Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007

Συγχαρητήριος Επιστολή προς τον Υπουργόν Εθνικής Παιδείας

Προς το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων


webmaster@ypepth.gr
stylianidis@parliament.gr;
estylian@internet.gr

Συγχαρητήριος Επιστολή προς τον Υπουργό Παιδείας δια την κατάργησιν του αντεθνικού σχολικού εγχειριδίου της ΣΤ’ Δημοτικού.


Κύριε Στυλιανίδη,

με περισσίαν χαράν επληροφορήθην ότι χάρη εις τας θεοπνεύστους ενέργειάς σας και με την βοήθειαν της Θείας Πρόνοιας, απεσύρθη, επί τέλους, το επαίσχυντον και αντεθνικόν εγχειρίδιον της ΣΤ’ Δημοτικού και επανήλθε το παλαιό αν και προσωπικώς θα ήθελα να επανέρχετο κάποιο έτι παλαιότερο, κατά προτίμησιν κάποιο εκ των επωφελών σχολικών εγχειριδίων της Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως ή κάποιο έτι παλαιότερο, του αειμνήστου Ιωάννου Μεταξά φερ’ ειπείν.

Επιτρέψατέ μου να προτείνω κάποιας ιδέας σχετικώς με το νέον βιβλίον το οποίον με την βοήθειαν του Παναγάθου Θεού θέλει εκδοθή τα επόμενα έτη, φαντάζομαι όχι υπό του αθέου και αντεθνικώς δρώντος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αλλά υπό της Ιεράς Συνόδου, και προτείνω οι διορθώσεις να γίνουν από ευσεβή δημόσια πρόσωπα, όπως οι κ.κ. Παπαθεμελής και Καρατζαφέρης, διότι μόνον αυτοί δύνανται να διασφαλίσωσιν ότι το περιεχόμενον του νέου βιβλίου θα είναι εθνικά επωφελές δια τα τέκνα των Ελλήνων.

Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα από τους ηρωικούς αγώνας του Έθνους ημών κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821 τα οποία θα ήθελα να συμπεριληφθούν εις το νέον εγχειρίδιον ιστορίας ώστε να μάθουν τα τέκνα των Ελλήνων την ιστορίαν των προγόνων των:

1) «Από τους εκτός ενεργείας παραμελημένους στρατιωτικούς αρχηγούς πρεσβύτας επισήμους εις Σαλαμίναν ευρίσκοντο οι Καρατάσιος, Γάτζος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης. Εις αυτάς τας περιστάσεις μια εκ των ημερών, διαβαίνοντες οι δύο συμπέθεροι Πανουργιάς [1] και Δυοβουνιώτης [2] με τα σκιάδιά των επί κεφαλής, με τας χείρας όπισθεν εμελημένως και αφελώς πως, με βήμα βραδύ διασκεδάζοντες ενώ διήρχοντο από την αγοράν και διευθυνόμενοι την ακρογιαλιάν του λιμένος, μεταξύ των στρατιωτών οίτινες ευρίσκοντο εις τα καφφενεία, λέγει ο Πανουργιάς προς τον Δυοβουνιώτην:

- Άϊ συμπέθερε. Όλοι οι στρατιωτικοί ευρίσκονται εις δουλειάν. Ημείς τι θα κάνωμεν τώρα;

- Ημείς, λέγει, να μπαρμπερίσωμεν τα αρχίδια μας.

- Το κάμνεις; Λέγει.

- Πληρώνεις;

- Μάλιστα.

- Πηγαίνωμεν λοιπόν, λέγει, να εύρωμεν μπαρμπέρην.

Όλοι ήκουσαν ταύτα, πλην γνωρίζοντες εξάλλου ποσάκις με τας αστείας των αισχρολογίας ευχαριστούσαν τους μικροτέρους, εγέλασαν ακούσαντες ταύτα.
Φθάσαντες λοιπόν εις εν εργαστήριον ενός μπαρμπέρη, εσυμφώνησαν να τον δώση ο Πανουργιάς έναν ρουμπιγέν, δια να ξουραφίση τα αρχίδια του Δυοβουνιώτου.
Ο Δυοβουνιώτης χωρίς συστολήν, λύει τα βρακιά του, και κάθεται εις το κάθισμα έξωθεν του εργαστηρίου με τεντωμένα τα σκέλη.
Ο βαρβέρης τον ρίπτει στο πρόσωπο-πεσκίρια και παίρνει νερόν, και ετοιμάζεται να τον μπαρμπερίζη.
Βλέποντας ο κόσμος μίαν πράξιν τόσο παράξενον και γελοίαν, τρέχοντες και προσκαλούντες ο ένας τον άλλον, εσυσσωρεύθη όλον το πλήθος της αγοράς εκεί. Γέλωτας γενικός από όλους εξήρχετο και μεγίστη αδιαφορία από τον Δυοβουνιώτην, συμπέθερον και τον βαρβέρην.
Ευρεθείς εκεί αστεϊζόμενος είπον:
- Ιδού ποιοι αρχηγοί μας διοικούσαν. Και ηθέλαμεν ελευθερίαν.
- Άειντε συ, λέγει ο Δυοβουνιώτης. Σώπα και μη σε μέλει τι γίνεται.
Τελειωθείσης της πράξεως, ο Δυοβουνιώτης δέσας τα βρακιά του, αναχώρησε με όλην την αδιαφορίαν» [3]

2) « Ο Κουντουργιώτης επήγεν εις την Νύδρα κι αφήσε στο ποδάρι του τον Αναγνώστη Οικονόμο, Νυδραίο.
Του είπα να μου δώσει αυτούς τους μισθούς να πλερώσω τους ανθρώπους και να λάβω από ό,τι έδωκα.
Λέγει του Παπαφλέσια, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μόκανε, όμως να του χαρίσω τις πιστόλες μου, ότι τις λιμπίστη.
Του παρήγγειλα κι εγώ να του γαμήσω το κέρατο, όχι να του δώσω τα άρματά μου, οπού τάχω από δεκαοχτώ χρονώνε παιδί» [4].

3) «Είχον φτάσει εις τον Πόρον προ καιρού τινός, ογδοήκοντα βαρέλια μπαρούτι από συνεισφοράς των εν Σμύρνη Αδελφών, η πρώτη και μόνη συνδρομή οπού απεστάλη εις την Ελλάδα παρά των Αδελφών της Εταιρίας, αλλά και αυτή εις μάτην, επειδή, με το να ήτον διορισμένη εις την παραλαβήν του Δικαίου Παπά Φλέσια, αυτός ο αλιτήριος και ασυνείδητος την παρέλαβε και την επώλησεν, όθεν ήθελε και εχρηματολόγει, ενώ η Πατρίς εκινδίνευεν εκ της ελλείψεως τούτου του είδους, όθεν κατήντησαν οι Έλληνες εις τόσην στενοχωρίαν, ώστε εσύναζον εκ των χωρίων τα εκ μολύβδου αγγεία, δια να κάμουν βόλια» [5].

4) «Ο λαός κατά κανόνα έχασε την εμπιστοσύνη του στα προσόντα και στην τιμιότητα των στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών.
Οι γενναιότεροι και οι πιο πατριώτες ηγέτες είχανε πέσει στην μάχη. Δύο ονόματα πάντως εξακολουθούσαν να σκορπίζουν λαμπρό φως μέσα στην πυκνή ομίχλη του εγωισμού, ο Κανάρης και ο Μιαούλης, και οι δύο ναυτικοί ήρωες ανήκαν σε αντιμαχόμενα κόμματα και σε διάφορες εθνικότητες» [6] .

5) «Ήμασταν φτωχοί εγίναμεν πλούσιοι. Ήταν ο Κιαμήλ Μπέης εδώ στην Πελοπόννησο και άλλοι τούρκοι πλουσιώτατοι, έγινε ο Κολοκοτρώνης και άλλοι συγγενείς και φίλοι πλούσιοι από γες, εργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των τούρκων. Όταν ο Κολοκοτρώνης και οι σύντροφοί του ήρθαν από την Ζάκυθο, δεν είχαν ούτε σπιθαμή γης. Τώρα φαίνεται τι έχουν. […]
Κατοικίσαμεν τους κατοίκους μέσα στα σπήλαια και ζούνε με τα θηρία και ρημώσαμε τους τόπους και γίναμε η παραλυσία του τόπου» [7].

6) «Με τα πρώτα διατάγματα των Συμβουλίων Επικρατείας, οι παλαιοί αγωνισταί ήθελαν να ρυθμίσουν τις προσωπικές τους απολαβές, συντάξεις, κτήματα. Το έλεγαν καθαρά: ο παπάς πρώτα ευλογά τα γένια του» [8].

7) Ο Μακρυγιάννης λέει στην πρώτη Εθνική Συνέλευση (Βουλή) του 1843-44: «Αν είναι να μείνουμε εμείς νηστικοί, ας πάει στο διάβολο η ελευθερία.Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και εμείς τώρα» [9].

8) «Ανάμεσα στους μορφωμένους έλληνες έχει επικρατήσει η συνήθεια να μιλάνε και να γράφουν πολλά για το πατριωτικό πνεύμα και τα εξαίρετα στρατιωτικά κατορθώματα των Κλεφτών, σαν να ήτανε οι ληστές αυτοί οι πρόμαχοι της ελληνικής ελευθερίας.
Αλλά η αλήθεια είναι, ότι αυτοί οι άνθρωποι ήσαν απλοί λήσταρχοι, που και πριν από την Επανάσταση και στη διάρκεια του επαναστατικού πολέμου και υπό τη διακυβέρνηση του Βασιλέως Όθωνος, ληστεύανε τους Έλληνες πιο πολύ απ’ότι τους ληστέψανε οποτεδήποτε οι Τούρκοι» [10] .

9) «Δεν μπορώ να κρύψω την αλήθεια σχετικά με τον κλήρο. Λοιπόν είναι αναμφισβήτητο πως ο ανώτατος κλήρος δέθηκε με την κρατούσαν τάξιν πραγμάτων, δηλαδή με τους Τούρκους με μύριους δεσμούς.
Ο ανώτερος κλήρος δεν ήθελε τον ξεσηκωμό. Έχουμε πολλές περιπτώσεις που τα Πατριαρχεία στάθηκαν θερμοί υποστηρικταί της τουρκικής εξουσίας και πολεμούσαν κάθε επαναστατικήν εκδήλωσιν του υπόδουλου Ελληνισμού [11].

10) «Ο Πανουργιάς ήταν ο χειρότερος από όλους τους τοπικούς τυράννους που μερικοί συγγραφείς έχουν εξυψώσει σε ήρωες. Στην πραγματικότητα ήταν ένας ποταπός ληστής, σκληρημένος μέσα στο κακό. Από εδώ προέρχεται και ο λόγος που οι έλληνες μετανιώσανε για την πρωτινή τους προτίμηση για τους Κλέφτες, που σχεδόν όλοι, αρχίζοντας από τον Κολοκοτρώνη, ήτανε κακόφημοι για τη χαμερπή δυστροπία του χαρακτήρα τους» [12].

11) «Έχοντες αδιάλλακτον πάθος εις τον προεστόν του χωρίου Κυπαρισσία του κάμπου Καρυταίνης, Δημητράκην λεγόμενον, υπήγον αίφνης μίαν νύκταν οι Κολοκοτρωναίοι να τον συλλάβουν, να δώσουν οδυνηρόν θάνατον εις αυτόν και εις όλα τα μέλη της οικογενείας του μέχρι τελείας καταστροφής.
Αυτός δε γνωρίζων προηγουμένως την κατ’αυτού τοσαύτην λύσσαν των, επροφυλάτετο και τυχαίως δεν ευρέθη εκείνην την νύκτα εις την οικίαν του. Αλλά δια να κορέσουν την θηριώδη καρδία των, αφού ήρπασαν όλην την κινητήν περιουσίαν του, έδεσαν και μίαν νύφην την οποίαν είχε από τους μαστούς, εις την ουράν ενός ανδρείου ίππου, τον οποίον ίππευεν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και την έσυραν ανηλεώς και απανθρώπως τρεις ώρας δρόμον, ήτις απαυδήσασα από τοιαύτη πολυώδυνον και φρικαλέαν βάσανον, την κατακερμάτισαν με τα σπαθία, και αφήσαντες το νεκρόν της σώμα εις τον δρόμο απήλθον στα Πέντε Πηγάδια» [13].

12) «Την επαύριον της καταλήψεως της Τριπολιτσάς υπήγον οι οπλαρχηγοί να διανείμουν τους 50 ίππους των βεζυράδων, να πάρη αναλόγως έκαστος το ανήκον εις το σώμα του μερίδιον.
Εγώ έκρινα αναξιοπρεπές δια τον ευατόν μου να παρευρεθώ εις τοιαύτην διανομήν και υπήγεν ο αδελφός μου ο Δημητράκης.
Εδιόρισαν άπαντες τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην ομοφώνως να κάμη την διανομήν και αυτός να δώση αναλογίαν εκάστου και την έκαμεν.
Αλλά ο Κολοκοτρώνης απήτει να λάβη όλον το μερίδιον της επαρχίας Καρυταίνης, να το αναλογίση αυτός ως αρχηγός.
Ο Κυριακούλης τον απήντησεν, ότι όλοι ημείς εγνωρίσαμεν απ’αρχής του αγώνος μόνους τους Δεληγιανναίους.
Θυμωθέντες και οι δύο και λογοτριβούντες, θυμώσας ο Κυριακούλης διότι τον επρόσβαλε, του έδωσεν μιαν κλωτσιάν, ώστε ολίγον έλειψε να τον κρημνίση κάτω από την σκάλαν να συντριφτή, λέξας μετά οργής προς αυτόν:

- Σκατόβλαχε. Θα σε κάμω και σένα αρχηγόν και μεγάλον. Παλιοκλέφτη! [14]


Κατάλαβες κύριε Ευριπίδη ότι η κρίση ενός βιβλίου ιστορίας δεν γίνεται από πολιτικούς και παπάδες αλλά από τους ιστορικούς;

__________________________________________

[1] Ο Πανουργιάς (1767-1834) ήταν οπλαρχηγός της επαρχίας Σαλώνων, καταγόμενος από τον Άγιο Γεώργιο Παρνασσίδος και γεννημένος στη Δρέμισα, από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς του Αγώνα.
Το όνομά του το πήρε από λάθος του νονού του, που τον πέρασε για κορίτσι και τον βάφτισε Πανωραία. Το
1790 εντάχθηκε στο σώμα του κλέφτη Ανδρίτσου Βερούση και συμμετείχε στα Ορλοφικά ως πρωτοπαλίκαρο. Το 1813 ο Αλή πασάς τον διόρισε αρματολό των Σαλώνων, αλλά τον αντικατέστησε γρήγορα με τον Σουλιώτη Λάμπρο Κοσμά. Αργότερα όμως μπήκε στην αυλή του Αλή πασά, παρά τη σύγκρουσή του με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Μυήθηκε στη
Φιλική Εταιρεία και προετοίμασε με επιτυχία την επανάσταση στην Παρνασσίδα στις 24 Μαρτίου 1821. Ηγήθηκε των οπλαρχηγών στην απελευθέρωση των Σαλώνων. Έλαβε μέρος στις μάχες της Αλαμάνας και στο Χάνι της Γραβιάς. Λόγω ασθενείας δεν συμμετείχε στη μάχη των Βασιλικών, αλλά έστειλε στη θέση του το γιο του Νάκο με το ένοπλο σώμα του.
Συμμετείχε στην
Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ως αντιπρόσωπος της επαρχίας Σαλώνων και πρωταγωνίστησε στην παράδοση του Ακροκορίνθου τον Ιανουάριο του 1822. Εκπόνησε το σχέδιο καύσεως των σιτηρών κατά την κάθοδο του Δράμαλη και αφού αποχώρησε λόγω γήρατος από τον Αγώνα, έχρισε διάδοχό του το γιο του Νάκο στην αρχηγία του σώματός του.

[2] Ο Γιάννης Δυοβουνιώτης (
1769-1831) ήταν οπλαρχηγός της Στερεάς, γεννημένος στο χωριό Δύο Βουνά της Φθιώτιδας, γιος της Τριανταφυλλιάς και του Κώστα Ξύκη.
Σε ηλικία 13 ετών είδε τον πατέρα του κρεμασμένο από τους Τούρκους, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα πορεία του. Έφηβος ακόμη πήγε στο
αρματολίκι του Αντρίκου Βερούση και έγινε πρωτοπαλίκαρο.
Πολέμησε το
1770 τους Τουρκαλβανούς κατά την επανάσταση των Ορλόφ. Έγινε γρήγορα ονομαστός για τη δράση και τις ικανότητές του, πραγματικό φόβητρο για τους Τούρκους, οι οποίοι του ανέθεσαν το αρματολίκι της Μπουστουνίτσας. Αργότερα ο Αλή πασάς αναγκάστηκε να του δώσει το αρματολίκι του Ζητουνίου και των Σαλώνων.
Παντρεύτηκε την κόρη της ισχυρής οικογένειας των Γιολδάσηδων, αποκτώντας ένα γιο, τον Γεώργιο.
Μυήθηκε στη
Φιλική Εταιρεία και με την έναρξη της Επανάστασης ύψωσε τη σημαία στη Μενδενίτσα, όπου με τη βοήθεια του Κομνά Τράκα κυρίεψε το κάστρο της. Αγωνίστηκε ασταμάτητα, παίρνοντας μέρος σε όλες τις μάχες, μέσα και έξω από τα όρια της Ρούμελης, χωρίς ποτέ να αναμιχθεί στις πολιτικές ίντριγκες.
Σημαντικότερη στιγμή του υπήρξε το ευφυές σχέδιό του για την αναχαίτιση της στρατιάς του Μπεϊράν πασά στη θέση Βασιλικά, στις
25 Αυγούστου 1821. Ο Δυοβουνιώτης, με τους άλλους οπλαρχηγούς της Στερεάς περίμενε τη στρατιά στα στενά των Βασιλικών και κυριολεκτικά την αποδεκάτισε. Η νίκη στα Βασιλικά ανέτρεψε τα σχέδια των Τούρκων για ενίσχυση της πολιορκημένης Τριπολιτσάς και την κατάπνιξη της Επανάστασης. Του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του στρατηγού.Διορίστηκε το 1833 μέλος της οκταμελούς επιτροπής εκδουλεύσεων και πέθανε στις 4 Αυγούστου του 1834 στα Σάλωνα.

[3] Ν.Κασομούλης, όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.240-241, εκδόσεις Ιωλκός. Πληροφορίες για το βιβλίο:
http://www.books.gr/ViewAuthor.aspx?AuthorId=1384798

Ο Βάσος Τσιμπιδάρος γεννήθηκε το 1919 στο χωριό Καρέα της Μάνης. Υπήρξε δημοσιογράφος επί μισό αιώνα και έζησε όλα τα μεγάλα γεγονότα της εποχής.

Μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική Κατοχή ο αρχιεπίσκοπος και αντιβασιλέας Δαμασκηνός του ανέθεσε τη διεύθυνση του Γραφείου Τύπου και από αυτή τη θέση έζησε από κοντά όλα τα διπλωματικά και πολιτικά παρασκήνια για την ανασυγκρότηση του κράτους.
Από το 1946 ως το 1959 πραγματοποίησε 74 δημοσιογραφικές αποστολές σε 35 διαφορετικές χώρες: στην έρημο της Σαχάρας με τζιπ από τη Λιβύη ως τον Ισημερινό, στην Κένυα την περίοδο του αγώνα ανεξαρτησίας των Μάο-Μάο εναντίον των Άγγλων, στην Κωνσταντινούπολη όταν η ελληνική μειονότητα υφίστατο διώξεις, στη Μαδαγασκάρη όταν επέστρεφε ο Μακάριος από την εξορία, και στην Ταγκανίκα.
Στη συνέχεια εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στην Αγγλία από όπου απολύθηκε από τη δικτατορία και εξέδωσε στην ίδια πόλη δική του εφημερίδα, το Εμπρός. Εργάστηκε στις εφημερίδες Ακρόπολις και Απογευματινή.
Έχει εκδώσει τα εξής βιβλία: Οδηγός του δημοσιογράφου (1953), Δυτικά του Κιλιμαντζάρο (1960), Οδηγός του Λονδίνου (1967), Οι Έλληνες στην Αγγλία (1974), Το χωριό μου η Καρέα (1978), Μανιάτικες αναμνήσεις (1990), Με την άκρη της πένας.


[4] Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.155, εκδόσεις Ιωλκός.

[5] Παλαιών Πατρών Γερμανός «Απομνημονεύματα», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.169, εκδόσεις Ιωλκός.

[6] G. Finley, «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.227, εκδόσεις Ιωλκός.

[7] Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.230-231, εκδόσεις Ιωλκός.

[8] R.Bartelemy, «Ιστορία του Διοικητικού Δικαίου της Ελλάδος» όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.249, εκδόσεις Ιωλκός.

[9] Από την "Ελληνική πολιτική εγκυκλοπαίδεια" του Κων.Μ.Γράψα, όπως το παραθέτει ο Γεράσιμος Κακλαμάνης στο αποκαλυπτικό βιβλίο του "Η Ελλάς ως κράτος δικαίου" σελ.446.

[10] G. Finley, «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.28 εκδόσεις Ιωλκός.

[11] Π. Πιπινέλης, «Πολιτική Ιστορία της Επαναστάσεως του 1821», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.31, εκδόσεις Ιωλκός.

[12] Gordon, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.30, εκδόσεις Ιωλκός.

[13] Κανέλλος Δεληγιάννης, «Απομνημονεύματα», », όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.49, εκδόσεις Ιωλκός.

[14] Κανέλλος Δεληγιάννης, «Απομνημονεύματα», », όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.51, εκδόσεις Ιωλκός.


Δεν υπάρχουν σχόλια: