Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

Το Νούμερο 31328


Ηλίας Βενέζης

O Ηλίας Βενέζης γεννήθηκε το 1904 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και πέθανε το 1973 στην Αθήνα. Κατά τη μικρασιατική καταστροφή ο Βενέζης συλλαμβάνεται από τους τούρκους και στέλνεται στα τάγματα εργασίας (Σεπτέμβριος 1922). Από τους 3.000 περίπου αιχμαλώτους του Αϊβαλιού επιστρέφουν μόνο 23. Το 1931 εκδίδεται στη Μυτιλήνη το «Νούμερο 31328» που καθιερώνει, στα 26 του, τον Βενέζη ως συγγραφέα.
Έγινε ο πρώτος έλληνας συγγραφέας του οποίου τα έργα μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κάνοντας γνωστή την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό.
Στο «Νούμερο 31328» ο Βενέζης αποτυπώνει την προσωπική του τραυματική εμπειρία. Η αμεσότητα και η βαρύτητα της μαρτυρίας δεν αφήνει περιθώρια για μυθοπλαστικές μεταμφιέσεις ή άλλες σκηνοθετικές υποδείξεις.


Η πορεία προς τον θάνατο

Θέμα του βιβλίου είναι ακριβώς η ζωή στα τάγματα εργασίας (τα περιβόητα «αμελέ ταμπουρού») τα οποία συγκροτούσαν οι Τούρκοι από τους αλλοεθνείς στρατεύσιμους.
Ο Βενέζης «στρατολογήθηκε» στα τάγματα εργασίας και συγκαταλέγεται στους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν.
Κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, που αποδεκατίζουν το εξαθλιωμένο πλήθος των σκλάβων-αιχμαλώτων, με το μαρτύριο της πείνας και της δίψας πάντοτε παρόν, με τις επιδημίες να θερίζουν, με ατελείωτες εξαντλητικές οδοιπορίες, με βιασμούς, λεηλασίες και κάθε τύπου αγριότητες, οι στρατολογημένοι σπάζουν πέτρες, ανοίγουν δρόμους, επισκευάζουν γέφυρες, αποκαθιστούν τις καταστροφές που είχε προκαλέσει στο προσωρινά νικηφόρο πέρασμά του ο ελληνικός στρατός, με έκδηλη την διάθεση των τούρκων να εκδικηθούν.
Σε αυτή τη θλιβερή και ετοιμοθάνατη πομπή, που μετακινείται συνεχώς, ο άνθρωπος παύει να έχει προσωπικότητα, γίνεται ένας αριθμός χωρίς παρελθόν, χωρίς ιστορία και χωρίς μέλλον.
Μετατρέπεται σε άθυρμα στα χέρια των αντιπάλων του, μία ύπαρξη χωρίς καμία, κανενός είδους αξία, μέσα στη φρίκη, τον παραλογισμό και την παραφροσύνη του πολέμου.
Το νούμερο 31328 δεν διακρίνει νικητές και ηττημένους, δεν ξεχωρίζει καλούς και κακούς και επιβεβαιώνει αυτό που έγραψε ο Καζαντζάκης: «τον Άνθρωπο ατίμασαν στην Μικρά Ασία Έλληνες και Τούρκοι».
Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, στην καρδιά της Ευρώπης, ο Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία και η ανθρωπότητα θα γνωρίσει νέα, περισσότερο απάνθρωπα «αμελέ ταμπουρού».



Ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στην Σμύρνη.


Ο Βενέζης δεν μεροληπτεί.
Δεν προσπαθεί να κατηγορήσει τους αντιπάλους και εχθρούς.
Αισθάνεται οίκτο και συμπόνια για τους βασανιστές του, τρυφερότητα και συμπάθεια για τους παρασυρμένους στη δίνη του δράματος.
Από αυτή τη στάση και από αυτή τη θέση αναδύεται και η τραγωδία της επανάληψης κάθε πολεμικού παραλογισμού.

Ο Ηλίας Βενέζης, στον πρόλογο της Β’ έκδοσης, το καλοκαίρι του 1945 γράφει:

«Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα.
Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή.
Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής.

Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τα άλλα σωπαίνουν.
Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο.
Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία.
Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος- και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο- αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.
Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.

Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση.
Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος από τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο.

Έτσι το βιβλίο τούτο –χρονικό μιας βασανισμένης στιγμής της Ελλάδας από τις τόσες- απαγορευμένο χρόνια τώρα από τις λογοκρισίες, έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και της νιότης του κόσμου.
Και όπως τότε, πριν από εικοσιένα χρόνια, το «Νούμερο 31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου».

***

Από αυτό το υπέροχο βιβλίο, από αυτό το μνημείο όχι μόνο της ελληνικής, αλλά της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από αυτήν την διαμαρτυρία εναντίον του παραλογισμού του πολέμου, που δεν ξεχωρίζει καλούς και κακούς, από αυτή την αληθινή ιστορία, θα παραθέσω σε σταθμούς κάποιες χαρακτηριστικές εικόνες και γεγονότα.

Πρώτος σταθμός, η πορεία προς το πουθενά, των σκλάβων-αιχμαλώτων. Μαζί τους μια οικογένεια με ένα μικρό παιδάκι:

«Τον καιρό της ελληνικής κατοχής βρέθηκαν όξω απ’ την Πέργαμο τα πτώματα – καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι από τους τούρκους και πεταλωμένοι. Ύστερα πήγε εκεί το τέταρτο σύνταγμα. Γινήκανε τότες, αντίποινα πολλά.
Ξεκινήσαμε.
Περπατήσαμε ίσαμε δύο ώρες μες στα χωράφια. Τότε ήρθε η νέα συμφορά. Το παιδάκι δεν μπορούσε πια να βαδίσει. Κάθισε κάτου κ’ έκλαιγε. Ο πατέρας του αναγκάστηκε να το σηκώσει στον ώμο. Το τρυφερό βάρος λύγισε την εξαντλημένη αντοχή του σ’ απελπιστικό βαθμό. Ήταν πολύ χοντρός. Βουτηγμένος στον ίδρο και στην σκόνη έτρεχε να προφτάξει το καραβάνι. Ολοένα έμενε πίσω. Με τα χέρια του, που βαστούσαν τώρα το μωρό, δεν μπορούσε να καθαρίζει τα γυμνά ποδάρια του από τα αγκάθια. Έτσι, όταν ο πόνος γινόταν αβάσταγος, ή σαν χτυπούσε σε καμιά πέτρα, έμπηγε τις φωνές. Πηδούσε, έτρεχε μια στιγμή πατώντας στο ένα ποδάρι, ύστερα έχανε την ισορροπία του, τσούπ! Ήταν ωραίο- να σκας στα γέλια. Τα δάκρυά του τρέχαν. Μαύριζαν την ίδια στιγμή απ΄ την σκόνη που βιαζόταν να κολλήσει πάνω τους.

- Για δεν κοίταζες, τότε που καθίσαμε, να τυλίξεις κι εσύ τα ποδάρια σου σε κανά παλιόπανο! του φώναξε κάποιος δικός μας.

Κι αυτός παρακαλούσε να τον λυπηθούμε.

- Μη μ’αφήνετε! ικέτευε σπαρακτικά.

Σε λίγο γονάτισε.
Έμεινε.
Από τα πόδια του έτρεχε μαύρο σκοτωμένο αίμα, εκεί προς τα χτυπημένα δάκτυλα.
Το κοπάδι στάθηκε. Οι στρατιώτες πολέμησαν να τον κάμουν να πέσει πάλι στον δρόμο. Τον σπρώχνανε. Τίποτα. Τον χτυπούσαν με τα κλαδιά. Ύστερα με τα κοντάκια. Το παιδάκι έμπηξε τις φωνές.

- Θα τον σκοτώσετε! δεν το βλέπετε; χιμά έξαλλη η γυναίκα του, μπαίνοντας ανάμεσα στους στρατιώτες. Θα το σηκώσω εγώ το παιδί.

Έτρεμε τ’ αχείλι της.
Η ματιά ήταν κρύα και σκληρή.
Τέντωσε τα αδύνατα χέρια κι έβαλε το παιδί που έκλαιγε στον ώμο της.
Δεν το χάιδεψε.
Κανένας μας δεν κουνήθηκε να προσφερθή.

- Δεν θα βαστάξει, γυναίκα είναι, λέει ένας δικός μας.

- Ναι, δεν θα βαστάξει.

Γύρισα και κοίταξα τον πλαϊνό μου.
Κι αυτός κοίταζε παρακάτω.
Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Θα ήταν ένα τελευταίο ίχνος ντροπή από την παλιά ζεστή καρδιά- που να την αγγίξεις..
Μα κανείς δεν κουνήθηκε.
Ο ρολογάς σηκώθηκε και ξεκινήσαμε.
Σε λίγο η γυναίκα, η σκληρή ματιά, χαμήλωσε. Έπιασε να μερεύει. Κ’ έπειτα,σιωπηλά, βούρκωσε.
Έπεσε λίγο πιο πέρα. Άρπαξε φρενιασμένη το παιδάκι στην αγκαλιά της και ξέσπασε σε δάκρυα.

- Αφήστε μας! … αφήστε μας να τελειώνουμε! … φώναζε μες στ’ αναφιλητά.

- Ε! λέει φουρκισμένος ο αρχηγός της συνοδείας. Πάρτε ένας άλλος το παιδί!

Κάμαμε όλοι μια ασυναίσθητη κίνηση, να ξεφύγουμε έναν κίνδυνο. Οι στρατιώτες άρπαξαν έναν απ’ τους τελευταίους της γραμμής και του καθίσαν το παιδί στον ώμο.
Πιο πέρα αυτός φώναξε να το δώσουν και σ’άλλον.
Ήρθε κ’η σειρά μου.
Ήταν αληθινό μαρτύριο- γιατί τρέχαμε, πεινούσαμε, ήμαστε γυμνοί, ήμαστε για να πέσουμε από στιγμή σε στιγμή, εμείς οι ίδιοι.
Βάδιζα τρικλίζοντας, ύστερα φώναξα να το πάρει κι άλλος. Όλοι τρέχανε να βρεθούν στις πρώτες γραμμές, να ξεφύγουν.
Σαν το ξεφορτώθηκα έπιασα κ’εγώ να τρέχω, μη μου το ξαναδώσουν.
Είχε γίνει φόβητρο- ένα παιδάκι.
Η οργή σκλήραινε ολοένα τις τυραγνισμένες μας καρδιές.

- Τι θέλει και δεν ψοφά! ξέσπασε, άξαφνα, ένας άγρια.

- Μπας κ’είναι να βαστάξει; λέει ένας άλλος, που νοιαζόταν να βρει και μια δικαιολογία. Ας το σκοτώσουν να ησυχάσει.

Κανείς δεν είπε πως είναι κρίμα.
Ήταν μίσος για ένα παιδάκι;
Ναι.
Ήταν.

(σελ.95-98, από την 50η έκδοση. Τα προλεγόμενα και οι πληροφορίες για το βιβλίο έχουν ως πηγή την εισαγωγή στην 43η έκδοση που έγραψε ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος).

Συνεχίζεται...

doctor

Δεν υπάρχουν σχόλια: