Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007

Δύσκολα χρόνια



Δύσκολα χρόνια, σκληρά σαν πέτρα.
Πρόσωπα αδρά, χαραγμένα απ’την τυράγνια .
Με τα σημάδια της απελπισιάς και του πόνου.
Βλέμμα οξύ και διαπεραστικό.
3 Μάρτη του 1955 στη Συκιά, δεκαπέντε χιλιόμετρα από την Αγρελιά προς τα Τρίκαλα.
Ο χειμώνας προς το τέλος του, αλλά το χιόνι ένα μπόι.
Ολόγυρα βουνά, λόφοι, πλαγιές, ρέματα. Λίγα δένδρα, πολλά πουρνάρια, πέτρες…
Χιονίζει, χιονίζει ασταμάτητα.
Όλα κάτασπρα.
Τ’άλογο αγκομαχάει προχωρώντας αργά και δύσκολα στο χιόνι.
Ο άνδρας μπροστά, είκοσι πέντε χρονώ παλικάρι, το τραβάει δυνατά απ’το καπίστρι.
Δεν φαίνεται να νοιώθει ούτε το κρύο, ούτε το χιόνι, ούτε τους αέρηδες που σφυρίζουν στ’αυτιά του.
Τα χέρια του είναι παγωμένα και το κορμί του ιδρωμένο απ’την προσπάθεια.
Βουλιάζει μεσ’το χιόνι ως το γόνατο, φορές και περισσότερο, λες και το χιόνι του στήνει παγίδες επίτηδες.
Το χωριό ακόμα αργεί.
Ένα κορίτσι κάθεται καβάλα πάνω στ’άλογο με τα πόδια του ριγμένα στο πλάϊ.
Είναι νέο και όμορφο, δεκαεννιά χρονώ.
Μάνα πριν τα δεκαοχτώ της και τώρα έγκυος στον έκτο μήνα.
Γυναίκα.
Τυλιγμένη με μια κάπα, κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της, το κοριτσάκι της, ψυχούλα, ενάμισυ χρονώ, άρρωστο βαριά…




Τρεις ώρες προχωρούν έτσι μέσα στη νύχτα, κι είναι ακόμα στην αρχή.
Η νύχτα τους βρήκε πριν ξεκινήσουν απ’την καλύβα τους, στη Συκιά.
Ζούσαν εκεί με τα ζωντανά τους μαζί με άλλες οικογένειες, ξεχασμένοι κι απ’το θεό.
Δύσκολα χρόνια.
Δυο κιλά λάδι για όλο το χειμώνα, μπομποτίσιο αλεύρι και λίγα μακαρόνια.
Καλά που είχαν και το γάλα…
Την πείνα την πάλευαν, είχαν συνηθίσει.
Την αρρώστια όμως;
Πώς να την ξεπεράσουν άμα τους τύχαινε…
Κι ύστερα το χωριό μακριά.
Δύσκολα το φτάνεις.
Αυτοκίνητο δεν είχαν δει μέχρι τότε στην Αγρελιά, ούτε αυτοκινητόδρομος υπήρχε.
Τώρα τον φτιάχνανε με προσωπική εργασία όλο το χωριό.
Μπήκε ο χειμώνας και σταμάτησαν.
Ούτε αυτοκίνητο, ούτε φάρμακα, ούτε γιατρός, ΤΙΠΟΤΑ.

Πάνε μέρες τώρα που το κοριτσάκι τους χειροτέρεψε.
Στην αρχή έδειχνε την κοιλιά του κι έκλαιγε.
Χλώμιαζε , είχε πυρετό.
Μαράζωνε το κακόμοιρο, έσβηνε ακόμα και το κλάμα του.
Τα ματάκια του, μόνον, κοιτούσαν παραπονιάρικα, ζητούσαν βοήθεια, λύτρωση.
Ο χειμώνας βαρύς.
Μάρτης κι ένα μπόι χιόνι γύρω απ’την καλύβα.
Σαν το’βλεπε να λειώνει η μάνα το αποφάσισε: «θα πάμε το κορίτσι στο χωριό» είπε στον άνδρα της «εκεί κάτι μπορεί να γίνει, κάτι θα βρούμε».
«Τα γίδια που θα τα’αφήσουμε; θα τα φαν’ οι λύκοι, ύστερα δεν έχουμε και ζώο…
Νύχτωσε κιόλας, που να ξεκινήσουμε μ’αυτόν τον παλιόκαιρο;» της αποκρίθηκε εκείνος.
«θα φύγουμε τώρα. Να τα φάει ο λύκος. Το κορίτσι πρέπει να πάμε στο χωριό, θα μας πεθάνει εδώ και θα τόχουμε κρίμα στο λαιμό μας. Δεν το βλέπεις που έλειωσε; Θα πάρουμε τα’άλογο του μπάρμπα Κώστα. Φτάνει να το σώσουμε», ξαναείπε αποφασιστικά η γυναίκα.
Ξεκίνησαν.
Ασφάλισαν τα γίδια στο μαντρί, έσβησαν τη φωτιά στην καλύβα.
Ερημιά .
Τ’ανήσυχα γαυγίσματα των σκυλιών έσκιζαν αυτή την απέραντη σιωπή του κάτασπρου απ’το χιόνι τοπίου…




Τρεις ώρες δρόμο κι ήταν ακόμα στην αρχή.
Έπρεπε ήδη να είχαν φτάσει κοντά στο χωριό αλλά η νύχτα και το πολύ χιόνι τους εμπόδιζε. Χιόνιζε ασταμάτητα.
Ο άνδρας προχωρούσε μπροστά κρατώντας το καπίστρι κι άνοιγε μ’απόγνωση το δρόμο.
Που και που έβριζε, τάβαζε με τα εμπόδια που συναντούσε.
Σε κάθε βήμα νικούσε ή νικιόταν απ’τη φύση.
Τ’άλογο όλο και ποιο δύσκολα βγάζει τώρα την ανηφόρα.
Η γυναίκα αμίλητη πάνω στο σαμάρι, το μόνο που την ένοιαζε ήταν να φτάσουν γρήγορα. Γιατί αργούν τόσο;
Ήθελε να κατέβει, να τρέξει με το παιδί στην αγκαλιά της, να προφτάσει.
Εκείνο γαντζωμένο πάνω της μ’όση δύναμη τούχε απομείνει έκλαιγε πότε πότε.
Τ’άλλο στην κοιλιά, είχε γίνει μια γροθιά που την κλώτσαγε.
Η κάπα που τους τύλιγε έγινε βαριά., κοκάλωσε απ’την παγωνιά, έγινε κάτασπρη, ασήκωτη. Τρεις ψυχές είχαν κουλουριαστεί, γίναν σχεδόν ένα.




Ένας κόμπος ανέβαινε σιγά σιγά στο λαιμό της.
Τη γυναίκα την έπνιγε η πίκρα, ο καημός, ο πόνος.
Η μικρούλα δεν ακουγόταν τώρα, ένοιωθε μόνο την ανάσα της.
Η παγωνιά δυνάμωνε.
Την έσφιξε κι άλλο επάνω της.
Η στιγμή όμως είχε φτάσει…
Ο φόβος την κυρίεψε και μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί και τις σκέψεις της.
Τώρα η ανάσα της μικρής δυνάμωσε, την καταλάβαινε σαν να προσπαθεί να φύγει από τα χέρια της, από την αγκαλιά της, όπως το σπουργιτάκι που το κρατάς στο χέρι σου και θέλει να πεταρίσει, να πετάξει, να λευτερωθεί και δεν μπορεί.
Την ξανάσφιξε πάλι.
Άκουσε μόνο μια πνιγμένη απελπισμένη φωνούλα, ένοιωσε μόνο το σπαρτάρισμα της, το ξεψύχισμα της σαν μια έσχατη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τη δεί.
Η γυναίκα δεν μίλησε, έσφιξε μόνο τα δόντια.
Ο κόμπος στο λαιμό της ανέβηκε κι άλλο, την έπνιγε.
Την έπνιγε κι εκείνη θανάσιμα.
Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της που πέφταν πάνω στο κορμάκι της νεκρής, πια, κόρης της. Έπνιγε τους λυγμούς της, το σπαραγμό της.
Μέσα της η νέα ζωή, απ’έξω ο θάνατος, αγκαλιά, ένα κι εκείνη να μη μπορεί να κάνει τίποτα. Ο άνδρας μπροστά συνέχιζε ν’ανοίγει δρόμο.
Γιατί;
Για ποιόν;
Ούτε το δράμα που παίχτηκε δυο μέτρα μακριά του γνώριζε.
Ήταν νύχτα ακόμα όταν έφτασαν στην Αγρελιά, ύστερα από τόσες ώρες περπάτημα στο χιόνι και στην παγωνιά.
Πόσες;
Ούτε αυτοί ήξεραν.
Ο άνδρας της την βοήθησε να ξεπεζέψει.
Ήταν και οι δυο τους παγωμένοι, ξυλιασμένοι.
Η γυναίκα είχε σκυμμένο το κεφάλι.
Η παγωνιά είχε φτάσει μέχρι την ψυχή της τώρα .
«Πέθανε» είπε μόνο.
«Πέθανε;» ρώτησε ο άνδρας.
«Πέθανε», είπε πάλι η γυναίκα.
Σήκωσε το κεφάλι της, τον κοίταξε, τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν μέσα στην αντιφεγκιά της νύχτας που έκανε το χιόνι.
«Πέθανε;» ξαναρώτησε ο άνδρας.
Αυτή τη φορά είδε μόνο το νεύμα του κεφαλιού της…………………


Το κείμενο που διαβάσατε είναι μέρος του επιλόγου από το βιβλίο "Αγρελιά Παρελθόν Παρόν και Μέλλον;" του Νίκου Δέλκου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: