«Θεωρούμε ότι οι δικοί μας Αρβανίτες, του νομού Έβρου, έχουν μεταναστεύσει γύρω στον 17ο με 18ο αιώνα από την περιοχή της Κορυτσάς, από τα χωριά Βιθκούκι, Κιάφαζετς και Κιοτέσα.
«Κούκι» γνωρίζουμε ότι σημαίνει κόκκινο, το «βιθ» πρέπει να είναι βάθρα ή λακκούβα, εκτός κι αν «μπιθκούκι» σημαίνει κάτι άλλο[1].
Το «Κιάφαζετς» σημαίνει μαύρος λαιμός και η «Κιοτέσα» ίσως να σχετίζεται με νερά που αχνίζανε στην περιοχή αυτή της Κορυτσάς. Αυτά συνάγονται από παραδόσεις και μαρτυρίες».
Η παραπάνω εισαγωγή αποτελεί μέρος των όσων είπε ο τέως Δήμαρχος Φερών [2] και τέως αντινομάρχης Νομού Έβρου, κ.Παναγιώτης Τσέκης στην διημερίδα που διοργανώθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 24 & 25 Οκτωβρίου 1998 [3] και εν πολλοίς αποτελεί την επιτομή των όσων γνωρίζουν από πάππου προς πάππου οι Αρβανίτες του νομού Έβρου.
Οι πληθυσμοί των χωριών αυτών βρέθηκαν ανατολικά του Έβρου, στην ανατολική Θράκη. Τα χωριά εγκατάστασής τους τα ονόμασαν : Κιουτέζα (εκ του Κιοτέσα από όπου ήρθαν και το οποίο ονομαζόταν «Ιμπρίκ Τεπέ» στα τούρκικα και «Ίμβρασος» στα ελληνικά), Μπιθκούκι (εκ του ομωνύμου χωριού του τόπου αναχωρήσεώς τους, «Σουλτάνκιοϊ» στα τούρκικα και «Λίβυθρο» στα ελληνικά).
Εκτός από τη συστάδα των δύο χωριών Σουλτάνκιοϊ και Ιμπρίκ Τεπέ, υπήρχε στην περιοχή της Αδριανούπολης το αρβανίτικο χωριό «Μεγάλο Ζαλούφι»[4]. Η κοινωνία των Ζαλουφιωτών, αυστηρά ενδογαμική ως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχε καμία σχέση με τους Αλβανόφωνους της περιοχής ούτε πριν το 1922 ούτε μετά [5] και το Μεγάλο Ζαλούφι μάλλον προέρχεται από την διασπορά των Αρβανιτών του 14ου αιώνα χωρίς να γνωρίζουμε την αρχική κοιτίδα τους [6]. Στην περιοχή υπήρχε επίσης και το αρβανιτόφωνο χωριό Αλτίν Τας (χρυσόλιθος) [7], λίγο πιο ανατολικά από το Ιμπρίκ Τεπέ.
Σχετικά με τα αρβανιτόφωνα χωριά του Έβρου, ο Αριστείδης Κόλλιας [8] αναφέρει (απευθυνόμενος προς τον Π.Τσέκη στην διημερίδα):
«Οι Αρβανίτες στην Θράκη ήρθαν σε μιαν άλλη εποχή, πολύ μεταγενέστερη (σ.σ. από αυτή των αρβανιτών της νοτίου Ελλάδος). Και λέγονται μάλιστα σκιπτάρ (shqiptar), ένα εθνώνυμο που είναι άγνωστο στη νότια Ελλάδα. Τούτο επικρατεί από την Ήπειρο, και βορειότερα μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη. Εμείς λεγόμαστε Αρβανίτες, «αρβανίτε» (arvanite), όπως και η γλώσσα μας, από το Κριεκούκι μέχρι την Πελοπόνησσο. Υπάρχει και το παλιό εθνώνυμο «αρμπερόρ» (Arberor) και ο προσδιορισμός της γλώσσας ως «αρμπερίστε» (arberishte). Είναι λοιπόν πλησιέστερα τα αρβανίτικα της Θράκης με τη γλώσσα της Κορυτσάς, και γιατί από εκεί έχετε έρθει, αλλά και γιατί μεταναστεύσατε σχετικά πρόσφατα» [9].
Τα χωριά Ιμπρίκ Τεπέ και Σουλτάνκιοϊ βρίσκονταν κοντά το ένα στο άλλο, στα νότια του Εργίνη ποταμού [10].
Η γλώσσα και η αίσθηση της κοινής πολιτισμικής παράδοσης αποτυπωνόταν και στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που βρισκόταν στην ενδιάμεση απόσταση.
Η γιορτή του αγίου και τα κουρμπάνια [11] που γίνονταν ή οι δωρεές που προσφέρονταν, ήταν ο συνεκτικός ιστός που υπενθύμιζε τη σχέση τους [12].
Ήταν αυτό το πανηγύρι που καθιστούσε τα δύο χωριά κέντρο της περιοχής και συνέβαλε στην ανάπτυξη σχέσεων με τις ορθόδοξες περιοχές που ήταν από την άλλη πλευρά του Έβρου ποταμού.
Σε μερικά σημεία του ποταμού τα νερά ήταν πολύ ρηχά, ιδίως στα τέλη του καλοκαιριού και οι Εβρίτες πηγαινοέρχονταν με τα πόδια από τη μία όχθη στην άλλη [13].
Έτσι, κατά μαρτυρίες πληροφορητών, Σουφλιώτες έμποροι και άλλοι κάτοικοι επισκέπτονταν το πανηγύρι και εξαιτίας αυτού δημιουργήθηκαν κουμπαριές, οι οποίες αξιοποιήθηκαν από τους Σουφλιώτες προσκυνητές και εμπορευόμενους για την παροχή φιλοξενίας, αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκαν από τους εκδιωγμένους από τις εστίες τους για την ομαλή μετάβαση στο καινούργιο καθεστώς.
Τα δύο χωριά αναφέρονται ως αρβανιτόφωνα, τα οποία όμως κατατάσσονται στα ελληνικά χωριά της περιοχής [14].
Παρατηρεί ο αρχιμανδρίτης Νικ.Βαφείδης όσον αφορά την εκπαιδευτική κατάσταση:
«Εκ της οδυνηράς ταύτης καταστάσεως εξαιρείται (ως προς τα σχολικά) το ελληνοαλβανικόν χωρίον Ιβρίκ-Τεπέ ως όασιν εν ερήμω… περιέχον αλληλοδιδακτικήν σχολήν, εις ην φοιτώσιν 95 μαθηταί […] Η ευάρεστος και εξαιρετική αύτη του Ιβρίκ-Τεπέ κατάστασις οφείλεται κυρίως εις τον οικονόμον του χωρίου Παπαδήμον, ως και εις τους δημογέροντας και μουχτάρηδες, οίτινες πάσαν υφίστανται θυσίαν υπέρ της σχολής» [15].
Όσον αφορά αυτό το σημείο, φαίνεται ότι οι δημογέροντες του χωριού δεν είχαν αμφιβολία για τη συνείδησή τους και για την ταυτότητα, που επέλεξαν να εμφυσήσουν στις νεότερες γενιές των Αρβανιτόφωνων. Η εμμονή τους στην στήριξη του ελληνικού σχολείου [16] είναι εύγλωττη για τις προαναφερθείσες διεργασίες. Το χωριό κατατάσσεται στα ελληνικά. Σημειώνει ο Βαφείδης:
"Ιμπρίκ Τεπέ, Έλληνες αλβανόφωνοι 1.500. Δημοτική σχολή, 1 διδάσκαλος, 80 μαθηταί. Παρθεναγωγείον 1 διδασκάλισσα, 40 μαθήτριαι"[17].
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι κάτοικοι είναι Αρβανιτόφωνοι.
Έτσι οι αποφάσεις δεν επιβάλλονται από μία πλειοψηφία, στην οποία αυτοί απλώς υπακούουν. Τα ίδια ισχύουν και για το άλλο χωριό: Σουλτάνκιοϊ, 1.500 έλληνες αλβανόφωνοι, δημ.σχολεία, 1 διδασκάλισσα, 35 μαθητές».
Οι διωγμοί. Και οι δύο συστάδες χωριών διατρέχονται από το κοινό νήμα των περιπετειών των Ελλήνων στα χρόνια μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Πλήθος διωγμών προετοιμάζουν την προσφυγιά, τη διχοτόμηση και την τελική αναδιάταξη του χώρου.
Έτσι, κοινό γνώρισμα είναι η εκτόπιση.
Οι κάτοικοι του Ιμπρίκ Τεπέ και του Σουλτάνκιοϊ στέλνονταν στο εσωτερικό της Ανατολικής Θράκης:
"Αεραπόλ το λέγανε. Κοντέψαμε να πάμε ως την Μικρασία. Πήγαμε σακεί. Όλοι δεν πήγαμε, όμως εμείς πήγαμε. Εκάτσαμε 3 χρόνια εκεί. Το Αεραπόλ ήταν μεγάλη πόλη. Δεν ήταν θάλασσα εκεί. Δούλευαν εκεί, είχαν στάρια, δούλευαν, ύστερα ήρθαμε πάλι στο χωριό. Μας έδωναν ένα βόδι εμένα, ένα βόδι εσένα και φτιάχναμε ζευγάρι και ερχόσουν και τρία χρόνια έκατσαν εκεί και έκαναν πάλι νοικοκυριό. Λέω για πέρα. Έκαναν πράγματα και ζώα, όλα τα έκαναν. Από εκεί ύστερα εκάτσαμε τρία χρόνια εκεί. Κι μπαμπάς μου που ήταν φαντάρος στην Τουρκία, δούλεψε, έκανε και ζώα και ύστερα μας σήκωσαν πάλι και ήρθαμε εδώ" [18].
Είναι η περίοδος των μετέωρων βημάτων της προσφυγιάς. Οι απλοί άνθρωποι δοκίμασαν στο πετσί τους τις αναδιατάξεις. Έχασαν τις περιουσίες τους. Κάθε μετακίνηση συνεπαγόταν απώλεια των υπαρχόντων τους. Γύριζαν πάλι πίσω. Και ξανά απόπειρες να στήσουν το νοικοκυριό τους. Άνθρωποι με περιουσία κατάντησαν να επαιτούν τη βοήθεια των Τούρκων συγχωριανών. Γυναίκες έγιναν δούλες, υπηρέτριες. Οι εκτοπίσεις λειτούργησαν ως μια θυελλώδης, τακτική ανατάραξη, που ανέτρεψε τις υπάρχουσες ισσοροπίες, αναδιένειμε τον πλούτο και προκάλεσε νέες σχέσεις στις εθνολογικές ομάδες:
«οι δικοί μας ήταν φτωχοί, δεν μπορούσαμε να βγάλουμε σοδειές ή να πάρουμε ζώα γιατί μετά από 2-3 χρόνια θα μας έδιωχναν. Μόλις έκανες περιουσία, σε έδιωχναν και τα έπαιρνε ο Τούρκος. Ερχόσουν στο χωριό με δύο ξερά χέρια. Δίπλα υπήρχαν τουρκικά χωριά και πήγαινες σα δούλος στους Τούρκους και σε δυο μήνες σου δίνανε μια μέρα άδεια να πας να δεις τα παιδιά σου και τη γυναίκα σου και να φέρεις πέντε παράδες» [19].
Οι εκτοπίσεις δεν καλλιεργούν την αίσθηση του ιστορικού συμβαντολογικού χρόνου στους υφιστάμενους τα γεγονότα [20].
Γι’αυτούς όλα όσα πέρασαν, είναι παλινωδίες της ιστορικής κίνησης, οι οποίες επαναλαμβάνονται περιοδικά.
Πρόκειται για μετεωρισμούς που προσδοκούν ότι θα αποκατασταθούν.
Το σταθερό χρονικό σημείο στη μνήμη τους είναι ο εκτοπισμός του 1922 που εξελίχθηκε σε μόνιμη προσφυγιά. Ακριβώς αυτή η μονιμοποίηση του μετέωρου βήματος μετέτρεψε το γεγονός σε χρονικό σύνορο, που οργανώνει τη μνήμη τους στα πριν και μετά την πέρα του ποταμού μετεγκατάσταση.
Ο ξεριζωμός.
«Το ’22 που έγινε ο μικρασιατικός πόλεμος, ήτανε όλοι στο μοναστήρι του Άη Γιάννη.
Ήρθε τότες η διαταγή ότι έγινε πόλεμος και έπρεπε όλοι να φύγουμε από εκεί.
Περνούσαμε έπειτα με τα αμάξια μας μέσα από τον Έβρο. Ήταν καλοκαίρι» [21].
Για μια φορά ακόμη οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης ετοιμάστηκαν για μετακίνηση:
«Τον Σεπτέμβριο του 1922, διαταχθείσης της εκκενώσεως της Ανατολ.Θράκης, οι Ζαλουφιώται παραλαβόντες ό,τι ήτο δυνατόν να παραλάβουν επί μιας βοϊδαμάξης, πέρασαν τον Έβρον ποταμόν»[22].
Ο Άγγελος Γερμίδης, Ανδριανουπολίτης, γράφει:
«Επί 15 ημέρες, φάλαγγες ατελείωτες κάρρων, βοϊδάμαξων και κάθε λογής μεταφορικών μέσων, διέσχιζαν κάτω από ένα βαρεία συννεφιασμένο ουρανό, πένθιμα και σιωπηλά, τους δρόμους της Θράκης, για να περάσουν στη δυτική όχθη του Έβρου, τους έλληνες κατοίκους και τα λίγα υπάρχοντα, που έφερναν μαζί τους.
Ήτανε ημέρες συγκινητικώτατες και το πένθος βαρύτατο για τους εκπατριζόμενους πληθυσμούς, που αφίνανε την πατρώα γη με δάκρυα στα μάτια και τον αβάσταχτο πόνο, που νοιώθουν εκείνοι, που χάνουν την πατρίδα τους, για πάντα.
Και μονάχα εκείνοι που αντίκρυσαν με τα μάτια τους το φοβερό εκείνο ξερρίζωμα του αιωνόβιου θρακιώτικου ελληνισμού, που από χιλιάδες χρόνια στάθηκε όρθιος στις επάλξεις, μονάχα αυτοί μπορούν να συλλάβουν την έκταση της φρικτής εκείνης συμφοράς.
Εκκλησίες πανάρχαιες, μοναστήρια που είχαν κτισθή από τους πρώτους ακόμα αιώνες του Χριστιανισμού, Σχολεία και Μορφωτικές Οργανώσεις που ακτινοβολούσαν και έξω από τη Θράκη, νεκροταφεία στα οποία εκοιμόταν τον αιώνιο ύπνο τους πατέρες, μητέρες κι αδέλφια τους, σπίτια, μαγαζιά γεμάτα, ανθούσες επιχειρήσεις και εύφορα χωράφια, τα αφίνανε όλα πίσω, φεύγοντες τον επερχόμενο κατακτητή.
Μέχρι της 5ης Οκτωβρίου εκκενώθηκε η περιοχή ως τη γραμμή, Μήδεια-Ανακτόριο-Τσερκέσκιοϊ.
Στις 7 Οκτωβρίου μέχρι τη γραμμή Σαμμακόβι-Βιζύη-Τυρολόη-Σηλύβρια, στις 9 Οκτωβρίου μέχρι τη γραμμή Σκοπός-Αρκαδιούπολις(Λουλέ-Μπουργάζ)-Ραιδεστός, στις 11 μέχρι τη γραμμή, 40 εκκλησίαι, Χάφσα-Παυλίκιοϊ-Κεσσάνη και στις 18, η υπόλοιπη μέχρι τον Έβρο περιοχή.
Στις 18 Οκτωβρίου, τα τελευταία ελληνικά τμήματα, εγκατέλειπαν την Αδριανούπολι, αφίνοντα για φύλαξί της Γάλλους στρατιώτες. Στις 10 το πρωί της ημέρας αυτής, γινόταν στο Στρατηγείο της Στρατιάς Θράκης, η υποστολή της Ελληνικής σημαίας και η έπαρση της Τουρκικής»[23].
Για πρώτη φορά, η μετακίνηση θα γινόταν προς το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Για τους ίδιους όμως, ήταν κομμάτι των προηγούμενων διωγμών και ήθελαν να πιστεύουν ότι σύντομα θα κατακάθιζε ο κουρνιαχτός και θα επέστρεφαν και πάλι στις πατρογονικές εστίες, για να συνεχίσουν το πανηγύρι του Αη Γιάννη του Προδρόμου, που έμεινε και αυτό στη μέση.
Αυτές οι σκέψεις τους έκαναν να επιλέξουν περιοχές που βρίσκονταν κοντά στα δικά τους χώματα [24].
Το ίδιο μαρτυρείται από τον Γ.Τολίδη, από το Μεγάλο Ζαλούφι, ο οποίος καταθέτει και την προσωπική του μαρτυρία από την αδημονία του πατέρα του, που συχνά ρωτούσε: «Τι νέα; Πότε θα πάμε πέρα;».
Αυτή η επιθυμία συνόδευσε σε όλη τους τη ζωή τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, καθώς ο καημός έγινε τροφή για τα όνειρά τους:
«Παπούς έλεε, παιδί μου, που ήρθαμε εδώ, καθήσαμε εδώ για να είμαστε κοντά στην πατρίδα μας.
Περιμέναμε μια μέρα για να πάμε πίσω στο Γιαούπ.
Δήθεν ότι ήρθαμε εδώ προσωρινά. Θυμάμαι τον παππού μου που έλεγε»[25].
Η μετακίνηση έγινε με κάρα:
«Ήρθα μια κοπέλα. Γω ήμουν δεκατριώ χρονών, όταν ήρθαμε εδώ. Από κει ήρθαμε, πήγαμε με το αμάξι, περάσαμε σε ένα ποτάμι έτσι με τα γελάδια από πάνω. Ήταν με τον καιρό καλό και ήρθαμε με τα γελάδια, ήταν φαντάροι στο Σουφλί. Πήγαμε στο Σουφλί, ύστερα όλοι εκεί εκάτσαμε τρεις μήνες, ύστερα ήρθαμε εδώ στο Μπίντικλι [26] και τώρα το λένε Τυχερό» [27].
Το κάρο μπορούσε να ήταν ιδιόκτητο. Αυτό ήταν σπάνιο και μπορούσε να φιλοξενήσει τους συγγενείς. Στις πιο πολλές περιπτώσεις τη μεταφορά έκαναν οι Τούρκοι, καραγωγείς που αναλάμβαναν έναντι αμοιβής αυτό το εργολαβικό έργο.
Οι πέραν του Έβρου Θρακιώτες πέρασαν το ποτάμι με την κινητή τους περιουσία – σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες οι οποίοι εγκατέλειψαν την περιοχή της Σμύρνης σε κατάσταση πανικού [28].
Έπειτα, το ταξίδι της προσφυγιάς ήταν πολύ μικρό, ήταν ζήτημα 2-3 ωρών, σε αντίθεση με τις απελπιστικές συνθήκες μετακίνησης των ποντίων που ήρθαν από τον Καύκασο ή την Τραπεζούντα, πολλοί εκ των οποίων πέθαναν κατά την διάρκεια του ταξιδιού.
«Με κάρο ήρθαμε και ένα αμάξι που μας έδωσαν οι Τούρκοι, τι να βάλεις εκεί πρώτα.
Είχαμε εκείνο το χρόνο στάρι, μια κάμαρα γεμάτη.
Και ό,τι είχαμε, δεν το πήραμε.
Ένα πάπλωμα πήραμε, μια κατσαρόλα, ένα ταψί και δύο σακιά στάρι, γιόμισε ένα κάρο.
–Το κάρο ήταν δικό σας δηλαδή;
-Δεν ήταν δικό μας. Οι Τούρκοι μας έφεραν και μετά γύρισαν. Ήταν σαν εργολάβοι. Τους πλήρωναν. Τους έδωσαν ένα αμάξι, τους λέει θα τους πάτε, θα τους παραδώσετε» [29].
Οι παραπάνω περιγραφές των πληροφορητών αποδεικνύουν ότι η μετακίνηση έγινε υπό ομαλές συνθήκες, με την βοήθεια των γηγενών Τούρκων (επ’αμοιβή) και δεν παρατηρήθηκαν οι σφαγές που έγιναν στον Πόντο και στην περιοχή της Σμύρνης.
Άλλωστε οι μετακινηθέντες Αρβανίτες ήταν βέβαιοι ότι και αυτή η μετακίνηση θα ήταν προσωρινή, ενώ αντίθετα οι αστοί της Ανδριανούπολης είχαν πλήρη επίγνωση της κατάστασης και γνώριζαν ότι επρόκειτο για οριστικό ξεριζωμό:
«Λίγες μέρες πριν από τις 18 Οκτωβρίου (σ.σ.1922), στις 9 του μηνός γινόταν στον Μητροπολιτικό Ναό της Αδριανουπόλεως η τελευταία λειτουργία, σαν εκείνη την τελευταία λειτουργία της Αγίας Σοφίας, την παραμονή της Αλώσεως. Και με δάκρυα στα μάτια, οι παρευρισκόμενοι σε αυτή, ακούγανε το γέρο Μητροπολίτη Πολύκαρπο, να αναπέμπη, με διακοπτόμενη από τη συγκίνηση φωνή, τη στερνή προς τον Ύψιστο επίκλησι. Ήταν ο τελευταίος Μητροπολίτης της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως» [30].
Με τον ίδιο τρόπο ξεσηκώθηκαν και οι γείτονες του Ιμπρίκ Τεπέ, οι ελληνόφωνοι κάτοικοι του Γιαούπ [31].
Οι μαρτυρίες ωστόσο διαφοροποιούνται για τα πράγματα που δικαιούνταν να πάρουν. Μπορούσαν να φορτώσουν δύο βοϊδά (ή βουβαλά-)μαξες:
«Οι δικοί μας πρέπει να ξεκίνησαν γύρω στις 10 Οκτωβρίου και η μεταφορά γινόταν με βοϊδάμαξα.
Είχαν δικαίωμα 2 και 3 φορές να μεταφέρουν στην απέναντι όχθη του ποταμού Έβρου.
Διότι η διαδρομή μεταξύ Γιακούμπ Μπέη και Σουφλί ήταν κάνα δυο τρεις ώρες.
Κατά μαρτυρίες γονέων μας, βροχή ραγδαία και χαλάζι [32] χονδρό χτυπούσε τους δυστυχείς γονείς μας.
Η διαδρομή γινόταν με πλωτά μέσα.
Είχαν στρατιωτικές σχεδίες, βάρκες, και βάζαν 2-3 κάρα και τα τραβούσαν με συρματόσχοινα.
Οι πρώτοι οι πιο πολλοί εγκαταστάθηκαν στο Σουφλί.
Μερικοί πέρασαν απέναντι απ’το Διδυμότειχο.
Με τους Σουφλιώτες αν και μακριά είχανε το πάρε δώσε.
Οι αραμπατζήδες (καροποιοί) μαστόροι Σουφλιώτες φτιάχνουν τα ξύλινα βοϊδάμαξα και αργαλειούς, κ.λπ.»[33].
Οι πρόσφυγες ήταν έμπειροι σε τέτοιου είδους μετακινήσεις.
Ταυτόχρονα, η σκέψη τους ήταν στραμμένη στα πατρογονικά χώματα.
Έτσι, μπορεί να εξηγηθεί και η επιλογή του χώρου για τη δημιουργία του οικισμού τους.
Οι Αρβανιτόφωνοι κινήθηκαν παράλληλα προς τον Έβρο και νοτιοανατολικά του Σουφλίου. Δεν εγκαταστάθηκαν όλοι στην ίδια κατεύθυνση.
Οι μισοί και παραπάνω προτίμησαν να κονακέψουν κοντά στο ποτάμι, σχεδόν πάνω στην δυτική του όχθη, και σχεδόν απέναντι από τα χωριά που έφυγαν.
Οι πιο πολλοί πήγαν στον κάμπο, όπου υπήρχαν δύο οικισμοί: ο Χάντζιας (Τάρσιον) νοτιότερα, κι ένα χιλιόμετρο βορειότερα το Τσακιρτζί (Πυρόλιθος). Μεγαλύτερος οικισμός ήταν ο Χάντζιας, που διέθετε και ορθόδοξη εκκλησία, απομεινάρι της βουλγαρικής παρουσίας στην περιοχή.
Στο Μπίντικλι (Τύχιο) και λίγα χιλιόμετρα δυτικά (μακριά από το ποτάμι) κατέλυσαν 80 οικογένειες [34].
Οι άλλοι κινήθηκαν λίγο πιο μέσα, μαζί με τους αρβανιτόφωνους του Αλτίν Τας σε άλλους οικισμούς: Φέρες, Πέπλος, Γεμιστή, Κήποι, Αρδάνιο, Καβησό, Πυλαία Έβρου και στην Παραδημή του νομού Ροδόπης.
Οι Αρβανιτόφωνοι του Μεγάλου Ζαλουφιού σκόρπισαν στα βόρεια του νομού Έβρου: Χειμώνιο, Θούριο, Πύθιο, Ρήγιο, Σάκκος, Δίκαια και Καβύλη [35]. Επίσης, υπάρχουν μαρτυρίες για εγκατάσταση Αρβανιτών από την Μανδρίτσα της Βουλγαρίας στο Σουφλί και στο Πρωτοκκλήσι Έβρου[36].
Κάπως έτσι έφτασαν οι Αρβανίτες από την Ανατολική Θράκη στον νομό Έβρου. Σε επόμενο θέμα θα ασχοληθούμε με τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην νέα τους πατρίδα αλλά και για την εθνική τους συνείδηση.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω δημόσια τον κ. Γρ.Αυδίκο, επίκουρο Καθηγητή Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, δρ.Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διότι το έξοχο βιβλίο του με τίτλο «Από τη Μαρίτσα στον Έβρο» (βλ.υποσημ.12) που έγραψε σχετικά με την ιστορία του Τυχερού Έβρου, του χωριού μου, ήταν η αιτία να κάνει να κάνει αρκετούς από εμάς, τους σημερινούς Τυχεριώτες να ψάξουμε, να ερευνήσουμε και να μπούμε στην μηχανή του χρόνου αναζητώντας τα ίχνη των προγόνων μας και εγκύπτοντας στην υπάρχουσα βιβλιογραφία να σπάσουμε τα ταμπού και τις προκαταλήψεις σχετικά με την γλώσσα των παππούδων και των πατεράδων μας, τα αρβανίτικα, σπάζοντας την σιωπή και καταστρέφοντας τον μηχανισμό της λήθης που τέθηκε πολύ νωρίς σε λειτουργία μέσω ενός περίεργου συνδυασμού κρατικής επιβολής και αυτοχειρίας των αρβανιτών, ώστε να ξεχαστεί όσο το δυνατόν συντομότερα το ότι είμαστε Αρβανίτες και ότι οι γονείς μας, οι παππούδες και οι πρόγονοί μας μιλούσαν Αρβανίτικα. Το εν λόγω βιβλίο αποτέλεσε την κύρια πηγή του παρόντος θέματος. Επίσης, πλήθος παραπομπών και πηγών του παρόντος θέματος, βρίσκονται σε αυτό το βιβλίο.
doctor
____________________________________________________
[1] σ.σ. : Β(Μπ)υθ(ι)κούκ(ι) στα αρβανίτικα σημαίνει «κόκκινος κώλος».
[2] Φέρες Έβρου: wikipedia[3] Τα όσα ελέχθησαν στην διημερίδα συμπεριλήφθηκαν ως ειδικό κεφάλαιο («Τα αρβανίτικα») του βιβλίου που εξέδωσε το Κ.Ε.Μ.Ο. (Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων) με τίτλο «Γλωσσική Ετερότητα στην Ελλάδα», εκδ.Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2001. Η διημερίδα διεξήχθη με την συμμετοχή Καθηγητών Πανεπιστημίων και ομιλητών της αρβανίτικης γλώσσας από όλα τα σημεία της Ελλάδας. Η συνάντηση ανάμεσα σε κοινωνικούς ερευνητές και σε ομιλητές των γλωσσών, η ζεύξη δηλαδή της βιωματικής αφήγησης με την επιστημονική ανάλυση, αποτέλεσε το μεθοδολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η κάθε συζήτηση. Το απόσπασμα από την τοποθέτηση του κ.Τσέκη βρίσκεται στην σελίδα 291 του εν λόγω βιβλίου.
[4] Γ.Τολίδης, «Η συμβολή της Θράκης στους αγώνες και τις θυσίες του Έθνους. Το μεγάλο Ζαλούφι της Ανδριανούπολης», Θρακικά, 40 (1970), σσ.80-138.
[5] Ν.Μελλίδου-Κεφαλά, «Σημειολογική λειτουργία παραδοσιακής γυναικείας φορεσιάς», Πρακτικά Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου. Η ιστορική, αρχαιολογική και λαογραφική έρευνα για τη Θράκη», Θεσσαλονίκη 1991, σ.233.
[6] «Η γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα», σ.291 (Τσέκης).
[7] Δ.Γκιοκτσέ, «Παραμύθια από την Πυλαία Έβρου», Αλεξανδρούπολη 1998. Βλ.επίσης «Γλωσσική Ετερότητα στην Ελλάδα», σ.291 (Τσέκης).
[8] Αριστείδης Κόλλιας (1944-2000). Ερευνητής, εκδότης του περιοδικό «Άρβανον», συγγραφέας. Έργα: «Οι Αρβανίτες και η καταγωγή των ελλήνων», Θάμυρις, Αθήνα, 1985, «Η προκήρυξη του Αρβανίτικου Συνδέσμου. Ένα ιστορικό ντοκουμέντο του 1899» (επιμ.), Θάμυρις, Αθήνα 1996.
[9] «Η γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα» (Α.Κόλλιας), σ.337. Βλ.επίσης, Κόλλιας, «Μικρό αφιέρωμα στα αρβανιτοχώρια της Θράκης»,Μπέσα,25 (1993), σ.5-8.
[10] «Ο Εργίνης ή Αγριάνης (στα τουρκικά Εργκενέ), ο οποίος διασχίζει την πεδιάδα της Ανατολικής Θράκης, δέχεται τα νερά πολλών μικρών ποταμών, ποτίζει τα πλούσια μποστάνια της Μακράς Γέφυρας (Ουζούν Κιοπρού) και συναντάει τον Έβρο στο ύψος περίπου της κωμόπολης Κύψελα (Ύψαλα)», Μαριάνα Κορομηλά, «Θρακική Τοπογραφία», Αθήνα 1994, Πολιτιστική Εταιρεία «Πανόραμα», σ.8.
[11] Στη Θράκη το σφάξιμο των ζώων-τα κουρμπάνια- που γίνονταν (και εξακολουθούν να γίνονται) κοντά σε αγιάσματα ή στο προαύλιο των εκκλησιών, που φέρουν το όνομα των Αγίων που θέλουν να τιμήσουν, διατηρούνται αλλά και συναρπάζουν. Η θυσία των ταύρων και των κριών στη Βορειοανατολική Θράκη περικλείει στοιχεία που σήμερα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί μόνο αν επισκεφθεί χωριά της κοιλάδας του Εβρου, οι κάτοικοι των οποίων, και μέχρι σήμερα τα συνεχίζουν, γιατί έτσι τα βρήκαν από τους πατεράδες τους,από τους παππούδες τους.
Σε πολλά χωριά στον Εβρο,μέχρι και σήμερα, πραγματοποιείται το κουρμπάνι του Αγίου Αθανασίου.Παλαιότερα στην πόλη του Διδυμοτείχου το κουρμπάνι τη μέρα του Αγίου γινότανε σε τέσσερα διαφορετικά σημεία. Εξάλλου ο Αγιος Αθανάσιος είναι ο πολιούχος της πόλης. Σήμερα το συνεχίζουν μόνο οι ψαράδες, που μένουν δίπλα τον Ερυθροπόταμο.
Πολλά όμως χωριά της επαρχίας Διδυμοτείχου την ίδια μέρα κάνουν το κουρμπάνι, όπως το Ισαάκιο,το Πραγγί,το Ασημένιο,το Σοφικό.
Και στην επαρχία Σουφλίου εξακολουθούν να το πραγματοποιούν, όπως οι κάτοικοι της Κορνοφωλιάς και της Δαδιάς.
[12] Ευάγγελος Γρ.Αυδίκος, επίκουρος Καθηγητής Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, δρ.Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, «Από την Μαρίτσα στον Έβρο» σελ.27. Για την σχέση των θρησκευτικών κέντρων ως πόλων συνοχής βλ.: S.Silverman, Three Bells of Civilization. The life of an Italian Town, New York and London, σ.152. Ακόμη, πβ. «Το μοναστήρι της αγίας Αναστασίας ήταν κατά την πανήγυριν ο τόπος συγκεντρώσεως των Ελλήνων των πέριξ κωμοπόλεων και χωρίων» Θ.Μαυρομάτης «Το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολυτρίας το εις τον Εύξεινον Πόντον», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 25 (1960), σ.209. Μ.Βαρβούνης, Λαϊκή λατρεία και θρησκευτική συμπεριφορά των κατοίκων της Σάμου, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1992.
[13] Μ.Κορομηλά, ο.π., σ.9.
[14] Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης, «Εκκλησιαστικαί Επαρχίαι της Θράκης και ο φάκελλος 434 της βιβλιοθήκης της Βουλής περί Θράκης», «Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού,ΙΗ’ (1953), σ.87.
[15] Βαφείδης, ο.π. σ.61.
[16] Α.Δημαράς, «Η εκπαίδευση φορέας διαμόρφωσης και εγχάραξης της ελληνικότητας», στον τόμο: Δ.Τσαούση (επιμέλεια), Ελληνισμός και ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Αθήνα 1983, σσ.235-241. J.Singleton, “Implications of Education as Cultural Tansmission”, στο G.Spindler (επιμέλεια), Education and Cultural Process: toward an Anthropology of Education, New York, 1974, σσ.26-38. Πβ.Τ. Kuwayama, “Gasshku:Off-Campus Training in the Japanese School”, Anthropology and Education Quarterly, 27:1 (1996),σ.113.
[17] Βαφείδης, ο.π. σ.77.
[18] Μαρτυρία της Σύρμως Γκίρδα, Αυδίκος, ο.π., σ.31.
[19] Μαρτυρία του Μιχαήλ Γιαννούλη, Αυδίκος, ο.π.σ.31.
[20] Η αίσθηση αυτή είναι αποτέλεσμα της ανατροπής της κοινωνικής δομής, όπως εκδηλώνεται σε συνθήκες ιστορικής αβεβαιότητας και μετάβασης σε ένα νέο καθεστώς, βλ.Μ.Sahlins, Islands of History, Chicago and London, 1985,σ.138. S.Condor”Social Identity and Time”, στο βιβλίο: W.P. Robinson, Social Groups and Identities. Developing the Legacy of Henri Taifel, Oxford 1996, σς.302-6. A.Von Plato, “An Unfamiliar Germany.Some Remarks on the Past and Present Relationship Between East and West Germans”, Oral History, 21:1(1993), σσ.35-42. Πβ.A.Gell, The Anthropology of Time, Oxford, 1996.
[21] Μαρτυρία Σουλτάνας Κουρτίδου, Αυδίκος, ο.π. σ.33.
[22] Γ.Τολίδης, ο.π. σ.101. Πβ.Μαυρίδης, Β.Μπεζιργιαννίδης, «Μνήμες από τις αξέχαστες πατρίδες», Νέα Ορεστιάδα 1996, σσ.54-58.
[23] Άγγελος Γερμίδης, Υποστράτηγος ε.α., «Η Απελευθέρωσις της Αν.Θράκης τον Ιούλιον του 1920 και η δραματική εγκατάλειψίς της τον Οκτώβριο του 1922», Εκδόσεις Θρακικού Κέντρου, Αθήνα, 1972. Όλο το κείμενο βρίσκεται εδώ: http://alex.eled.duth.gr/EthM/germidis/Kef05.htm .
«Στην Ανδριανούπολη έκανε την είσοδό του ο ελληνικός στρατός το 1920, αφού το 1912 την είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι και το 1913 την είχαν ανακαταλάβει οι Τούρκοι, για να υποχρεωθεί όμως να αποσυρθεί το 1922, με τη συνθήκη που επισφράγισε τη μικρασιατική καταστροφή, ακολουθούμενος από 30.000 Έλληνες Ανδριανουπολίτες και άλλες προσφυγικές στρατιές απ’όλη την Ανατολική Θράκη», Θοδώρου Καρζή, «Οι πατρίδες των Ελλήνων», Γ’ Τόμος, Ανατολική Θράκη-Ανατολική Ρωμυλία, σ.246.
“Με την ανακωχή των Μουδιανών, 28 Σεπτεμβρίου 1922, ορίστηκε να αποσυρθούν τα ελληνικά στρατεύματα δυτικά του Έβρου σε 20 περίπού μέρες ενώ οι πολιτικές αρχές να μεταβιβαστούν στους Τούρκους σε ένα μήνα μετά την εκκένωση της Θράκης από τους Έλληνες. Η συνθήκη των Μουδανών δεν έθετε κανένα όρο για να εγκαταλείψουν τον τόπο τους οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης. Ποιος όμως μπορούσε να τους συγκρατήσει; Οι πληροφορίες των κατοίκων της Θράκης για τις εκτεταμένες σφαγές των Ελλήνων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και της Σμύρνης και οι Τούρκικές συμμορίες, πού είχαν εμφανιστεί στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης, είχαν τρομοκρατήσει τους ελληνικούς πληθυσμούς και τους προειδοποιούσαν τι τους περιμένει, όταν Θα έφταναν στον τόπο τους οι βάρβαροι Τούρκοι (Θεοδώρου Κυρκούδη, «Η προσφορά των Θρακών στους αγώνες του Έθνους 1453-1923»,Εθνικό Ίδρυμα Νεότητας, Πρόγραμμα διαπολιτισμικής εκπαιδευτικής στήριξης Θράκης, Αθήνα, 1998)Βλ.: http://alex.eled.duth.gr/kirkoudis1/index.html[24] Η τάση αυτή, να επιλέγουν δηλαδή κάποιοι πρόσφυγες γειτονικές περιοχές, με την προσδοκία της επιστροφής, είναι κοινός τόπος στην προσφυγική βιβλιογραφία. N.North, “Narratives of Cambodian in the Collection of Reffugee Stories”, Oral History, 23:2 (1995), σ.33-48. Δ.Σεϊτανίδης, «Το Σουφλί και η ιστορία του από το 1910 μέχρι το 1950», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 24 (1959), σσ.233-68.
[25] Μαρτυρία της Μαρίας Χατζοπούλου, Αυδίκος, ο.π. σ.34. Το Γιαούπ ήταν ένα (ελληνόφωνο και όχι αρβανιτόφωνο) χωριό κοντά στο Ιμπρίκ Τεπέ.
[26] Μπίντικλι λεγόταν το τούρκικο χωριό το οποίο εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του το 1922 και εκεί πήγαν 80 οικογένειες αρβανιτόφωνων από το Ιμπρίκ Τεπέ. Το χωριό ονμάστηκε Τύχιο και από το 1953 (Β.Δ.23.7.53, ΦΕΚ 193/31.7.53, τεύχος Α’) ονομάζεται Τυχερό και είναι η έδρα του ομώνυμου Δήμου.
[27] Μαρτυρία Σύρμως Γκίρδα, Αυδίκος, ο.π., σ.34.
[28] Βλ. Λάμπρος Μπαλτσιώτης, ιστορικός, «Ανταλλαγές Πληθυσμών και προσφυγιά στην Ελλάδα και την Τουρκία. Οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα δύο εθνικών αφηγήσεων», περιέχεται στο «Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών», Κέντρο ερευνών μειονοτικών ομάδων (Κ.Ε.Μ.Ο.), σ.488.
[29] Μαρτυρία Αγλαΐας Πράφτσα, Αυδίκος, ο.π., σ.35.
[30] Άγγελος Γερμίδης, ο.π.
[31] Οι άριστες σχέσεις μεταξύ Γιαούπ και Ιμπρίκ Τεπέ συντέλεσαν ώστε οι Γιαουπιώτες να ακολουθήσουν τους αρβανίτες στην μετακίνησή τους και να καταλύσουν και πάλι σε διπλανό χωριό (Φυλακτό) μετά το πέρασμα από τον Έβρο.
[32] Η σφοδρή κακοκαιρία του Οκτωβρίου του 1922 στην Ανατολική Θράκη μαρτυρείται επίσης και από τον Γερμίδη στην περιγραφή του για την εκκένωση της Ανδριανούπολης, λίγα χιλιόμετρα πιο βόρεια, Γερμίδης, ο.π.
[33] Μαρτυρία Βασίλη Μιχαηλίδη, Αυδίκος, ο.π. σ.35.
[34] Στην απογραφή του 1928 το Τύχιο έχει πληθυσμό 529 άτομα.
[35] Κόλλιας, «Μικρό αφιέρωμα στα αρβανιτοχώρια της Θράκης»,Μπέσα,25 (1993), σ.5-8.
[36] «Κέντρο όλων των Αρβανιτάδων της Μανδρίτσας, που μετανάστευσαν από τη Βουλγαρία το 1914, είναι οι Μάνδρες του Κιλκίς. Από την Μανδρίτσα εγκαταστάθηκαν επίσης αρκετοί στο Σουφλί, στο Πρωτοκκλήσι Έβρου, στον Καλό Αγρό Δράμας, στη Θέρμη, στο Ζαγκλιβέρι και στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, αλλά οι περισσότερες οικογένειες ήρθαν στις Μάνδρες. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν χτίστες. Δεν έχουμε καταλήξει ακόμα, μέσα από τις παραδόσεις των γεροντότερων, για τον αρχικό τόπο καταγωγής. Μια παράδοση σχετίζεται με αναγκαστικό εκπατρισμό στην Τουρκοκρατία από τη Μάνδρα Αττικής. Μια άλλη εκδοχή λέει ότι και εμείς είμαστε από την περιοχή, από το Βιθκούκι». Τα παραπάνω είπε ο Κω/νος Βασδραβανίδης, τ.πρόεδρος της κοινότητας Μανδρών Κιλκίς, στην διημερίδα για τα Αρβανίτικα (βλ.υποσημείωση 3), «Η Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα», ο.π., σ.292.
[37] Η παρούσα εργασία, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται ο καθένας, επικεντρώθηκε στους Αρβανίτες του νοτίου Έβρου και δεν αναφέρθηκε παρά αποσπασματικά και σποραδικά στους Αρβανίτες που προήλθαν από το Μεγάλο Ζαλούφι και εποίκισαν τον Βόρειο νομό Έβρου. Ο λόγος είναι η καταγωγή του γράφοντος, το Τυχερό Έβρου, και τίποτα περισσότερο. Είναι όμως στις άμεσες προθέσεις μου να μελετήσω και να γράψω και για τους Αρβανίτες του βορείου Έβρου.