Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Το Νούμερο 31328- η συνέχεια



Δεύτερος σταθμός.


Μία ελληνική και μία τουρκική οικογένεια ζούσανε δίπλα-δίπλα. Ύστερα έγιναν αυτά που έγιναν. Η συνάντηση μετά από αυτά, γίνεται σε εντελώς διαφορετικό κλίμα. Μια συνάντηση που «πονάει», έπειτα από το γυαλί που όχι απλά έχει ραγίσει, αλλά έχει γίνει χίλια κομμάτια. Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν.

"Ήταν μια καπναποθήκη εκεί που μας ρίξαν.
Τα κορμιά σπάραζαν πάνου στις πλάκες μισόγυμνα, πρησμένα, γεμάτα λάσπες-αυτόματα, σαν πράματα.
Ντόπιοι τούρκοι έρχουνταν και μας κοίταζαν, να σουσουμιάσουν.
Ερευνούσαν τα «πράγματα», εμάς, να τα ανασυνθέσουν, τρυπούσαν για ένα ίχνος που μπορούσε να είχε ξεχαστεί απάνω μας.
Αυτό το ίχνος σπαρτάρισε για μια στιγμή σα νεογέννητο μες στα σκονισμένα μάτια του ρολογά-σαν άστρο που πέφτει. Τον γνώρισαν.
Όλη η Πέργαμο βούιξε από το νέο- το άστρο.
Τα πλήθη έρχονταν και το κοίταζαν, άνοιγαν τα στόματα, δείχνανε τα κίτρινα δόντια να το συντρίψουν.
Μ’ επισημότητα μπήκε κ’ένας αρχηγός.
Ήταν απ’ τα παλικάρια που δεν έσκυψαν στην κατοχή κάτου απ’τον Έλληνα, πήραν τα βουνά και σπαταλούσαν την περηφάνια σαν άχρηστη:
- Μερ χαμπάρ! (τούρκικος χαιρετισμός) Νικόλα.
Του έδωσε το χέρι.
Ο δικός μας δίστασε μπρος σ’αυτό το χέρι που προσφερόταν σα φωτιά. Έπειτα, σκληρά, σαν άνθρωπος που πνίγεται, το χούφτιασε.

- Κ’ η φαμίλια εδώ; Ρωτά ο Τούρκος.
Ναι.
Κ’ η φαμίλια.
Η γυναίκα και το παιδί.
Τους είχαν σε ένα χωριστό μέρος στο απάνω πάτωμα.
Ο Τούρκος έβγαλε την καπνοσακούλα του, τράβηξε μια μεγάλη πρέζα καπνό και του την έδωσε. Και μια μεγάλη φυλλάδα τσιγαρόχαρτο.

Ύστερα βγήκε όξω.
Γύρισε σε κανένα τέταρτο.
Βαστούσε έναν κουβά με σταφύλια, ψωμί.
Με σεβασμό ο σκοπός του έδειξε την πόρτα προς το απάνω πάτωμα.
Ξανακατέβηκε από κει σε λίγα λεφτά.
Ήταν βαρύς, αυστηρός και αμίλητος-σαν άνθρωπος.
Κάθισε πάλι κοντά στον ρολογά και τύλιξε τσιγάρο.
Φούμερνε αδιάκοπα.
Μασούσε τα χείλια του που τρέμαν.

-Τις είδες; Ρωτά δειλά ο δικός μας.

Ο Τούρκος παρατά το τσιγάρο και τον κοιτάζει μες στα μάτια.

- Θυμάσαι Νικόλα, τη Νατζιέ; του λέει συγκινημένος.

Τη θυμήθηκαν.
Ήταν ένα ήμερο νεανικό πρόσωπο, ήταν καλή σαν παιδάκι – Θέ μου, πως το επέτρεψες σε μιαν αντίχριστη;
Οι δυο γυναίκες, του Τούρκου και του Χριστιανού, αγαπιούνταν σαν αδερφές.
Τα καλοκαίρια μέναν μαζί στον κάμπο οι δύο φαμίλιες.
Δε χώριζαν.
Μονάχα σαν έπεφτε η νύχτα, αποτραβιόταν ο καθένας να δεηθεί στο θεό του.
Ύστερα πάλι ξαναδερφώνουνταν.
- Πόσα χρόνια είναι; ρωτά ο δικός μας, σα να’ναι ένα παρελθόν πολύ μακρινό.
- Από τότε που σκοτώθηκε; τρία.

