπη, και θέλει τον εγκωμιάσουν όλοι οι αιώνες, επειδή εγεννήθηκε διά όλην την Ευρώπην και διά όλους τους αιώνας.
Γεννημένος εις την λαμπρότατην μητρόπολιν της Λόνδρας, ευγενέστατος και από πατέρα και από μητέρα, πόσην χαράν αισθάνθηκε η φιλελληνική του καρδιά, όταν η πτωχή μας πόλις εις σημείον ευγνωμοσύνης, τον επολιτόγραψε; Εις αυτόν τον αγώνα του θανάτου του, ήγουν την στιγμήν όταν κρυμμένη η αιωνιότης δείχνεται εις τον άνθρωπον ευρισκόμενον εις τα όρια της θνητής και αθάνατης ζωής, όταν λέγω όλος ο ορατός κόσμος φαίνεται ένα μόνον σημείον ως προς τα λαμπρά έργα της θείας παντοδυναμίας, εις εκείνην την φοβεράν ώραν ο πολυένδοξος τούτος νεκρός αφήνοντας τον κόσμον όλον εβάσταξεν εις το στόμα του μονάχα δύο ονόματα, της μονάκριβης και πολυαγαπημένης του κόρης και της Ελλάδος. Αυτά τα δύο ονόματα βαθειά ριζωμένα εις τα σπλάχνα του, μήτε η στιγμή του θανάτου δεν μπόρεσε να τα εξαλείψη. ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΜΟΥ! Είπεν, ΕΛΛΑΔΑ, είπε, και η φωνή του έλειψε! Ποία ελληνική καρδία να μη συντρίβεται όσαις φοραίς ενθυμείται αυτήν την περίστασιν!
Αλλ’ έως αυτού, αδερφοί, είδατε τον φιλελεύθερον, τον πλούσιον, τον ανδρείον άνθρωπον, τον αληθινόν φιλλέληνα, είδατε τον ευεργέτην. Τούτο φθάνει βέβαια να μας κινήση τα δάκρυα. Δεν φθάνει όμως, δεν φθάνει διά την υπόληψίν του και το μέγεθος του ενδόξου επιχειρηματός του αυτός, του οποίου κλαίομεν τον θάνατον απαρηγόρητα, είναι άνθρωπος ο οποίος (εις το είδος του) έδωκε το όνομά του εις τον αιώνα μας. Η ευρυχωρία του πνεύματός του και το ύψος της φαντασίας του δεν τον άφησαν να πατήση τα λαμπρά, πλην κοινά ίχνη της φιλολογικής των παλαιών δόξας. Έπιασε νέο δρόμον, τον οποίον η γεροντική πρόληψις προσεπάθησε και προσπαθεί ακόμη να τον κλείση εις την σοφήν Ευρώπην. Αλλά όσω ζουν τα συγγράματά του (και θα ζουν όσω ζη ο κόσμος) θέλει μείνει πάντοτε ο δρόμος αυτός ανοιχτός επειδή και αυτός καθώς και ο άλλος είναι δρόμος αληθινής δόξας. Εδώ παρατρέχω όσα με βιάζει να σας κοινοποιήσω το βαθύ σέβας και ο μεγάλος ενθουσιασμός όπου πάντοτε ενέπνευσεν εις την καρδίαν μου η ανάγνωσις των συγγραμμάτων του και τον οποίον αισθάνομαι τώρα σφοδρότερον από άλλην φοράν. Εγκωμίασε και εγκωμιάζει τον ποιητήν του αιώνος μας όλη η σοφή Ευρώπη, και θέλει τον εγκωμιάσουν όλοι οι αιώνες, επειδή εγεννήθηκε διά όλην την Ευρώπην και διά όλους τους αιώνας.
Γεννημένος εις την λαμπρότατην μητρόπολιν της Λόνδρας, ευγενέστατος και από πατέρα και από μητέρα, πόσην χαράν αισθάνθηκε η φιλελληνική του καρδιά, όταν η πτωχή μας πόλις εις σημείον ευγνωμοσύνης, τον επολιτόγραψε; Εις αυτόν τον αγώνα του θανάτου του, ήγουν την στιγμήν όταν κρυμμένη η αιωνιότης δείχνεται εις τον άνθρωπον ευρισκόμενον εις τα όρια της θνητής και αθάνατης ζωής, όταν λέγω όλος ο ορατός κόσμος φαίνεται ένα μόνον σημείον ως προς τα λαμπρά έργα της θείας παντοδυναμίας, εις εκείνην την φοβεράν ώραν ο πολυένδοξος τούτος νεκρός αφήνοντας τον κόσμον όλον εβάσταξεν εις το στόμα του μονάχα δύο ονόματα, της μονάκριβης και πολυαγαπημένης του κόρης και της Ελλάδος. Αυτά τα δύο ονόματα βαθειά ριζωμένα εις τα σπλάχνα του, μήτε η στιγμή του θανάτου δεν μπόρεσε να τα εξαλείψη. ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΜΟΥ! Είπεν, ΕΛΛΑΔΑ, είπε, και η φωνή του έλειψε! Ποία ελληνική καρδία να μη συντρίβεται όσαις φοραίς ενθυμείται αυτήν την περίστασιν!
Combat of the Giaour and the Pasha Painted by Eugène Delacroix (1827)
Αι ιδικαίς σου αγκάλες, ακριβή του και πολυαγαπητή θυγάτερ, αι ιδικαί σου θα το δεχθούν, τα δάκρυα τα εδικά σου θα παρηγορήσουν τον σωματοφόρον τάφον του, και τα δάκρυα των ορφανών Ελλήνων θέλει χύνονται πάνω εις την θήκη του πολυτιμότατου πνεύμονός του και απάνω εις όλην την γην της Ελλάδος, επειδή όλη η γη της Ελλάδος του είναι ο τάφος του καθώς εις ταις υστεριναίς στιγμαίς της ζωής του,εσέ, εις την Ελλάδα είχεν εις την καρδίαν του και εις τα χείλη του, δίκαιον ήταν και ύστερα από τον θάνατόν του να λάβη και αυτή μερίδιον από τα μεγαλοτίμητα λείψανά του. Η πατρίδα του, το Μεσολόγγι, σφιχταγκαλιάζει, ως σύμβολον της αγάπης του τον πνεύμονά του, δέξου και συ, γλυκύτατε καρπέ της καρδίας του αποθανόντος, δέξου το πτώμα του, την καρδίαν του, τα εντόσθιά του. Σου τα ξεπροβοδεί όλη η Ελλάς μαυροφορεμένη, όλη απαρηγόρητη. Σου τα ξεπροβοδεί με όλην την εκκλησιαστικήν, την πολιτικήν και στρατιωτικήν τιμήν και παράταξιν, και με όλον το πλήθος των συμπολιτών του Μεσολογγιτών και ομογενών του Ελλήνων. Σου τα ξεπροβοδεί στεφανωμένα με την ευγνωμοσύνην της, παρηγορημένα με τα δάκρυά της, συνωδευμένα, με τας θεοδέκτους ευχάς και ευλογίας του πανιερωτάτου Αρχιεπισκόπου μας, του αληθινού ζηλωτού της ελευθερίας του γένους, Κυρίου Πορφυρίου, του φιλοπάτριδος αγίου επισκόπου Κυρ.Ιωσήφ[14], και ολου του κλήρου. Μάθε, ευγενεστάτη κόρη, μάθε ότι στρατηγοί τα εβάσταξαν εις τους ώμους τους, και τα έφεραν εις την εκκλησίαν, χιλιάδες Έλληνες στρατιώται εσκέπαζαν τα δεξιά και αριστερά μέρη του δρόμου, όθεν τα εδιάβαιναν, και τα στόματα των τουφεκιών, οπού εκατάφαγαν τόσους και τόσους τυράννους, ήσαν όλα γυρμένα κατά την γην, ωσάν να ήθελαν να πολεμήσουν την γην, οπού τους άρπαξε τον ειλικρινή φίλο τους. Όλα αυτά τα πλήθη των στρατιωτών με το σπαθί τούτην την στιγμήν εις την μέση, με το τουφέκι εις τον ώμον, και έτοιμα να εκστρατεύσουν εναντίον του άσπονδου εχθρού του Χριστού και του ανθρώπου, περικυκλώνουν το νεκρικόν κρεββάτι, και ορκίζονται να μη λησμονήσουν ποτέ τας θυσίας του πατρός σου, και ποτέ να μην αφήσουν να πατηθή από βάρβαρον και τυραννικόν ποδάρι ο τόπος εις τον οποίον ευρίσκονται απομεινάρια του. Χιλιάδες στόματα χριστιανικά ανοίγονται αυτήν την στιγμήν, και ο ναός του Υψίστου Θεού των Χριστιανών αναβοά όλος ύμνους, όλος ικεσίας, δια να κατευοδωθούν τα σεβάσμια λείψανά του εις την πατρικήν του γην, και να αναπαυθή η ψυχή του όπου οι δίκαιοι αναπαύονται».
Αυτός ο επικήδειος λόγος, που μαρτυρεί με κάθε δυνατό τρόπο την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων για τις υπηρεσίες του Λόρδου Βύρωνα, όπως επίσης και το σεβασμό τους, δημοσιεύτηκε ύστερα από διαταγή της κυβέρνησης.
Με τα λάθη και τις αδυναμίες του Βύρωνα, η Ελλάδα δεν είχε ανακατευτεί. Η Ελλάδα τον γνώρισε σαν τον άνθρωπο, που με τον ανυπόκριτο ενθουσιασμό του γι’αυτήν, εκφρασμένο στη λαμπερή και δυνατή γλώσσα της ποίησης, τράβηξε την προσοχή πολλών επάνω στην υπόθεσή της. Τον γνώρισε σαν άνθρωπο που, όταν ξεσηκώθηκε κι άρχισε τον αγώνα για την ελευθερία της, ενώ οι ελπίδες ήταν ακόμα θολές και αόριστες, άφησε τις διασκεδάσεις, για να μοιραστεί μαζί της τις στερήσεις και τους κινδύνους. Τον έβλεπε να ξοδεύει για την υπόθεσή της την περιουσία του και να θυσιάζει στην υπηρεσία της και επάνω στη γη της, την ίδια του τη ζωή.
The stone marking where Byron is buried at St. Mary Magdalene Church,
Hucknall Torkard, Nottinghamshire, England
Ο Άγγλος ιστορικός G.Finlay, ο οποίος συμμετείχε στην περίφημη Ταξιαρχία του Λόρδου Βύρωνα, διατύπωσε στο έργο του, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, μια εκτίμηση για τη δράση του Βύρωνα στην Ελλάδα εξαιρετικά ρεαλιστική και εύστοχη:
«Η βραχεία του διαμονή εν Ελλάδι δεν σχετίζεται με σπουδαίον τι πολεμικό γεγονός, αλλά ο ενθουσιασμός τον οποίον ενέπνευσε εξυπηρέτησεν ίσως την Ελλάδα περισσότερον απ’όσον θα έπραττον αι προσωπικαί του προσπάθειαι εάν η ζωή του παρετείνετο, διότι ο ενθουσιασμός αυτός συνετέλεσεν εις την δι’εράνων δημιουργίας στόλου διά το Ελληνικόν Έθνος, εκ μέρους των Άγγλων και Αμερικανών Φιλελλήνων, στόλου τεθέντος υπό τας διαταγάς του Κόχραν».[15]
Αν υπάρχει άνθρωπος, που ο φιλελληνισμός του ήταν φλογερός και αυθόρμητος, που ο διακαής και ειλικρινής του πόθος του να βοηθήσει και να προωθήσει την υπόθεση της Ελλάδας ήταν ασίγαστος και δυνατός και που αξίζει την παντοτινή ευγνωμοσύνη, αυτός ήταν ο Λόρδος Βύρωνας. Και ο Βύρωνας θα θεωρείται εσαεί μεγάλος ευεργέτης των Ελλήνων.
Αντί επιλόγου, παραθέτω ένα συγκινητικό περιστατικό που αναφέρει ο Howe:
Αν υπάρχει άνθρωπος, που ο φιλελληνισμός του ήταν φλογερός και αυθόρμητος, που ο διακαής και ειλικρινής του πόθος του να βοηθήσει και να προωθήσει την υπόθεση της Ελλάδας ήταν ασίγαστος και δυνατός και που αξίζει την παντοτινή ευγνωμοσύνη, αυτός ήταν ο Λόρδος Βύρωνας. Και ο Βύρωνας θα θεωρείται εσαεί μεγάλος ευεργέτης των Ελλήνων.
Αντί επιλόγου, παραθέτω ένα συγκινητικό περιστατικό που αναφέρει ο Howe:
«Περνώντας μια ημέρα τον Κόλπο της Σαλαμίνας μέσα σε μία βάρκα μ’ έναν τραχύ ορεσίβιο καπετάνιο, έβγαλα έναν τόμο με ποιήματα του Βύρωνα και διάβαζα. Όπως φυσούσε ο αέρας άνοιξε τα φύλλα κι ο καπετάνιος, ρίχνοντας μια ματιά στο πορτρέτο, τον αναγνώρισε. Με παρακάλεσε να του το δώσω, και κοιτάζοντας μελαγχολικά τη μορφή του Λόρδου, τη φίλησε κι ύστερα το έδωσε και στους άντρες του, που έκαναν κι αυτοί το ίδιο, λέγοντας: Ήταν Μεγάλος και Καλός» [16].
doctor
doctor
_______________________________________________
[1] Ο λόρδος Βύρων ( ελληνοποίηση του αγγλικού George Gordon, Lord Byron) ήταν Άγγλος ποιητής, από τους σημαντικότερους της εποχής του και ο γνωστότερος και ο πλέον ενθουσιώδης των φιλελλήνων. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας έτυχε πολύ καλής μορφώσεως και από νεαρότατης ηλικίας έδειξε το μεγαλοφυές του ταλέντο.
Ανήσυχη φύση και χαρακτηριστικός φορέας των ιδεωδών της εποχής του, άρχισε τις περιοδείες και τις περιπλανήσεις του στις χώρες της Ευρώπης ( Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Τουρκία ).
Η Ελλάδα αιχμαλώτισε το νου και τη καρδιά του. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τη κόρη του Θεοδώρου Μακρή, την Θηρεσία. Την ερωτεύτηκε παράφορα και της έγραψε το γνωστό ποίημα του" Κόρη των Αθηνών " (1809).
Ύστερα περιόδευσε στη Τουρκία και κατάφερε να διασχίσει τον Ελλήσποντο (Μάιος 1810 ), παρά την εκ γενετής ελαφρή χωλότητά του.
Το 1812 εκφωνεί τον πρώτο λόγο του στην Βουλή των Λόρδων και δημοσιεύει τα δύο πρώτα άσματά του "Τσάιλντ Χάρολντ" , τα οποία τον έκαναν διάσημο. Η διάλυση όμως του γάμου του με την ΄Αννα Ισαβέλλα Μίλμπαγκ (1792-1860) προκάλεσε τέτοιο σκάνδαλο, ώστε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αγγλία (1816). Κατ' αρχή εγκαταστάθηκε στην Ελβετία και κατόπιν στην Ιταλία, όπου ένθερμα υποστήριξε την φιλελεύθερη κίνηση των Ιταλών πατριωτών.
Το 1823 με πρόσκληση του Μαυροκορδάτου, φτάνει στην Ελλάδα, για συμμετοχή στον αγώνα. Το 1823 πηγαίνει στο Μεσολόγγι και ασχολείται με την οργάνωση στρατιωτικών σωμάτων, ξοδεύοντας αρκετά λεφτά από την περιουσία του. Οι δοκιμασίες όμως και οι κακουχίες επιδείνωσαν την κατάσταση της ήδη κλονισμένης υγείας του. Στις 19 Απριλίου 1824 πέθανε από πυρετό στο Μεσολόγγι. Ο Σολωμός, συμμετέχοντας στο γενικό πένθος, συνθέτει μακρά ωδή στον θάνατό του.
Από τα έργα του Μπάϋρον πιο γνωστά είναι, οι εκτενείς ποιητικές συνθέσεις " Τσάιλντ Χάρολντ ", " Δον Ζουάν " και " Μάνφρεντ ".
Ο ποιητικός πλούτος του έργου του, η περιπετειώδης ζωή του και ο ηρωικός θάνατός του έγιναν αφορμή, όπως θεωρηθεί ως ο γνησιότερος εκπρόσωπος του ρομαντισμού κατά τον ιθ' αιώνα. Πηγή: http://pilavakis.tripod.com/new_page_72.htm
[2] Σάμιουελ Χάου (Samuel Gridley Howe) (1801 – 1876)
Αμερικανός γιατρός, υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας, μέγας φιλάνθρωπος, αλλά και άδολος φιλέλληνας. Γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 10 Νοεμβρίου 1801 και καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στο Χάρβαρντ, αλλά δεν άσκησε το ιατρικό επάγγελμα, καθώς κατέβηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 1825 για να συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταση. Ανέλαβε αμέσως υπηρεσία στον Αγώνα, περιθάλποντας τραυματίες και άρρωστους μαχητές. Στο πρώτο γράμμα προς τον πατέρα του αναφέρει μεταξύ άλλων: «…ως προς τον μισθόν μου, ουδέν λαμβάνω, ούτε μ' ενδιαφέρει, αφού η Κυβέρνησις δεν είναι εις θέσιν ούτε να θρέψη και να ενδύση τους δεινοπαθούντας στρατιώτας…». Η ζωή του ντελικάτου βοστονέζου με τη μεγάλη καρδιά, δύσκολη. Από το ημερολόγιό του διαβάζουμε: «… η δουλειά μου τη νύχτα που πέρασε ήταν ατέλειωτη … έκαμα τόσες εγχειρήσεις που αμφιβάλω αν θα κατόρθωνα να τις κάμω κατά τη διάρκεια ολόκληρων ετών στη Βοστώνη … δύο μήνες τώρα κοιμάμαι στο έδαφος με τα ρούχα … είχα σκεφτεί να φύγω από δω, αλλά θα ήταν πράξη επονείδιστη…». Ο Σαμουήλ Χάου επιστρέφει το 1827 στην Αμερική και οργανώνει έρανο για την ελληνική υπόθεση. Συγκεντρώνει 60.000 δολάρια και αγοράζει ρούχα και τρόφιμα για τους επαναστάτες. Ένα χρόνο αργότερα έρχεται και πάλι στην Ελλάδα και οργανώνει καταφύγια για την περίθαλψη των προσφύγων. Ένα από αυτά στον Ισθμό της Κορίνθου θα το ονομάσει «Ουασινγκτονία». Το 1831 επιστρέφει στη Βοστώνη και ιδρύει το πρώτο σχολείο για τυφλούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, του οποίου διετέλεσε πρώτος διευθυντής. Το 1848 δημιουργεί ένα ανάλογο σχολείο για άτομα με διανοητικές διαταραχές. Το 1866, γηραιός πλέον, βρίσκεται για μια ακόμα φορά στην Ελλάδα, για να συνδράμει τους επαναστατημένους Κρητικούς. Πέθανε στις 9 Ιανουαρίου 1876.
Πηγή: http://istoria.exnet.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=275&Itemid=29
Βλ.επίσης: http://sansimera.gr/archive/biographies/show.php?id=215&name=Samuel_Howe
[3] Βλ. παλαιότερο σχετικό θέμα: http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2007/09/blog-post_5613.html
[4] “Childe Harold’s Pilgrimage”, ωδή Β’,15. http://en.wikipedia.org/wiki/Childe_Harold's_Pilgrimage
[5] “The Giaour”. http://en.wikipedia.org/wiki/The_Giaour
[6] Ο Βύρωνας σχημάτισε ένα μισθοφορικό στρατιωτικό σώμα από περίπου 1.000 Αλβανούς Σουλιώτες, οι οποίοι μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο είχαν καταφύγει στα Ιόνια νησιά. Συγχρόνως, η παρουσία του στο Μεσολόγγι προσέλκυσε και όσους εθελοντές φιλέλληνες βρίσκονταν ακόμα στην Ελλάδα καθώς και νέους που άφηναν την χώρα τους και έρχονταν να πολεμήσουν στο πλευρό του. Δέκα Γερμανοί που είχαν έρθει στην Ελλάδα το 1822 έγιναν σωματοφύλακές του. Αυτό το ανομοιογενές στρατιωτικό σώμα, απαρτιζόμενο από ανθρώπους κάθε εθνικότητας, αποτέλεσε την «Ταξιαρχία του Λόρδου Βύρωνα» (Εγκ.ΔΟΜΗ, 9ος τόμος «Η ελληνική Επανάσταση», σ.359.
[7] William Parry, The Last Days of Lord Byron, London, σ.38, όπως παρατίθεται από τον Μάριο Μπλέτα στις υποσημειώσεις στην «Ιστορική Σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης»,σ. 230.
[8] Ο άγγλος συνταγματάρχης Λέστερ Στάνχοπ, μέλος του Αγγλικού Κομιτάτου για την Ελλάδα, έφτασε στο Μεσολόγγι στις 12/12/1823 ως συνεργάτης του Βύρωνα. Ήταν περισσότερο προοδευτικός και με φιλελεύθερες ιδέες. Επιχείρησε την οργάνωση της παιδείας, την υγειονομική περίθαλψη των κατοίκων, την ίδρυση ταχυδρομικής υπηρεσίας και την έκδοση εφημερίδας με τα πιεστήρια που έφερε μαζί του, από τα οποία πέτυχε μόνο το τελευταίο. Ήρθε σε αντίθεση με τον Βύρωνα και , κατά μία άποψη, ανακλήθηκε στην Αγγλία στις αρχές Μαΐου 1824 κατόπιν ενεργειών αντιπάλων του, συμπεριλαμβανομένου και του Βύρωνα (Μπλέτας, Howe,ο.π. σ.232).
[9] Σχετικά με την ασθένεια του Λόρδου Βύρωνα βλ. μελέτη του κ. Θεοδώρου Πέππα, Παθολόγου-Λοιμωξιολόγου, που έχει δημοσιεύσει στο blog του: http://theopeppasblog.pblogs.gr/2007/11/h-kardia-toy-lordoy-byrwna.html
[10] Η εκστρατεία της Ναυπάκτου ματαιώθηκε, λόγω των εξωπραγματικών απαιτήσεων των Σουλιωτών, οι οποίοι ήταν 300 και αξίωναν οι μισοί να πληρώνονται ως αξιωματικοί (σχόλιο του Μπλέτα, Howe, ο.π. σ.236).
[11] Conte Pietro Camba, «Ο Λόρδος Βύρων στην Ελλάδα» σ.138-139.
[12] Την Τρίτη του Πάσχα έγινε η κηδεία του από το Ναό του Αγίου Νικολάου, που ήταν μέσα στο σημερινό Ηρώο και πίσω ακριβώς από τον ανδριάντα του. Το σώμα του μεταφέρθηκε στην Αγγλία όπου και τάφηκε. Τα σπλάχνα του τοποθετήθηκαν σε ασημένιο κιβώτιο και φυλάχτηκαν στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα Μεσολογγίου ως το 1881. Τότε ένας σύλλογος πατριωτών με την επωνυμία "ο Βύρων" έκανε Πανελλήνιο έρανο για τον Ανδριάντα του, που είναι σήμερα στο κήπο των Ηρώων. Κάτω από τον Ανδριάντα έθαψαν και το κιβώτιο με τα σπλάχνα του. Πηγή: http://students.cs.unipi.gr/~p06046/kipos.html
[13] Howe, o.π. σ.238-241.
[14] Πρόκειται για τον Επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ: http://www.antibaro.gr/religion/xolebas_rwgwn.php
[15] G. Finlay, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (Λονδίνο, 1861), Δομή, ο.π. σ.362.
[16] Howe, ο.π. σ.241 (υποσημείωση).