Τη Νατζιέ την είχε βρει μια σφαίρα τις μέρες του ελληνοτουρκικού πολέμου.

- Δε ζούσαμε καλά, Νικόλα; λέει ο τούρκος.

Τότες ο δικός μας πέφτει στα πόδια του παρακαλώντας:

- Σώσε μας! Σώσε μας!
- Δεν πράξατε καλά Νικόλα! τον κόβει αυστηρά ο Τούρκος και τον βοηθά να σηκωθεί.
- Κι εγώ τι φταίω; Τι φταίω; μουρμούριζε ο Χριστιανός με δάκρυα.
- Ο Θεός κρίνει, μπιραντέρ (αδερφέ). Αυτός βλέπεις, δεν ξεχνά.

Σηκώθηκε.
Ο άλλος παρακαλούσε ακόμα.
Μα ο Τούρκος τον έκοψε.
Τώρα πια ήταν στη μέση ο Θεός.
Αυτός διατάζει- τι μπορεί να κάμει ο άνθρωπος;

-Αλαά σιμαρλαντίκ (τούρκικος χαιρετισμός), Νικόλα".

***



Τρίτος σταθμός. Τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.

"Σουρουπώνει.
Τα σύννεφα χτυπιούνται αψηλά, τα φύλλα τρέμουν.
Και τα γόνατα.
Ο κάμπος είναι μαβής κ’έρημος, έρημος. Το τέλος σιμώνει.
Νύχτωσε.
Σ’ ένα χωριό.
Μας βάλαν στην αυλή του χανιού, σ’ένα υπόστεγο.
Σε λίγο έπιασε να βρέχει.
Κρύο.
Ήρθαν και μας σήκωσαν απ’ το υπόστεγο.
Εκεί! μας είπαν.
Ξέσκεπα.
Ναι, κάτου απ’ τον ουρανό.


- Είμαστε γυμνοί, ολόγυμνοι! φωνάζαν οι σκλάβοιμε απελπισία.

Τίποτα.
Μας βγάλαν στο ξέσκεπο.
Γύρω γύρω στο υπόστεγο μείναν μονάχα οι σκοποί, τυλιγμένοι στους μαντύες του, και παρακολουθούσαν.
Ένα μεγάλο φανάρι μας φώτιζε.
Στριμωχτήκαμε, κουβάρες, κουβάρες.
Κολλήσαμε ο ένας στου αλλουνού την πλάτη, μπας και μείνει ένα μέρος στα κορμιά άβρεχτο.
Δε βαριέσαι.
Το νερό κατρακυλούσε απ’ το κεφάλι, γλιστρούσε σιγά σιγά, ολοένα το αίμα σώπαινε.
Τα δόντια χτυπούσαν.
Σα να λιώνουν τα κόκαλα.
Τα κεφάλια χαμηλώνουν αργά, και τα κορμιά σταματούν να σαλεύουν.
Είναι ένας γλυκός, μακάριος ύπνος που έρχεται.

- Μη παιδιά! Βασταχτείτε! … μουρμουρίζει κάποιος τρέμοντας. Μπορεί να μην ξυπνήσουμε…

Καμιά απάντηση.
Σηκώνω για τελευταία φορά το μουσκεμένο πρόσωπό μου στη νύχτα.
Πλημμύρισε.
Είναι η βροχή, τίποτ’ άλλο.
Το αφήνω να γείρει οριστικά.
Μας έδειρε ως το πρωί.
Δεν ξέρω πια πότε ζαλίστηκα κ’ έμεινα ακίνητος.
Όταν ξυπνήσαμε – ο ουρανός είχε καθαρίσει.
Σε λίγο βγήκε ο ήλιος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: